του Στέφανου Μίλεση

Tις ημέρες των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς το μυαλό μου, θέλοντας και μη, επιστρέφει πίσω στον χρόνο, όταν ήμουν παιδί ακόμα, και ο ναυτικός πατέρας μου ήταν μπαρκαρισμένος. Ο ναυτικός της εποχής εκείνης, του εξήντα, του εβδομήντα, του ογδόντα, δεν διέθετε φυσικά τα κινητά και τα δορυφορικά τηλέφωνα, ούτε το διαδίκτυο, και τις άλλες μορφές κοινωνικής δικτύωσης, που επιτυγχάνουν πλέον τη συχνή και εύκολη επικοινωνία με το σπίτι και την οικογένειά του.  

Στην εποχή που αναφέρομαι εγώ, οι ναυτικοί επικοινωνούσαν κύρια «δια αλληλογραφίας» και σε ειδικές περιπτώσεις μέσω ραδιοτηλεφώνου από την γέφυρα ασυρμάτου. Επειδή λοιπόν οι εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ανήκαν σε αυτές τις «ειδικές περιπτώσεις», δεν περιμέναμε απλώς μια επιστολή από τον μακρινό πατέρα μου, αλλά το ραδιοτηλέφωνο των εξαιρετικών περιστάσεων. Οι γιορτές για τις οικογένειες των ναυτικών, αντίθετα από τις άλλες οικογένειες, ήταν συνήθως περίοδος θλίψης και κλεισούρας στο σπίτι. Οι γυναίκες των ναυτικών τότε, με τη συντροφιά συνήθως των γονιών τους, κάθονταν στο σαλόνι συζητώντας και βλέποντας τηλεόραση, αναμένοντας ουσιαστικά εκείνο το τηλέφωνο για το οποίο αναφέρθηκα προηγούμενα. 

Γενικά τόσο ο Δεκέμβριος μήνας όσο και ο Ιανουάριος ήταν και είναι μια δύσκολη περίοδος για τους ναυτικούς όχι μόνο λόγω εορτών, αλλά και λόγω καιρικών συνθηκών. Οι θάλασσες αγριεμένες, οι καιροί δύσκολοι, τα κύματα ορθώνονταν αφρισμένα κι άγρια απειλώντας να καταπιούν τους τολμηρούς που είχαν αψηφήσει τα μετεωρολογικά δελτία και είχαν κάνει την αποκοτιά να βγουν στις θάλασσες. Τον Δεκέμβριο τα μποφόρ λυσσομανούν στα πελάγη με την θερμοκρασία να πέφτει κατακόρυφα.

Τα χειρότερα ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες, έχουν συμβεί αυτή την περίοδο. Ιστορική είναι η τραγωδία του επιβατηγού πλοίου «Χειμάρρα» όταν το 1947 βυθίστηκε στον Νότιο Ευβοϊκό ή ακόμα του 1966, του χειρότερου ναυαγίου της μεταπολεμικής εποχής, του οχηματαγωγού «Ηράκλειον» των αδελφών Τυπάλδου. Ακόμα και όσοι είχαν καταφέρει να διασωθούν τότε από τον πνιγμό, είχαν απολέσει τη ζωή τους στη συνέχεια λόγω του ισχυρού ψύχους. Η ρίψη του ανθρώπου στη θάλασσα κατά τον μήνα Δεκέμβριο, ισοδυναμεί ουσιαστικά με αυτοκτονία, καθώς ο ανθρώπινος οργανισμός αδυνατεί να αντεπεξέλθει της τρομερής θερμοκρασίας του νερού. 

Φυσικά εγώ, όπως και άλλοι συνομήλικοί μου, λόγω της νεαρής ηλικίας μας, και της αφέλειας που μας διέκρινε σαν παιδιά που ήμασταν ακόμα, αδυνατούσαμε να καταλάβουμε τον πόνο, την νοσταλγία και την θλίψη που καταλάμβανε τη μάνα μας, ειδικά την περίοδο των εορτών, που προσποιείτο ότι δεν συνέβαινε τίποτα. Παραμονή των Χριστουγέννων μπροστά στο στολισμένο δένδρο του σαλονιού, κοιτάγαμε τα λαμπάκια να αναβοσβήνουν, και τα δώρα στη βάση του τυλιγμένα στα γιορτινά τους περιτυλίγματα. Κρατούσαν μυστικό το περιεχόμενό τους, για να αποκαλυφθεί το πρωινό της επόμενης ημέρας. Έτσι συνηθίζαμε εμείς τουλάχιστον να κάνουμε ως οικογένεια. 

Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων όμως, σχεδόν πάντοτε, την διέκοπτε εκείνο το κουδούνισμα του τηλεφώνου του σπιτιού, που σήμερα το έχουμε ξεχάσει. Έχουμε πλέον εκπαιδευτεί να ακούμε μόνο ψηφιακούς ήχους. Αντίθετα εκείνος ήταν ένας αυθεντικά βαθύς ήχος μεταλλικού κουδουνιού. Πεταγόμασταν μεμιάς από τα κρεβάτια μας, όμοια με όταν συνέβαινε κάποιος σεισμός και τρέχαμε, μάλλον παραβγαίναμε, να πιάσουμε το τηλέφωνο. Όποιος σήκωνε πρώτος το ακουστικό, θα μιλούσε και πρώτος! Αυτός ήταν ο κανόνας, σαν το έπαθλο της νύχτας, η ανταμοιβή, του τρεξίματος που είχαμε κάνει. Βεβαίως ενδόμυχα όλοι γνωρίζαμε από ποιον προερχόταν η κλήση, αλλά προσποιούμασταν την έκπληξή μας.

«Εδώ ράδιο Ελλάς» έλεγε μια γυναικεία φωνή. «Επικοινωνείτε με Μαρού δύο, μιλάτε παρακαλώ» και πριν προλάβει αυτή η γυναικεία φωνή να σβήσει, ακουγόταν η φωνή του πατέρα μου μακρινή, βαθιά, χαμένη και τρεμάμενη. 

– «Έλα ποιος είναι. Στέφανε εσύ είσαι; Έτοιμος!».

Την περίοδο των εορτών, δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή η μακρινή φωνή, στην άλλη άκρη της γης ή της θάλασσας καλύτερα, μου έρχεται διαρκώς στο μυαλό, λες και ξαναζωντανεύει στα αυτιά μου και όλο ρωτάει να μάθει για εκείνα που δεν είδε, για όσα δεν άκουσε. Και πίσω από την πατρική φωνή, χίλιοι συριγμοί ακούγονταν, σαν τους μύριους δαίμονες της κόλασης να στριφογυρίζουν μέσα στη σύνδεση. Και εγώ, με την παιδική μου αφέλεια, νόμιζα ότι ήταν τα κύματα και οι άνεμοι που σφύριζαν τόσο, που ο ήχος τους έφτανε μέχρι το ακουστικό μου. Έτσι αποκωδικοποιούσα στο παιδικό μυαλό μου τα παράσιτα της επικοινωνίας… ή μήπως ήταν πράγματι ο άνεμος, αυτός ο απόκοσμος ήχος; 

Χιλιάδες γυναικείες τσιριχτές φωνές ούρλιαζαν, όμοια με τις σειρήνες της Οδύσσειας, μέσα από τα καλώδια της σύνδεσης, σε μια μορφή επικοινωνίας που σήμερα θα μας φαινόταν μάλλον πρωτόγονη. 

«Έλα πατέρα όλα καλά εδώ… έτοιμος!», 

«Μπράβο και εμείς τώρα φεύγουμε από Σιγκαπούρη και πάμε Οζάκα,… έτοιμος!». 

Και το ακουστικό του τηλεφώνου μας, γινόταν σκυτάλη και περνούσε από το ένα χέρι στο άλλο, με τελευταία εκείνη που θα ήθελε να μιλήσει πρώτη, είμαι σίγουρος για αυτό, τη μάνα μου, αλλά που άφηνε πρώτα τα παιδιά, δηλαδή εμένα και την αδελφή μου να μιλήσουμε, αντιλαμβανόμενη ίσως την έλλειψη της πατρικής παρουσίας. Εκείνες οι κλήσεις, οι εορταστικές, έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου.

Αμέσως μετά από αυτές, ο ύπνος γινόταν ήρεμος, ανέμελος, γαλήνιος. Όχι μόνο διότι είχαμε ακούσει τη φωνή του πατέρα, να μας διαβεβαιώνει ότι όλα ήταν καλά, έστω κι αν δεν ήταν, αλλά γιατί είχαμε καταφέρει να του πούμε όσα θέλαμε ή καλύτερα όσα έπρεπε να μάθει. Και δεν ήταν πάντοτε εύκολο αυτό. Όπως για παράδειγμα συνέβαινε με τους βαθμούς των σχολικών ελέγχων, που διανέμονταν από τα σχολεία λίγο πριν κλείσουν για το εορταστικό τους δεκαπενθήμερο. 

Άντε να δικαιολογήσεις στον πατέρα, μέσα στον ελάχιστο χρόνο της επικοινωνίας, για ποιο λόγο πήρες τη βάση στα μαθηματικά, τη στιγμή που πλήρωνε φροντιστήριο. Ακόμα και αν ο πατέρας δεν έλεγε τίποτα, κάποια άλλη φωνή ίσως να σε παρατηρούσε! «Να διαβάζεις περισσότερο…» παραίνεση που ενοχλούσε ακόμα περισσότερο, διότι δεν προερχόταν από τον πατέρα, αλλά από έναν ξένο, έναν τελείως άγνωστο! Ήταν από κάποιον ασυρματιστή παραπλέοντος ελληνικού πλοίου. 

Διότι οι συνομιλίες μέσω ραδιοτηλεφώνου ήταν ανοιχτής ακρόασης! Εκτός ότι γίνονταν δημόσια στον θάλαμο ασυρμάτου, ακούγονταν και από άλλα ελληνικά πλοία που τύγχαναν να παραπλέουν κοντά, αλλά και από τον ελληνικό κεντρικό σταθμό επικοινωνιών. Κάτω από τέτοιες συνθήκες οι γυναίκες των ναυτικών έπρεπε να μιλήσουν με τους ναυτικούς άνδρες τους και να «εξομολογηθούν» δημόσια τα οικονομικά του σπιτιού, τα προσωπικά τους προβλήματα, τις κακές επιδόσεις των παιδιών, και τα μύρια όσα θέματα απασχολούσαν ένα σπίτι, μια οικογένεια. Πόσοι θάνατοι, πόσα διαζύγια, πόσες χαρές και πόσες λύπες, δεν αναγγέλθηκαν πριν από την λέξη «έτοιμος»!

Ακόμα και η ήττα της ομάδας στο τελευταίο της παιχνίδι. Και δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο, να ακουστεί πάλι εκείνη η άγνωστη φωνή που λέγαμε, παρατεταμένα και λίγο βραχνά από το βάθος να λέει «κουρέλες». 
Ίδια σκηνή σε επανάληψη συνέβαινε και τη νύχτα της πρωτοχρονιάς. Εκείνο το δεύτερο τηλεφώνημα όμως ήταν σχεδόν πάντα, πλην εξαιρέσεων, πιο ανώδυνο. Οι τυχόν κακοί βαθμοί είχαν αναγγελθεί, όπως και οι ήττες της ομάδας. Πρωτάθλημα και σχολείο είχαν διακόψει αμφότερα την λειτουργία τους. Τα νέα ενός παιδιού προς τον πατέρα του είχαν λιγοστέψει και απέμεναν μόνο να ειπωθούν, ας πούμε οι γνωστές ερωτήσεις. Είσαι καλά; Τι κάνεις; Πού πάτε τώρα; Πότε φεύγετε; Πότε έρχεστε; Πώς είναι οι θάλασσες; 

Και πάντα, όλα στη συνέχεια έβαιναν καλώς καμωμένα, η καθημερινότητα συνέχιζε να ρέει, όμοια με εκείνη κάποιου, που απλώς πηγαίνει το πρωί στο γραφείο και το μεσημέρι επιστρέφει πίσω στο σπίτι, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Διότι οι οικογένειες των ναυτικών, προσποιούνταν και έκαναν ό,τι και οι άλλες, οι στεριανές. Μόνο που δεν ανήκαν σε αυτές! Ένας άλλος κόσμος, που δεν διέφερε όμως της πλειοψηφίας, αφού στις γειτονιές του Πειραιά -της εποχής που αναφέρομαι- η πλειονότητα των κατοίκων ήταν ναυτικοί. Στα σπίτια των φίλων μου, όπως και στο δικό μου, οι πατεράδες πάντα απουσίαζαν.

Ποτέ δεν θυμάμαι να ρώτησα ή να με ρωτήσουν οι φίλοι μου, «πού είναι ο πατέρας σου;» Ήταν δεδομένο ότι ήταν ναυτικός. Η πλέον συνηθισμένη ερώτηση ήταν με ποια εταιρεία ταξίδευε. Η ναυτική εταιρεία που μπαρκάρισε αποτελούσε την είδηση και όχι το επάγγελμα. Γνωστή διαφήμιση καταστήματος παιχνιδιών στην τηλεόραση, ζωντανεύει την εποχή αυτή τις θύμησες. Στο κινητό μου τηλέφωνο  μια φίλη, κόρη κι αυτή ναυτικού, με ρωτάει αν είδα την διαφήμιση μέχρι τέλους. 

«Εγώ δεν μπόρεσα» συμπληρώνει, «Συγκινούμε και κλαίω. Θυμάμαι τον συχωρεμένο τον πατέρα μου». «Το ίδιο και εγώ» της απαντώ. «Πού είσαι ρε πατέρα; Έτοιμος!».

Author

Ο Στέφανος Παν. Μίλεσης είναι Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής και Ραδιοφωνικός Παραγωγός. Από το 2016 είναι Πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.