του Στέφανου Μίλεση
Αυτή είναι η ζωή και το έργο ενός ανθρώπου, που από το 1914 έως το 1925 βρισκόταν κατά διαστήματα, στη θέση του Δημάρχου Πειραιά, μιας πόλης που τότε ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό στην Ελλάδα.
Ο Αναστάσιος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε το 1860 στο μικρό χωριό Λάβδα της Ανδρίτσαινας, της επαρχίας Ολυμπίας, που τότε ανήκε στο Νομό Μεσσηνίας και σήμερα στο Νομό Ηλείας. Μικρός ακόμα στην ηλικία ήθελε να φύγει από το χωριό του και να ζήσει σε κάποια μεγάλη πόλη.
Προτιμούσε να ζήσει ως παραπαίδι κάποιου ευκατάστατου ανθρώπου κατά τις συνήθειες της εποχής, παρά να μείνει στο χωριό και να συνεχίσει τη δουλειά του πατέρα του που ήταν σαμαρτζής (κατασκεύαζε σαμάρια). Ξεκίνησε με έναν φίλο του για την Τρίπολη, παρά τις συνεχείς παρακλήσεις του πατέρα του να μείνει και να συνεχίσει την εργασία του. Ωστόσο ενώ στην Τρίπολη βρέθηκε εργασία για τον φίλο του, για τον Αναστάση δόθηκε παραγγελία να τον γυρίσουν πίσω στο χωριό του, καθώς τους φάνηκε στην όψη καχεκτικός και αδύνατος για να εργαστεί.
Ο Αναστάσης μη αντέχοντας και πάλι την επιστροφή στο χωριό, γρήγορα έγραψε σε έναν θείο του, τον Παναγιώτη Μητρόπουλο, να τον προσλάβει παραπαίδι στο εμπορικό του. Πραγματικά αυτό έγινε, αλλά το μαγαζί δεν είχε τόση δουλειά ώστε ο θείος του να χρειάζεται και βοηθό. Πέρασε ένα έτος μέχρι που ο θείος του βρέθηκε στο Ναύπλιο για έναν γάμο. Παντρευόταν ο Θεόδωρος Μαργέλος, γνωστός εργοστασιάρχης οινοπνευματοποιίας στο Ναύπλιο, ο οποίος την εποχή εκείνη ζητούσε προσωπικό για το εργοστάσιό του.
Έτσι ο θείος του Αναστάση βλέποντας ότι ο ίδιος δουλειά δεν είχε, πρότεινε στον Μαργέλο να πάρει τον μικρό Αναστάση στο εργοστάσιο. Παρά το γεγονός ότι η δουλειά εκεί ήταν σκληρή για ένα μικρό παιδί και διαρκούσε δεκαπέντε ώρες καθημερινώς ο Αναστάσης έμενε καθώς δεν ήθελε να επιστρέψει στο χωριό του και να γίνει σαμαρτζής. Μέχρι που μια μέρα μπερδεύτηκε στο στόμιο ενός καζανιού και κάηκε από το περιεχόμενο του καζανιού σοβαρά.
Έμεινε στο κρεβάτι τρεις μήνες και στο εργοστάσιο δεν ξαναπήγε. Εργάστηκε ως υπηρέτης στο σπίτι του αφεντικού. Αγάπησε κρυφά την κόρη του την Μαρία, που δεν τόλμησε όμως ούτε να την κοιτάξει, πόσο μάλλον να εκφράσει τα αισθήματά του για εκείνη, αφού δεν ήταν παρά ένα παραπαίδι στο σπίτι ενός πλουσίου. Συνολικά στον Μαργέλο έμεινε για επτά χρόνια. Από το 1873 έως το 1879.
Με τα χρήματα που μάζεψε την περίοδο εκείνη συνεταιρίστηκε με έναν φίλο του και αποφάσισαν από κοινού να ανοίξουν στο Ναύπλιο ένα μπακάλικο. Το μαγαζί τους πήγαινε καλά, έπρεπε όμως να το κλείσουν καθώς και οι δύο όφειλαν να κάνουν τη στρατιωτική τους θητεία. Έπρεπε πάση θυσία να ξεπουλήσουν το εμπόρευμα αλλιώς θα έχαναν τα χρήματά τους. Εκείνη την εποχή από τύχη Φρούραρχος Ναυπλίου ήταν κάποιος Αναστάσιος Παναγιωτόπουλος.
Καθαρή σύμπτωση, καθώς συγγένεια με το νεαρό Αναστάση δεν υπήρχε. Ωστόσο ο Αναστάσης παρουσιάστηκε στον Φρούραρχο και στο όνομα “των κοινών ονομάτων τους” ζήτησε να υπηρετήσει στο Ναύπλιο, ώστε στις εξόδους του να διευθετήσει το ζήτημα του εμπορεύματος του μπακάλικου. Έτσι κι έγινε. Ο Αναστάσης έμεινε στο Ναύπλιο όπου υπηρέτησε τη θητεία του ως τεχνίτης ξυλουργός στο οπλοστάσιο.
Όταν απολύθηκε ο Αναστάσης και με τα χρήματα που είχε από το εμπόρευμα του μπακάλικου, που είχε καταφέρει στο μεταξύ να πωλήσει, αγόραζε φρούτα και λαχανικά και με ένα μουλάρι τα έφερνε στον Πειραιά. Αυτή υπήρξε ουσιαστικά η πρώτη επαφή του με την πόλη!
Σε μια από τις εμπορικές του επισκέψεις στον Πειραιά συναντήθηκε με δύο γνωστούς του από το Ναύπλιο, τους Παύλο Μαστάλο και Αθανάσιο Τσαλίκη που ήταν ήδη πετυχημένοι εργοστασιάρχες. Αυτοί τον συμβούλεψαν ότι αν θέλει να μείνει στον Πειραιά και να πιάσει χρήματα στα χέρια του θα πρέπει να γίνει αργυραμοιβός! Ο Πειραιάς τότε ήταν πόλη με μεγάλες εμπορικές ευκαιρίες. Οι περισσότεροι έμποροι στον Πειραιά αναζητούσαν χρήματα για να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους κι άλλοι να στήσουν νέες. Η ευκαιρία για όσους ήταν αργυραμοιβοί (δηλαδή σαράφηδες) ήταν μεγάλη. Ο Παναγιωτόπουλος αποφάσισε ότι θα γινόταν σαράφης στον Πειραιά!
Άνοιξε το πρώτο σαράφικο στην Τρούμπα, που ήταν όμως κινητό. Έστησε έναν πάγκο που ο Παναγιωτόπουλος τοποθετούσε στις εισόδους διαφόρων κτηρίων για να μη βρέχεται. Όμως το κέρδος του ήταν μεγάλο, καθώς οι περισσότεροι τότε αναζητούσαν χρήματα για τις δουλειές τους. Η δουλειά του σαράφη για τον Παναγιωτόπουλο απέδιδε κέρδος και σύντομα απέκτησε πολλά χρήματα. Τότε ο Αναστάσιος έκανε εκείνο που από παιδί είχε στο μυαλό του.
Ζήτησε σε γάμο την κόρη του παλαιού του αφεντικού από την εποχή του Ναυπλίου. Ζήτησε την Μαρία Μαργέλου την οποία επιθυμούσε από μικρός, αλλά δεν τολμούσε καν να κοιτάξει καθώς ήταν το παραπαίδι του εργοστασιάρχη. Έτσι τον Ιανουάριο του 1889 έγινε ο γάμος του πλούσιου πλέον “Πειραιώτη” σαράφη Παναγιωτόπουλου με την κόρη του επίσης πλουσίου εργοστασιάρχη Μαργέλου.
Η εργασία του Παναγιωτόπουλου στο μεταξύ βρίσκει νέους δρόμους οικονομικής ανάπτυξης. Χωρίς πολλές διατυπώσεις ο Παναγιωτόπουλος εξαργυρώνει τσεκ που οι ομογενείς στην Αμερική στέλνουν πίσω στην πατρίδα για να βοηθήσουν τις οικογένειές τους. Η μετανάστευση στη χώρα των ευκαιριών αποτελεί την κύρια επιλογή των Ελλήνων. Από όλη την Ελλάδα κατεβαίνουν στον Πειραιά για να αναχωρήσουν με πλοία για την Αμερική. Στον Πειραιά ταχυδρομούν και τα πρώτα τσεκ τους οι μετανάστες για να μπορούν οι συγγενείς τους να τα εξαργυρώσουν. Και οι περισσότεροι προτιμούν να το κάνουν στο δρόμο, στο κινητό σαράφικο του Παναγιωτόπουλου στην Τρούμπα, που οι διατυπώσεις είναι ανύπαρκτες όπως και οι ερωτήσεις….
Ο δρόμος για τη δημιουργία της “Τράπεζας Παναγιωτόπουλου” είναι πλέον ανοιχτός!
Η Τράπεζα Παναγιωτόπουλου, που στην ουσία ξεκίνησε από το πάγκο της Τρούμπας (με αρχικό ποσό 1000 δραχμών, από την πώληση του εμπορεύματος του μπακάλικου του Ναυπλίου), έφτασε να εμφανίζει το 1890 κύκλο ημερήσιων συναλλαγών ύψους 30 εκατομμυρίων δραχμών! Αποτελούσε ύστερα από την Εθνική Τράπεζα, ένα από αρχαιότερα πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα. Μονάχα το κατάστημα της τράπεζας στον Πειραιά απασχολούσε 55 υπαλλήλους, ενώ η τράπεζα μέσω αντιπροσώπων έδινε παρουσία σε 250 διαφορετικά σημεία της επικράτειας!
Δημιουργήθηκε υποκατάστημα και στην Αθήνα το οποίο όμως δεν πηγαίνει καλά. Ίσως διότι η Αθήνα δεν διέθετε βιομηχανία, υψηλό εμπόριο και ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Ωστόσο ο ρυθμός ανάπτυξης της επιχείρησης είναι ιλιγγιώδης. Με κέντρο τον Πειραιά η τράπεζα δημιουργεί υποκαταστήματα στις Η.Π.Α. και στη Γαλλία (Παρίσι). Σε αυτά βρίσκονται επικεφαλής οι γιοι του Θεόδωρος και Γιάγκος Παναγιωτόπουλος.
Ο Αναστάσιος Παναγιωτόπουλος επεκτείνεται πλέον και σε άλλες επιχειρήσεις. Δημιουργεί επιχείρηση καπνού. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Παναγιωτόπουλος γίνεται μέτοχος στην εταιρεία “ΡΕΑ” που παρασκευάζει εμφιαλωμένα κρασιά. Δημιούργησε εταιρεία ελαστικών, αγόρασε ακτοπλοϊκά και φορτηγά καράβια. Επί πενήντα χρόνια ο “Οίκος Παναγιωτόπουλου” διαδραμάτιζε κυρίαρχο ρόλο στην Πειραϊκή βιομηχανία, ναυτιλία και εμπόριο και φυσικά στον τραπεζικό τομέα.
Για το σκοπό αυτό συναντούμε το όνομα Παναγιωτόπουλου σε διαφορετικές επιχειρήσεις την εποχή εκείνη. Μέχρι και στην ίδρυση Τυπογραφείου για την οποία ο Παναγιωτόπουλος έκανε την επένδυση ενός εκατομμυρίων δραχμών. Όταν τον ρώτησαν σε τι εξυπηρετούσε η δαπάνη αυτή εκείνος απάντησε:“Σε τίποτα, ωστόσο καθήκον των πλουσίων είναι να δημιουργούν διάφορες επιχειρήσεις για να βρίσκουν εργασία εκείνοι που θέλουν να εργαστούν αλλά δεν έχουν τα μέσα”.
Το ζεύγος Αναστάσιου και Μαρίας Παναγιωτόπουλου απέκτησαν συνολικά επτά παιδιά. Γνώριζε προσωπικά όλους τους επιχειρηματίες του Πειραιά, καθώς και τις προσωπικότητες που επισκέπτονταν τότε την πόλη όπως τον Βασιλιά Πέτρο της Σερβίας που τότε ζούσε απομονωμένος στην Έπαυλη του Οριγώνη στην Καστέλλα. Οι τρεις κόρες του τέλεσαν γάμους με πετυχημένα στελέχη της Πειραϊκής κοινωνίας.
Τον μεγαλέμπορο Καζανόβα, τον βιομήχανο Βούρβουλη και τον εφοπλιστή Χατζηπατέρα. Κάθε γάμος της οικογένειας Παναγιωτόπουλου, αποτελούσε μια αφορμή καθόδου του πολιτικού κόσμου στον Πειραιά.
Ο Παναγιωτόπουλος δεν ξέχασε και το χωριό που γεννήθηκε. Το επισκέφθηκε και έφτιαξε στο κέντρο του μια στήλη αναθηματική που ανέγραφε τα ονόματα των πεσόντων συγχωριανών του σε αγώνες του έθνους.
Σε ηλικία περίπου πενήντα ετών αποφάσισε να ασχοληθεί και με την πολιτική. Το 1910 έβαλε για πρώτη φορά υποψηφιότητα για βουλευτής Αττικοβοιωτίας (εκεί υπάγονταν οι βουλευτές Πειραιώς), και εξελέγη. Έως το 1914 εξελέγη βουλευτής ακόμα δύο φορές. Στήριζε πολιτικά και οικονομικά το κόμμα των Φιλελευθέρων και υπήρξε χρηματοδότης (μέσω της Τράπεζας) του Ελευθερίου Βενιζέλου. Καθώς όμως στερείτο ακαδημαϊκής μορφώσεως δεν μπορούσε να δημιουργήσει από τη θέση του βουλευτή. Έτσι ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος του πρότεινε τη θέση του Δημάρχου Πειραιώς. Ο Πειραιάς αποτελούσε τότε το λεγόμενο “Κάστρο του Βενιζελισμού” και οι υποψήφιοι του Βενιζέλου στις δημοτικές εκλογές σχεδόν πάντα εκλέγονταν.
Όμως στην περίπτωση του Αναστασίου Παναγιωτόπουλου η εκλογή του ως Δήμαρχος Πειραιά δεν αποτελούσε μόνο επιλογή για τους ψηφοφόρους του Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά και για πολλούς άλλους Πειραιώτες καθώς γνώριζαν την οικονομική του ευρωστία και ευελπιστούσαν ότι ως δήμαρχος θα έβαζε το χέρι στην τσέπη για τον Πειραιά. Έτσι στις 24 Μαρτίου του 1914 ο Αναστάσιος Παναγιωτόπουλος εκλέγεται για πρώτη φορά Δήμαρχος Πειραιά. Διαδέχθηκε τον Δημοσθένη Ομηρίδη Σκυλίτση το γνωστό και ως στρατιώτη δήμαρχο ο οποίος ήταν περισσότερο ανεξάρτητος υποψήφιος.
Η θητεία του Αναστασίου Παναγιωτόπουλου συνέπεσε με τις δραματικές στιγμές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τον Εθνικό Διχασμό και την κατάληψη του Πειραιά από στα “συμμαχικά” στρατεύματα της ΑΝΤΑΝΤ. Η περίοδος δημαρχίας του από το 1914 έως το 1925, υπήρξε περίοδος πολιτικής ανωμαλίας.
Απομακρύνθηκε επανειλημμένα από τη θέση του και αντικαταστάθηκε από τους δημοτικούς συμβούλους Π. Ξανθάκη, Κ. Παυλούση, Α. Δρίβα και Σ. Στρατήγη. Αναλάμβανε και παρέδιδε δημαρχιακά καθήκοντα ανάλογα με το ποια πλευρά υπερτερούσε. Οι βασιλικοί ή οι βενιζελικοί. Συνεπώς δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για παραγωγή έργου στον Δήμο Πειραιώς επί των ημερών του. Η επιλογή του εκ μέρους του Ελευθερίου Βενιζέλου έγινε για λόγους επικράτησης των Βενιζελικών στο Δήμο.
Ο Παναγιωτόπουλος ως Βενιζελικός συνεργάστηκε πλήρως με τους Γάλλους στην απόβαση των τελευταίων στον Πειραιά με σκοπό την εκδίωξη των επιστράτων βασιλικών. Ο Παναγιωτόπουλος μαζί με το Δημοτικό του Συμβούλιο υποδέχονταν τους Γάλλους Αξιωματικούς και τους ανέβαζαν στην Αθήνα στο Μέγαρο Μπενάκη για να συναντηθούν με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η γαλλική Ναυαρχίδα (Προβάνς) είχε απευθείας τηλεφωνική σύνδεση με το γραφείο του Δημάρχου στο Ωρολόγιο.
Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1916 ο Αναστάσιος Παναγιωτόπουλος οργανώνει την κάθοδο του Βενιζέλου στα Χανιά. Επικοινωνεί προσωπικά με τον Γάλλο επικεφαλής τον Φουρνιέ και προσωπικά ο ίδιος του κομίζει δύο λευκώματα υπογραφών Πειραιωτών. Το πρώτο με δύο χιλιάδες υπογραφές και το δεύτερο με δέκα χιλιάδες. Πρόκειται για δήλωση Πειραιωτών αφοσιωμένων στην υποστήριξη της Γαλλίας.
Γενικώς οποιαδήποτε αναφορά στο πρόσωπο του Αναστασίου Παναγιωτόπουλου, ταυτίζεται περισσότερο με το ιστορικό χρονικό εκείνης της περιόδου και λιγότερο με το δημαρχιακό του έργο. Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, η επιστροφή του Βασιλιά Κωνσταντίνου, η Μικρασιατική καταστροφή και η άφιξη χιλιάδων προσφύγων στον Πειραιά συμβαίνουν κατά την περίοδο της τμηματικής δημαρχίας του.
Καθώς όπως αναφέραμε στερείτο μορφώσεως, είχε βάλει γαλλόφωνους στον Πειραιά να του έχουν καταγράψει γαλλικές φράσεις (με ελληνικούς χαρακτήρες) για να μπορεί να προσφωνεί τους Γάλλους επισήμους.
Γνωρίζοντας οι Γάλλοι την αμέριστη υποστήριξη που είχαν από τον Αναστάσιο Παναγιωτόπουλο, πολλές φορές του ζητούσαν να ενεργήσει και για θέματα που υπερέβαιναν τα δημαρχιακά καθήκοντα.
Κάποτε του πήγαν στο δημαρχείο τη σωρό ενός Γάλλου μηχανικού που υπηρετούσε σε τορπιλισμένο γαλλικό σκάφος για να μεριμνήσει για την ταφή του. Ο Παναγιωτόπουλος έντυσε στα μαύρα την οικογένειά του, τη γυναίκα του Μαρία και τα παιδιά του και ακολούθησαν τη νεκροφόρα άμαξα για να μη θαφτεί μόνος του ο Γάλλος μηχανικός.
Επί των ημερών του Αναστασίου Παναγιωτόπουλου έγιναν πολλές μετονομασίες πειραϊκών οδών. Τους αποδόθηκαν ονόματα συνεργατών του Ελευθερίου Βενιζέλου. Χαρακτηριστική περίπτωση η μετονομασία της Σωτήρος Διός σε Εμμανουήλ Ρέπουλη, αλλά και η επαναφορά ονομασιών που οι βασιλικοί είχαν και πάλι αλλάξει μετονομασία της Πλατείας Επιστράτων σε Πλατεία Δεξαμενής (Πηγάδας) και οδό Επιστράτων σε οδό Βενιζέλου.
Ο Αναστάσιος Παναγιωτόπουλος τιμήθηκε με τα παράσημα της Ελλάδας, Αγγλίας, Γαλλίας, Σερβίας, Αβησσυνίας και Ιεροσολύμων.
Τον Αναστάσιο Παναγιωτόπουλο διαδέχθηκε στο δημαρχιακό αξίωμα ο ένας του γιος, ο Τάκης Παναγιωτόπουλος (από 1 Δεκ. 1925 έως 14 Δεκ. 1931) ο οποίος ως γνωστό κατηγορήθηκε για κατάχρηση του δημοτικού ταμείου, συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή. Η έκπτωση δε από το αξίωμα του Δημάρχου του Τάκη Παναγιωτόπουλου οδήγησε τις Πειραιώτισσες να ψηφίσουν για πρώτη φορά σε δημοτικές εκλογές, δύο χρόνια νωρίτερα από τις υπόλοιπες Ελληνίδες. Η σύλληψη του Δημάρχου Πειραιά Τάκη Παναγιωτόπουλου οδήγησε τη χώρα σε εκλογικό χάος και την άλλοτε κραταιή “Τράπεζα Παναγιωτόπουλου” στην ολοκληρωτική καταστροφή.
Ο Αναστάσιος Παναγιωτόπουλος πέθανε στις 22 Οκτωβρίου του 1939 αφού πρώτα είδε τον γιο του Τάκη να εκπίπτει του αξιώματός του και να οδηγείται στη φυλακή και την Τράπεζα που ο ίδιος δημιούργησε να οδηγείται στην χρεωκοπία.
(Κατά τη συγγραφή χρησιμοποιήθηκαν ως πηγές: - "Αυτοδημιούργητοι Έλληνες - Ο Πελοποννήσιος Αναστάσιος Παναγιωτόπουλος", (έκδοση εφημερίδας "Κοινωνία", Ιούλιος 1940 του Σάββα Παπαδόπουλου. - Δημητρίου Σπηλιωτοπούλου "Ο Πειραιεύς και οι Δήμαρχοι της πρώτης εκατονταετηρίδος" Πειραιεύς 1939. - Ιωάννου Μελετόπουλου "Πειραϊκά", Αθήναι 1945- Γιάννη Χατζημανωλάκη "Το χρονικό μιας πολιτείας, Πειραιάς 1835 - 2005", Πειραιάς 2005. - "Δημοτικές εκλογές στο νεότερο Πειραιά από την ίδρυση του Δήμου (1835) έως σήμερα". Εφημερίδα "Χρονογράφος", φ. 5 - 13 Οκτωβρίου 1994.)