του Στέφανου Μίλεση

Κάθε χρόνο στις 3 Οκτωβρίου στην εορτή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, του πολιούχου Άγιου των Αθηνών, εορτάζει μεγαλοπρεπώς και ένας φερώνυμος στον Πειραιά ιερός ναός, που αν και διαθέτει μια από τις πλουσιότερες ιστορίες, ωστόσο μάλλον θα πρέπει να θεωρείται αδικημένος καθώς σπανίως μνημονεύεται.

Όταν πολλοί αναφέρονται στην ιστορία της πόλης του Πειραιά μέσα από την ιστορία των εκκλησιών της, λησμονούν σχεδόν πάντοτε να αναφέρουν την αρχαιότερη εκκλησία της πόλης. Διότι αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Άγιος Σπυρίδωνας στην αρχική του μορφή ήταν Μοναστήρι, ευλόγως εξάγεται το συμπέρασμα ότι η αρχαιότερη εκκλησία πλην της Μονής, ήταν του Αγίου Διονυσίου.

Έτσι λοιπόν και παρότι είναι διαρκείς οι αναφορές στις τρεις ιστορικές παραλιακές εκκλησίες του μεγάλου λιμανιού, τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Σπυρίδωνα και την Αγία Τριάδα, λησμονείται η τέταρτη και αρχαιότερη όλων, ο Άγιος Διονύσιος! Της οποίας η ιστορία όχι μόνο είναι η μεγαλύτερη αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα!

Αναφορά στην ύπαρξη εκκλησίας υπάρχει ήδη καταγεγραμμένη από την εποχή της επανάστασης. Στο «Ημερολόγιο Πολιορκίας Αθηνών» του αγωνιστή Νικολάου Καρώρη διαβάζουμε:

 «26 Ιανουαρίου (1827):… Μετά μίαν ώραν ο εχθρός έστησε κανόνι κατά την εκκλησίαν του Αγίου Διονυσίου δεξιά της λίμνης και ήρχισε να κτυπά το ατμοκίνητον (εννοεί την Καρτερία)…. Την νύκτα περί τας 2 ώρας της νυκτός κατά παραγγελίαν των Στρατηγών εκβήκαν μερικοί Έλληνες εις τα παραιτημένα από τους Τούρκους χανδάκια των Μνημάτων και εκείθεν ετουφέκιζον αλαλάζοντες και προσποιούμενοι ότι θα επιπέσουν εις τους εχθρούς».

Δηλαδή σε μια από τις επιθέσεις που ενήργησε ο Κιουταχής για την ανακατάληψη του λόφου της Καστέλλας το 1827 που είχε πέσει σε ελληνικά χέρια, ο αγωνιστής Νικόλαος Καρώρης μας πληροφορεί ότι επίθεση με χίλιους άνδρες ενεργήθηκε από την πλευρά της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου. Μάλιστα στην περιγραφή του καταγράφει και την ύπαρξη «λίμνης», στάσιμων δηλαδή υδάτων που δεν είναι άλλο από τα μεταγενέστερα βούρλα που αποτέλεσαν σημείο αναφοράς σε όλη τη γύρω περιοχή.

Αναφέρει επίσης όπως είδαμε ότι οι Τούρκοι πυροβολούσαν από τα χαντάκια των μνημάτων καταδεικνύοντας το γεγονός ότι ο Άγιος Διονύσιος που αποτέλεσε στη συνέχεια το πρώτο κοιμητήριο του Δήμου Πειραιά, επιτελούσε όμοια λειτουργία και τότε, πριν ακόμα από την δημιουργία του. 

Άμεσα γεννιέται λοιπόν το ερώτημα ποιών ανθρώπων λειτούργησε κοιμητήριο πριν την δημιουργία του Δήμου Πειραιώς το 1835; Ο Πειραιάς πριν το 1835 ήταν μεν έρημος αλλά όχι τελείως έρημος. Σποραδικά υπήρχαν κάποια υποστατικά Αθηναίων ιδιοκτητών.

Άλλοτε οι ίδιοι κι άλλοτε αγρότες μισθωμένοι από τον κύριό τους καλλιεργούσαν τα μποστάνια ή διατηρούσαν κάποιες καλλιέργειες. Σε τακτές αποστάσεις άλλωστε υπήρχαν φτιαγμένα πηγάδια για την εξασφάλιση ποτιστικού ύδατος των οποίων η ύπαρξη ήταν καταγεγραμμένη στα σκαριφήματα των οπλαρχηγών.

Γύρω από αυτά τα πηγάδια κατά τις μάχες του 1827 έγιναν φονικές μάχες για την κατάληψή τους. Ένα ακόμα στοιχείο που επιβεβαιώνει την ύπαρξη κτημάτων και εκμεταλλεύσιμης γης στον Πειραιά ήταν και οι διάφορες μάντρες που χώριζαν τα υποστατικά και που προσδιορίζονταν από το όνομα του ιδιοκτήτη τους όπως η μάντρα του Χαϊμαντά στο Φάληρο.

Υπήρχε λοιπόν η εκκλησία του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη του πολιούχου Άγιου των Αθηνών αφού Αθηναίοι ήταν οι περισσότεροι που διατηρούσαν ιδιοκτησίες γης στον έρημο Πειραιά. Εκεί εκκλησιάζονταν οι λιγοστοί δουλευτές της γης και μάλιστα διατηρούσαν όπως μας πληροφορεί ο Καρώρης και κοιμητήριο πλησίον αυτής.

Όμως την ύπαρξη της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου δεν τη βεβαιώνει μόνο ο Καρώρης αλλά και ο Διονύσιος Σουρμελής στο έργο του “Ιστορία των Αθηνών” (κεφάλαιο 29), αλλά και ο Δημήτριος Φωτιάδης στο έργο του “Ο Καραϊσκάκης” (…. τρέχουν να τρυπώσουν στην εκκλησιά του Άη Διονύση όπου βρισκόταν ο αρχηγός τους….).  

Η έλευση της πολυπόθητης ελευθερίας και η δημιουργία της πόλης του Πειραιά, σύντομα έφεραν και την αντικατάσταση του μικρού αρχικού ναού με έναν μεγαλύτερο, έργο που επιτεύχθηκε κατά το πλείστον με συνεισφορές πιστών. Ο νέος ναός είναι με διπλά καμπαναριά στην πρόσοψη, μακρόστενος με κεραμίδια και θυμίζει έντονα την εκκλησία της Αγίας Τριάδας από το 1936 κι έπειτα, όταν απέκτησε κι αυτή στην πρόσοψη διπλά κωδωνοστάσια. Ίδιες ανάγκες παρουσιάστηκαν όμως και για την έκταση του κοιμητηρίου.

Ο Πειραιάς πληθυσμιακά με τα χρόνια αυξανόταν, και οι ανάγκες του κοιμητηρίου το ίδιο!  Γρήγορα υψώνεται μια μάνδρα οριοθέτησης του κοιμητηρίου, για την προστασία των μνημάτων (1844). Οι επεκτάσεις αυτού του κοιμητηρίου καταγράφουν επί της ουσίας την ιστορία της πόλης. Μια το 1851 για την δημιουργία τμήματος καθολικών κι άλλες το 1855 και 1856 όταν ο κόσμος πεθαίνει κατά χιλιάδες από τη χολέρα που οι Γάλλοι κουβάλησαν στον Πειραιά από την Κριμαία. 

Ο Άγιος Διονύσιος στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως διακρίνεται πίσω από το σιδηροδρομικό Σταθμό Λαρίσης

Ο Άγιος Διονύσιος για χρόνια θεωρείται άκρη της πόλης. Γράφει ο Άγγελος Κοσμής στο βιβλίο του «Περασμένα κι αλησμόνητα – Πειραϊκές αναμνήσεις – 1938» περιγράφοντας τις ενθυμήσεις του από τον Πειραιά του 1890. «Ο Άη Διονύσης ήταν το σημείο πέραν του οποίου θα μπορούσε να γράψει κανείς “Μη περαιτέρω”.

Έως εκεί έφθαναν οι παλαιοί Πειραιώτες και μόνο σκοπό να αποθέσουν τους πεθαμένους τους.»Στο κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου ενταφιάστηκαν όλες οι μεγάλες και σπουδαίες προσωπικότητες της πόλης μας, που συνέδραμαν τόσο στην ίδρυσή της όσο και στην μετέπειτα ανάπτυξή της. Σπουδαία μνήματα φιλοτεχνημένα από μεγάλους γλύπτες της εποχής βρέθηκαν να δεσπόζουν στο χώρο του. Όταν αυτά έπρεπε να μεταφερθούν αργότερα στο νέο κοιμητήριο της «Ανάστασης» τα περισσότερα καταστράφηκαν.

Έργα μεγάλων γλυπτών χάθηκαν οριστικά χωρίς καν να καταγραφεί η ύπαρξή τους. Το ίδιο συνέβη και με σπουδαίους αγωνιστές της επανάστασης που όταν ανέτειλε η ελευθερία αποφάσισαν να εγκατασταθούν στον Πειραιά. Όταν πέθαναν πολλοί από αυτούς ενταφιάστηκαν στο κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου.

Η μεταφορά όμως στην «Ανάσταση» εκτός από την καταστροφή των μνημείων προκάλεσε και την απώλεια οστών, την εξαφάνιση τάφων και ενταφιασμένων. Τα ταφολόγια του Αγίου Διονυσίου δυστυχώς χάθηκαν και ελάχιστα γνωρίζουμε για την εποχή εκείνη. Ανάμεσα στα μεταφερθέντα μνήματα που διασώθηκαν ήταν και του φερόμενου ως πρώτου οικιστή του Πειραιά του Γιαννακού Τζελέπη.

Ένα γεγονός που καθυστέρησε τη μεταφορά των μνημάτων στο νέο κοιμητήριο της «Ανάστασης»  ήταν ότι οι γιατροί της εποχής, απαγόρευσαν την εκταφή νεκρών από τον Άγιο Διονύσιο και την μεταφορά τους στο νέο νεκροταφείο, με την αιτιολογία της μετάδοσης της χολέρας από τους νεκρούς του 1854!

Αυτή η αιτιολογία όσο παράξενη κι αν μας φαίνεται σήμερα, τότε αποτελούσε ένα γεγονός που δημιουργούσε πανικό, καθώς ήταν ακόμα νωπές στην συλλογική μνήμη οι εικόνες των χολεριασμένων που πέθαιναν στον δρόμο και ειδικά των παιδιών.

Τα εγκαίνια του νέου νεκροταφείου έγιναν τον Απρίλιο του 1904. Ακόμα όμως και από τα εγκαίνια του κοιμητηρίου της «Ανάστασης» θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια με τον Άγιο Διονύση και τον περιβάλλοντα χώρο του να παραμένει ένα κοιμητήριο σε λειτουργία κάνοντας μνημόσυνα, με συγγενείς να επισκέπτονται τα μνήματα, έστω κι αν δεν εκτελούνται σε αυτό νέες ταφές.

Οι πρόσφυγες του νεκροταφείου του Αγίου Διονυσίου

Τότε στον περιβάλλοντα χώρο του Αγίου Διονυσίου συμβαίνει το εξής γεγονός. Ερχόμενοι οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922, αναζητούν χώρους προς εγκατάσταση. Ανάμεσά τους πρώτος στο λιμάνι που δεσπόζει από τα καταστρώματα των πλοίων είναι ο Άγιος Διονύσιος με το κοιμητήριό του. Οι πρόσφυγες αποβιβάζονται και με ευτελή υλικά δώθε κείθε, με σανίδες και τενεκέδες, στήνουν παραπήγματα ανάμεσα στα μνήματα. Ο λόγος ήταν απλός. Αναζητώντας στις ασταθείς κατασκευές τους σταθερά σημεία τα μόνα που βρήκαν ήταν τα μαρμαρόστρωτα μνήματα. Οι τρίπλευρες παράγκες τους στήνονται έχοντας σημείο την σταθερή τέταρτη πλευρά που είναι η πλευρά του μνήματος. 

Οι οικογένειες τραβιούνται στο εσωτερικό των παραπηγμάτων και τη νύχτα τοποθετούν τα προσκέφαλά τους προς τα εκεί που βρίσκεται το μαρμάρινο μνήμα. Είναι το μόνο σημείο της ευτελούς κατοικίας τους που παρέχει ασφάλεια από τους ανέμους και τη βροχή του χειμώνα. Είναι το μόνο σημείο που δεν κινδυνεύει να πέσει πάνω τους όταν ο άνεμος δυναμώσει. Δίπλα στις χαμηλές παράγκες τους ξεπροβάλλουν εξωπραγματικές μαρμάρινες φιγούρες, τύμβοι και μαρμάρινοι άγγελοι. 

Οι νεκροί παραμερίζονται και οι τελευταίες κατοικίες τους καταλαμβάνονται από τους ζωντανούς. Οι νεκροί άλλωστε δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν. Οι συγγενείς που πήγαιναν στα μνήματα διαμαρτύρονται. Μιλούν για βέβηλες ανίερες πράξεις, στέλνουν υπομνήματα στους επιτρόπους της εκκλησίας και στο Δήμο. Μα ποιος στην πραγματικότητα μπορεί να διώξει βίαια ζωντανούς για να προστατεύσει πεθαμένους; Κανείς!

Έτσι τα παραπήγματα του νεκροταφείου του Αγίου Διονυσίου επεκτείνονται διαρκώς. Τα παραπήγματα πολιορκούν ασφυκτικά και από την εξωτερική πλευρά το κοιμητήριο. Ειδικά από την ηπειρωτική πλευρά της εκκλησίας μια συνοικία στήνεται που στην ουσία αποτελεί προέκταση της κατάστασης που επικρατεί και μέσα στο κοιμητήριο. Σήμερα το οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Θεσμοφορίου, Κάστορος, Θερμοπυλών και Ακτής Κονδύλης παρέμεινε ανέγγιχτο από το χρόνο και μας δίνει μια εικόνα για το πώς ήταν η κατάσταση της περιοχής πέριξ της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου. 

Άποψη παρόδου Θερμοπυλών
Άποψη παρόδου Κάστορος
Συμβολή Κάστορος και Θερμοπυλών

Σταδιακά οι μαρμάρινες πλάκες των μνημάτων αφαιρούνται και γίνονται πάτωμα στα προσφυγικά σπίτια για να αποφύγουν οι ένοικοι τη λασπουριά των βροχών. Η στέγη των νεκρών γίνεται πάτωμα των ζωντανών. Το παράδειγμα ακολουθεί ουσιαστικά και η ίδια η εκκλησία όταν αποφασίζει να στρώσει στη σειρά τις μαρμάρινες πλάκες των τάφων για να φτιάξει το πλακόστρωτο –το μόνο κενό χώρο- που είχε απομείνει μπροστά από το ναό. Έτσι οι εισερχόμενοι στο ναό πατούν πάνω σε πλάκες που έχουν χαραγμένα διάφορα επιτύμβια. 

Καταγράφει τότε ο Ν. Γιοκαρίνης στην εφημερίδα «Η Πρωΐα» (φ. 11.5.1931) ότι ένα από αυτά τα μάρμαρα έχει χαραγμένο πάνω του το εξής:

 «Άνθρωπε, ανάγνωθι, διδάσκουσι και οι τάφοι. Εβίωσα επί της γης 58 έτη. Εν πρόγραμμα κατενόησα άξιον εφαρμογής παρά παντός ανθρώπου. Υπέρ τούτου ελάλησα και έδρασα ζων. Τούτο ιδού εγχαράττεται και επί της πλακός του τάφου μου: Μελέτα τους λόγους του Ιησού, πίστευε σε αυτούς, πράττε κατ΄ αυτούς. Πλην τούτο το παν ματαιότης. Α. Ν. Καστριώτης».

Έτσι το απόσταγμα σοφίας του 58χρονου θανόντος αποτελούσε το καλωσόρισμα σε όσους εισέρχονταν στην εκκλησία. Ολόγυρα αυτοσχέδιες κατασκευές, παράδοξα ψηλές, χωρίς θεμέλια, φτιαγμένες από ετερόκλητα υλικά επιβεβαίωναν τη ματαιότητα του κόσμου. Μέγαρα και υποστατικά, άμαξες και υπηρέτες, ασημικά και λίρες, έμειναν πίσω στην πατρίδα την καμένη, την βιασμένη και παρμένη από τους Τούρκους. Και οι αλλοτινοί άρχοντες της Σμύρνης και της Ιωνίας βρέθηκαν μέσα σε μια μέρα πρόσφυγες του νεκροταφείου του Αγίου Διονυσίου.

Όταν τα πλοία προσεγγίζουν το λιμάνι του Πειραιά για χρόνια αργότερα οι επιβάτες από τα καταστρώματα θα γίνονται μάρτυρες ενός παράδοξου θεάματος. Ζώντες και νεκροί θα συμβιώνουν στον ίδιο χώρο. Άνθρωποι θα μαγειρεύουν, παιδιά θα παίζουν ανάμεσα σε μνήματα. Η ζωή θα βρει καταφύγιο εκεί που υπήρχε μόνο θάνατος!

Αυτή η εικόνα θα παραμείνει αναλλοίωτη μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Καθώς η περίπτωση της βίαιας έξωσης είχε αρχικά αποκλειστεί ήδη από τις αρχές της ίδιας δεκαετίας είχαν δοθεί κίνητρα στους πρόσφυγες για να φύγουν οικειοθελώς. Χορηγείτο ένα ποσό που κυμαινόταν μεταξύ 800 και 1.200 δραχμών σε κάθε οικογένεια αναλόγως της εκτάσεως που είχε καταλάβει η παράγκα τους μέσα στο νεκροταφείο.

Το ποσό αυτό όμως ήταν μικρό και η αποδοχή είσπραξής του από την οικογένεια δεν θα μετέβαλε την κατάστασή της προς το καλύτερο. Έτσι οι οικογένειες δεν έφευγαν. Τα χρόνια πέρασαν μέχρι που τελικώς το νεκροταφείο καταργήθηκε από τους ίδιους τους πρόσφυγες οριστικά.

Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μνήματα μεταφέρονταν ή απλά εξαφανίζονταν καθώς βρίσκονταν στις εισόδους ή ακόμα και εντός προσφυγικών κατοικιών. Σταδιακά από τα μνήματα δεν έμεινε τίποτα που να θυμίζει την ύπαρξή τους παρά ελάχιστες επιτύμβιες κολώνες στην είσοδο του σημερινού ναού.

Στην οδό Θερμοπυλών
Στην οδό Θερμοπυλών
Κάστορος και Θεσμοφορίου

Ένα από τα ωραιότερα γλυπτά το οποίο διασώθηκε ευτυχώς, καθώς μεταφέρθηκε, υπήρξε και η «Μνηστευμένη νεκρά» του Τηνιακού γλύπτη Δημητρίου Φιλιππότη που έργο του επίσης ήταν και ο «Ξυλοθραύστης» στην Αθήνα. Η «Μνηστευμένη Νεκρά» είχε φιλοτεχνηθεί για τον τάφο του Δημητρίου Σεφερλή που υπήρξε ένας από τους πρώτους οικιστές του Πειραιά, που είχε δημιουργήσει επίσης και το πρώτο κυλινδρόμυλο. Όταν το κοιμητήριο καταργήθηκε η ενοριακή επιτροπή του Αγίου Διονυσίου αποφάσισε να το κρατήσει γνωρίζοντας την καλλιτεχνική του αξία αλλά και γνωρίζοντας επίσης την τύχη που είχαν τα περισσότερα μνήματα όταν ξηλώθηκαν.

Η «μνηστευμένη» κρυμμένη από τα έλατα και τη μάνδρα, παρέμεινε για χρόνια στον Άγιο Διονύσιο, μέχρι που το Νοέμβριο του 1958 που απόγονοι της παλαιάς πειραϊκής οικογένειας απαίτησαν τη μεταφορά της και την τοποθέτησή της στο μνήμα Σεφερλή στην «Ανάσταση» όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα.  (Διαβάστε για τη “Μνηστευμένη νεκρά του Αγίου Διονυσίου”).

Μια από τις έντονες διεκδικήσεις του Συμβουλίου της ενορίας του Αγίου Διονυσίου ήταν τη δεκαετία του 1930, η μεταφορά του αγάλματος του πρωτεργάτη του Πειραϊκού Λιμένα Δημητρίου Καλλιμασιώτη που την εποχή εκείνη είχε τοποθετηθεί στην παραλία απέναντι περίπου από το κτήριο του ηλεκτρικού σταθμού Αθηνών – Πειραιώς. Το αίτημα για την τοποθέτηση της προτομής στον προαύλιο χώρο του ναού απορρίφθηκε και έτσι η δυστυχισμένη προτομή του δημιουργού του σύγχρονου λιμανιού του Πειραιά, έμεινε καταδικασμένη στην αφάνεια, κρυμμένη σε κάποιο κηπάκι μπροστά από την προβλήτα της Τρούμπας.

Όταν η προτομή του Καλλιμασιώτη είχε τοποθετηθεί απέναντι από το κτήριο του “Ηλεκτρικού Σταθμού”

Ο ναός του Αγίου Διονυσίου από τα πρώιμα χρόνια της ύπαρξης του Δήμου Πειραιά λειτούργησε σε ένα δύσκολο κοινωνικά περιβάλλον. Σε κοντινή απόσταση λειτούργησε το χαμαιτυπείο των Βούρλων έναν πόλο έλξης κάθε λογής ανθρώπων του υποκόσμου. Επίσης σε κοντινή απόσταση από την εκκλησία λειτουργούσε τόπος εκτελέσεων όπου οι καταδικασμένοι σε θάνατο εκτελούνταν είτε δια τουφεκισμού, είτε δια καρατόμησης.

Οι εκτελέσεις προγραμματίζονταν και γίνονταν ομαδικά ανά τακτά χρονικά διαστήματα με ένα ταξίδι του πλοίου “Ευρώτα”, καθώς τα δρομολόγια για μια μόνο εκτέλεση κόστιζαν…

Στο συγκεκριμένο ταξίδι του ο «Ευρώτας» μετέφερε του Δήμιους από το Ναύπλιο μαζί με το θανατηφόρο εξάρτημά τους, τη Λαιμητόμο, στον Πειραιά. Οι καρατομήσεις έδιναν και έπαιρναν ακόμα και τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Η τελευταία χρήση της λαιμητόμου στην Ελλάδα έγινε το 1911 όπου εκτελέσθηκαν 22 εγκληματίες. Καρατομήσεις λοιπόν από τη μια πλευρά, η μάνδρα των Βούρλων από την άλλη, ο ναός του Αγίου Διονυσίου αποτέλεσε μια νησίδα ηρεμίας μέσα σε ένα ασταθές και δύσκολο περιβάλλον.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ξεκίνησε η κατεδάφιση του δεύτερου κατά σειρά ναού του Αγίου Διονυσίου για να οικοδομηθεί στη θέση του ο ναός που υπάρχει σήμερα, ο οποίος να αναφερθεί πως μοιάζει πολύ με το Μητροπολιτικό ναό του Πειραιά την Αγία Τριάδα. Η εκκλησία του Αγίου Διονυσίου είναι ίδια με της Αγίας Τριάδας αλλά σε μικρογραφία! 

Έτσι η ιστορία θέλησε να καταγράψει στον Πειραιά το εξής παράδοξο. Ο δεύτερος ναός της Αγίας Τριάδας απέκτησε πρόσοψη με διπλά κωδωνοστάσια μιμούμενος το ναό του Αγίου Διονυσίου, ενώ ο τρίτος κατά σειρά ναός του Αγίου Διονυσίου, αντέγραψε τον τρίτο επίσης ναό της Αγίας Τριάδας, αμφότεροι βυζαντινού ρυθμού. Ο παλαιός ναός του Αγίου Διονυσίου στην Ακτή Κονδύλη άρχισε να κατεδαφίζεται από το Νοέμβριο του 1965. 

Πάνω η Αγία Τριάδα – Κάτω ο Άγιος Διονύσης

Όπως ο ναός του Αγίου Νικολάου ήταν η εκκλησία προσευχής αποχαιρετισμού χιλιάδων Ελλήνων που αναχωρούσαν με πλοία για Αμερική και Αυστραλία, έτσι και ο Άγιος Διονύσιος ήταν το σημείο της τελευταίας προσοχής, της τελευταίας ματιάς δεκάδων επίσης μεταναστών που αναζητούσαν την τύχη τους σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.

Κατά δεκάδες αναχωρούσαν οι αμαξοστοιχίες από τον παρακείμενο σταθμό του Λαρίσης (Αγίου Διονυσίου) για Γερμανία και Βέλγιο κυρίως. Μάλιστα ένας από τα πιο όμορφα μαρμάρινα προσκυνητάρια που συνήθιζαν να τοποθετούν οι διάφορες εκκλησίες σε κεντρικά σημεία της πόλης για ερανικούς σκοπούς, ήταν το μαρμάρινο προσκυνητάρι (στην δημώδη έκφραση «μαρμάρινο ζητιάνο») είχε τοποθετήσει η ενοριακή επιτροπή του Αγίου Διονυσίου στην αποβάθρα του σταθμού Λαρίσης. Ήταν το πιο επιβλητικό σε μέγεθος μαρμάρινο προσκυνητάρι από όλα εκείνα που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα στον Πειραιά. Τελευταία φορά που το είδα το φωτογράφισα. 

Συνδρομή Αγίου Διονυσίου
Author

Ο Στέφανος Παν. Μίλεσης είναι Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής και Ραδιοφωνικός Παραγωγός. Από το 2016 είναι Πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.