του Στέφανου Μίλεση
Το 1957 ο ηθοποιός Πέτρος Γιαννακός συνεχίζοντας τις περιπέτειες του πετυχημένου φανταστικού του αγαθού ήρωα, του θρυλικού Κοκοβιού, γυρίζει την ταινία με τίτλο «Αλλού το όνειρο και αλλού το θαύμα» που σκηνοθετεί ο ίδιος ο Γιαννακός σε δικό του σενάριο. Είχε προηγηθεί η ταινία «Ο Κοκοβιός πρωτευουσιάνος» το 1953.
Ο τίτλος της ταινίας που παραπέμπει στη γνωστή παροιμία θα αλλάξει και η ταινία θα κάνει την επανεμφάνισή της στις κινηματογραφικές αίθουσες με τον τίτλο «Οι δύο μάγγες του Πειραιά!» (γραφή όπως εμφανίζεται στην ταινία).
Ο συμπρωταγωνιστής Νίκος Φέρμας, αποδίδει το χαρακτήρα του μάγκα του λιμανιού όσο κανένας άλλος. Αν και αρχικά η ταινία γυρίστηκε ως συνέχεια των περιπετειών του Κοκοβιού, εξελίχθηκε σε παρουσίαση του «ρεμπέτικου» τρόπου ζωής των ανθρώπων του περιθωρίου, υπό την έννοια των ανθρώπων δηλαδή που ρεμβάζουν, που τριγυρνάνε δώθε κείθε αμέριμνοι για το μέλλον τους, χωρίς να εργάζονται ή να αναζητούν εργασία, επιδιδόμενοι σε διάφορες μικροκλοπές και μικροαπάτες.
Ο χαρακτήρας του μάγκα που ενσαρκώνει ο Νίκος Φέρμας, κυριαρχεί ουσιαστικά επί του πρωταγωνιστικού ρόλου του «Κοκοβιού» όπως και το φόντο της ταινίας που είναι η πόλη του Πειραιά. Για αυτό και ο μεταγενέστερος τίτλος «Οι δύο μάγκες του Πειραιά!» αποδίδει καλύτερα, θα λέγαμε, το περιεχόμενο της ταινίας.
Η καθαρότητα της εικόνας, στα σταθερά πλάνα, που απεικονίζουν δρόμους και γειτονιές του Πειραιά, στην κυριολεξία μαγεύουν καθώς εμφανίζεται μια πόλη τελείως διαφορετική, ακόμα και για αυτούς που την έζησαν αλλά λόγω παρέλευσης πολλών ετών την έχουν λησμονήσει. Στο κέντρο του Πειραιά δεσπόζουν τα όμορφα νεοκλασικά σπίτια, οι φροντισμένοι δρόμοι και οι δενδροφυτεμένες πλατείες όπως η Τερψιθέα.
Το υπ΄ αριθμ. “18” Τραμ ανεβαίνει την οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου (πρώην Σωκράτους και νυν Ηρώων Πολυτεχνείου) που είναι άδεια από αυτοκίνητα, με προορισμό τον Άγιο Βασίλειο.
Το μεγαλύτερο μέρος όμως της ταινίας είναι γυρισμένο στα στενά της Υδραίικης συνοικίας. Μαυροκορδάτου, Ιάσονος και γύρω δρόμους, αλλά και στην περιοχή του Χατζηκυριάκειου πάνω από την ακτή του Ξαβέρη. Σε όλα τα ανηφορικά στενά πάνω από του Ξαβέρη κυριαρχούν οι βράχοι και οι δρόμοι μοιάζουν περισσότερο με κακοτράχαλα μονοπάτια κάποιας ορεινής κωμόπολης.
Ταρσανάδες, ασβεστωμένες μάντρες, αυτοσχέδιες οικοδομικές κατασκευές συμπληρώνουν την εικόνα. Οι άνθρωποι του Χατζηκυριάκειου σε αντίθεση με το κέντρο του Πειραιά, εμφανίζονται περιθωριοποιημένοι, να επιβιώνουν αυτοσχεδιάζοντας και ανακαλύπτοντας τρόπους αντιμετώπισης καθημερινότητας. Διατηρούν κοτέτσια και κατσίκες στις αυλές ή στην άκρη του δρόμου, ενώ αν και βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 κάρα εμφανίζονται σχεδόν σε όλα τα πλάνα της ταινίας να εκτελούν μεταφορές αποσκευών ή προσώπων. Γαϊδούρια και άλλα υποζύγια βοσκούν ελεύθερα σε κενά οικόπεδα, ενώ μπακαλοταβερνάκια και καφενεία συγκεντρώνουν τον κόσμο σε κάθε γειτονιά.
Μοναδικές οι στιγμές που οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας κατεβαίνουν την οδό Ιάσονος και φτάνουν στη συμβολή της Ακτής Μιαούλη, όπου δεσπόζουν οι αλλεπάλληλες υδραίικες καμάρες που οι δύο ηθοποιοί μπαινοβγαίνουν αμέριμνοι. Στον τοίχο μιας κολόνας με μπογιά ξεχωρίζουν μεγάλα γράμματα που πρόχειρα και κακότεχνα πληροφορούν τους διαβάτες ότι βρίσκονται στην οδό Ιάσονος.
Στο τέλος της ταινίας, που ως συνήθως κλείνει αισίως, εμφανίζεται να γίνεται γάμος στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Μπροστά η πλατεία που υπάρχει αναλλοίωτη μέχρι και σήμερα ενώ κάποια στιγμή στο βάθος διακρίνεται η Λεωφόρος Σαχτούρη σε όλο το μήκος της άδεια επίσης από αυτοκίνητα.
Πειραιάς όμως χωρίς λιμάνι και πλοία δεν μπορεί να υπάρξει. Έτσι και στην ταινία πλοία και άνθρωποι του λιμανιού και της αγοράς κρατούνε το δικό τους μερίδιο.