του Στέφανου Μίλεση
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μετά την πετυχημένη ολοκλήρωση των επιχειρήσεων στο Δίστομο, όπου βρισκόταν εγκατεστημένος, έλαβε εντολή από την Κυβέρνηση να συνδράμει στην Αττική, καθώς οι Έλληνες είχαν ήδη διενεργήσει απόβαση με επικεφαλής τον Θωμά Γκόρντον και είχαν καταλάβει το ύψωμα της Καστέλλας και άλλες θέσεις.
Ο Καραϊσκάκης πραγματικά κατά τις 23 Φεβρουαρίου 1827 έφτασε και εγκατέστησε το στρατόπεδό του στην Ελευσίνα. Αφού του πήρε λίγες μέρες να διευθετήσει τα σχετικά με την εγκατάσταση, επισκέφθηκε νύχτα το πεδίο όπου θα επιχειρούσε, δηλαδή τον Πειραιά, έχοντας συνοδεία μόνο τον Γιαννάκη Λογοθέτη. Είχαν διατρέξει με τα άλογά τους όλο το Φάληρο και τον Πειραιά και ο Ρουμελιώτης αρχηγός είχε ξεχωρίσει ένα σημείο ως το πλέον καταλληλότερο. Ήταν λόφος, είχε πέτρες για να οικοδομήσουν ταμπούρια, είχε νερό και είχε επίσης θέα άπλετη ολόγυρα. Αν και αποφάσισε, δεν είπε σε κανέναν τίποτα, ούτε καν στο Λογοθέτη που τον συνόδευε.
Την ίδια εποχή στην κοντινή Σαλαμίνα είχε δημιουργηθεί μια κατάσταση που δεν ήταν αρεστή στον Καραϊσκάκη. Η Σαλαμίνα θεωρείτο από τους Έλληνες ένα πραγματικό άσυλο ηρεμίας. Βρίσκονταν πολλοί άνδρες όπου στο όνομα της ανάπαυσης, τριγύριζαν άσκοπα και δεν τους έκανε καρδιά να φύγουν. Ο Καραϊσκάκης δεν ήθελε να ακούει και να βλέπει μάχιμους άνδρες να περιφέρονται ασκόπως ή να είναι οκνηροί (αργοί) ενώ θα έπρεπε να πολεμούν. Την απέχθειά του στους οκνηρούς άνδρες δείχνει και το εξής περιστατικό. Στο στρατόπεδό του στην Ελευσίνα είχε στήσει μια μεγάλη σκηνή φερμένη από το Δίστομο που ανήκε προγενέστερα στον Ομέρ Πασά. Σε αυτήν φώναζε κάθε πρωί τους Αξιωματικούς του όπου τους κερνούσε ένα φλιτζάνι καφέ και μιλούσαν μεταξύ τους. Εκεί είδε έξω από τη σκηνή έναν αξιωματικό του (οπλαρχηγό) τον Λοβέρδο που περιφερόταν χωρίς άρματα μέσα στο στρατόπεδο.
Τον φώναξε και τον ρώτησε
– «Τι είσαι εσύ;»,
– «Άνθρωπος» απάντησε μάλλον ειρωνικά εκείνος.
– «Και τι θες εδώ» τον ρώτησε ο Καραϊσκάκης.
– «Ήρθα να σεργιανίσω» απάντησε ο «ξένοιαστος περιπατητής».
– «Και τι είναι ρε το στρατόπεδο για να σεργιανίσεις;» του είπε θυμωμένα.
Έκανε ο Λοβέρδος κάτι να απαντήσει και ο Καραϊσκάκης διέταξε να τον σύρουν έξω από το στρατόπεδο.
– «Αργούς και θεατές στον στρατό δεν δέχομαι» είπε ο Ρουμελιώτης αρχηγός απευθυνόμενος στους άνδρες του
– «Είναι δειλοί (οι τεμπέληδες) και έρχονται στους στρατούς προσθέτοντας σε αυτούς δειλία παρά θάρρος. Τέτοιους ανθρώπους να μην τους πλησιάζετε διότι έχουν ψώρα» είπε δείχνοντας ξεκάθαρα ότι απαιτούσε άνδρες να δρουν και όχι να είναι οκνηροί.
Όσο βρισκόταν το στρατόπεδο στην Ελευσίνα ολοένα άνδρες έρχονταν από τη Σαλαμίνα να συνδράμουν κι έτσι η δύναμη ανήλθε στους 3.500 άνδρες. Τότε ο Καραϊσκάκης κάλεσε τους οπλαρχηγούς για να τους κάνει γνωστό το σχέδιο της επίθεσης στον Πειραιά. Πριν τους ανακοινώσει όμως την απόφασή του, τους απεύθυνε δύο λόγια:
– «Η θέση που διάλεξα να πιάσουμε και να στήσουμε το ορδί μας είναι κοντά στο ορδί των εχθρών. Οι Τούρκοι είναι πολλοί, είδατε όμως τι έπαθαν όπου τους πολεμήσαμε με τη βοήθεια του Θεού. Είδατε τι τους έκανε και εκείνος ο Χριστόφορος Περραιβός που τους γάμησε το κέρατο. Πόσο περισσότερο εσείς που έχετε μάθει να τους νικάτε παντού».
Και αφού είπε αυτά έσκυψε έως κάτω στη γη όπου είχε απλώσει έναν χάρτη, τους έδειξε αμίλητος με το δάκτυλο το σημείο όπου θα εφορμούσαν. Ήταν το Κερατσίνι! Από τα χείλη του ωστόσο δεν ακούστηκε η λέξη «Κερατσίνι», ούτε είχε τοποθετήσει τον χάρτη πάνω σε ένα τραπέζι (παρότι υπήρχε), αλλά κάτω στη χώμα, για να μην ακουστεί ή γίνει φανερή η απόφασή του στους έξω από τη σκηνή. Ήθελε να κρατηθεί μυστική η τοποθεσία πάση θυσία.
– «Ιδού η θέση που θα πιάσουμε. Τσουγκρί καλό και πέτρες πολλές. Έχει εκεί κοντά και ένα πηγάδι με νερό, ενώ η τροφή θα έρχεται με πλοία από τον κοντινό όρμο».
Διέταξε τους άνδρες του οι μισοί να πάνε με τα πλοία, και οι άλλοι μισοί από τη στεριά. Μόλις νύχτωσε η 2α Μαρτίου το στράτευμα εκίνησε από την Ελευσίνα έχοντας μάλιστα και βοήθεια από το φως της Σελήνης. Άλλοι αποβιβάστηκαν στο λιμανάκι των Φωρών, ενώ άλλοι έφτασαν από τη στεριά όπως είχε κανονιστεί. Εκεί αφού έγινε καταμέτρηση ανακοίνωσαν στον Καραϊσκάκη ότι δυστυχώς δεν είχε ακολουθήσει όλο το στράτευμα και είχαν ακολουθήσει μόνο οι 1.500 από τους 3.500 άνδρες που βρίσκονταν αρχικά στην Ελευσίνα. Το Κερατσίνι αποτελούσε παραφθορά της παλαιότερης ονομασίας “Κερατήνιον” λόγω των πολλών κερατιών (χαρουπιών) που υπήρχαν εκεί και που σώζονταν μέχρι και την εποχή της επανάστασης.
Οι Έλληνες παρά τον κάματο του ταξιδιού επιδόθηκαν αμέσως στην εργασία κατασκευής οχυρωμάτων. Για κάποιο λόγο και οι Τούρκοι που βρίσκονταν στον Ελαιώνα (που χώριζε την έκταση μεταξύ Πειραιώς και Αθηνών) ήταν επίσης κατάκοποι και κοιμόντουσαν τόσο βαθιά που δεν πήραν είδηση την απόβαση και έλευση των Ελλήνων στο Κερατσίνι. Όταν ξημέρωσε 3 Μαρτίου ο Κιουταχής έμαθε με έκπληξη για την εγκατάσταση των Ελλήνων στο Κερατσίνι και πήγε ο ίδιος με λίγη δύναμη να διαπιστώσει τι είχε συμβεί.
Ο Καραϊσκάκης διέταξε να τον καταδιώξουν διότι γνώριζε την πονηριά του και δεν ήθελε να του αφήσει πεδίο παρατήρησης. Και παρά το γεγονός ότι το πέτυχε, ήξερε ότι τέτοιες αψιμαχίες ήταν για τον Κιουταχή παιχνίδια και επομένως γνώριζε ότι την επομένη θα γινόταν μεγάλης έκτασης επίθεση.
Βρήκε ότι μπροστά από το στρατόπεδο και σε αρκετή απόσταση από αυτό υπήρχε ένα Μετόχι. Ήταν μια ιδιόμορφη διπλή κατασκευή που από μακριά φάνταζε σαν μικρός δίδυμος πύργος. Ωστόσο δεν ήταν παρά δύο κτήρια ενωμένα με μια μάνδρα που βρισκόταν μέσα στο κτήμα του Θανάση Σαρδελά και τα αποκαλούσαν τότε Ζευγαρόσπιτα ή απλώς Μάνδρα.
Η όλη κατασκευή δεν αποτελούσε Μετόχι κάποιου Μοναστηριού, αλλά επειδή η κατασκευή θύμιζε σε μικρογραφία ένα καστρομοναστήρι, το «βάπτισαν» Μετόχι. Τα Μοναστήρια τα έφτιαχναν από παλαιότερα χρόνια με τη λογική των κάστρων, για να προστατεύονται από τους πειρατές, συμπεριλαμβανομένου και του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα.
Έστειλε λοιπόν σε αυτήν την ιδιόμορφη κατασκευή που δεν είχε καν στέγη που είχε καταρρεύσει λόγω παλαιότητας, να ταμπουρωθούν 250 Έλληνες. Την δεξιά πλευρά έπιασαν οι Θανάσης Τούσιας και Νικολάκης Κοντογιάννης ενώ την αριστερή οι Θανάσης Βαλτινός και Γεώργιος Γεροθανάσης με τους άνδρες τους αντίστοιχα. Το Μετόχι είχε και δεύτερους τοίχους εσωτερικά κι έτσι δόθηκε λανθασμένα η εντύπωση ότι ήταν επαρκώς οχυρωμένο. Ξημέρωσε 4 Μαρτίου και πραγματικά έκανε την εμφάνισή του ο Κιουταχής με πολυάριθμο στράτευμα και 800 ιππείς.
Ο Κιουταχής ωστόσο ήταν ανυποψίαστος ότι απέναντί του είχε να αντιμετωπίσει τον ίδιο τον Καραϊσκάκη. Το πρώτο εμπόδιο που βρήκαν στο διάβα τους οι Τούρκοι ήταν φυσικά το Μετόχι. Άρχισαν λοιπόν να ρίχνουν με ό,τι διέθεταν. Μόλις έπεσαν τα πρώτα βόλια οι αμυνόμενοι είδαν κατάπληκτοι τους τοίχους του υποτιθέμενου οχυρού τους να γκρεμίζονται σαν να ήταν σάπιοι.
Ένα παιδόπουλο (ψυχογιός) που ήταν μέσα στο Μετόχι για να γεμίζει τα καριοφίλια στο τουφεκίδι, ανέβηκε ψηλά στο Μετόχι και παρατηρούσε τους εχθρούς. Κάθε φορά που αυτοί σκόπευαν ομαδικώς για να ρίξουν, με το που ακουγόταν το σύνθημα βολής, ο μικρός φώναζε και οι υπερασπιστές έπεφταν κατά γης και τα βόλια περνούσαν από πάνω τους. Επί τέσσερις ώρες οι Έλληνες στο Μετόχι μία ξάπλωναν στο χώμα και μια στέκονταν όρθιοι ανταποδίδοντας τα πυρά. Τα τείχη είχαν διαλυθεί και είχαν ανασκαφεί τόσο, που το χώμα είχε περιλούσει τους αμυνόμενους. Ο εχθρός, αφού είδε ότι με το τουφεκίδι δεν έκανε τίποτα, διέταξε γενική επίθεση. Η σκηνή και μόνο από την περιγραφή προξενεί τρόμο.
Αφού οι Μουσουλμάνοι έκαναν την προσευχή τους γονατιστοί μόλις άκουσαν το σύνθημα της επίθεσης, πιάστηκαν όλοι χέρι με χέρι για να μη φοβηθεί κάποιος και λακίσει, και με το μαχαίρι ή το σπαθί στο άλλο, άρχισαν να αλαλάζουν «Αλλάχ», «Αλλάχ» και να ορμούν κατά κύματα πάνω στο μικρό μισογκρεμισμένο οίκημα. Χωρίς οι υπερασπιστές να ταραχτούν άφησαν τις ασιατικές ορδές να πλησιάσουν και μόλις έφτασαν στα είκοσι βήματα απόσταση άρχισαν το αλλεπάλληλο πυρ. Το ελληνικό τουφεκίδι κράτησε μισή ώρα περίπου, αλλά καθώς οι εχθροί ήταν πολλοί οι πίσω σειρές ποδοπατώντας τις μπροστινές τις προσπερνούσαν με αποτέλεσμα οι Έλληνες να μην προλαβαίνουν το γέμισμα.
Τότε δόθηκε το σύνθημα! «Έξω! Έξω!». Έκαναν γιουρούσι οι Έλληνες με τα γιαταγάνια στα χέρια και τότε τα ασιατικά μιλιούνια έτρεξαν να σωθούν! Την ίδια ακριβώς ώρα οι λιγοστοί Έλληνες ιππείς –μονάχα 64 στον αριθμό οι ιππείς του Χατζημιχάλη- καταδίωξαν τους 800 Ντελήδες (ιππείς) και τους πήγαν «πατώ σε και πατάς με» κατά την έκφραση των αγωνιστών, μέχρι πίσω στο στρατόπεδό τους, στην τοποθεσία που λεγόταν Πατήσια. Συντελέστηκε ένας πραγματικός θρίαμβος για τους Έλληνες. Από τους 250 άνδρες στο Μετόχι μόνο 3 σκοτώθηκαν και 20 τραυματίστηκαν, ενώ από τους Τούρκους οι απώλειες υπερέβαιναν τους 400 άνδρες!
Οι υπερασπιστές του Μετοχίου ύστερα από τη μάχη ήταν τόσο καλυμμένοι από σκόνη, χώμα και μπαρούτι που ακόμα και οι αρχηγοί τους δεν τους διέκριναν. Ο Καραϊσκάκης μη μπορώντας να κρατήσει τη χαρά του γύρισε στον Νικόλαο Κασομούλη και του είπε αστειευόμενος – «Δες τα μουστάκια σου πώς σου τα έκανε ο Κιουταχής!».
Διέταξε οι τραυματίες να μεταφερθούν στη Σαλαμίνα για να τους δουν γιατροί και να έχουν μάλιστα και από έναν συνοδό για να τους βοηθά. Την ίδια νύχτα της 4ης Μαρτίου έφερε την μουσική του Τακτικού Στρατού (του Φαβιέρου) να παίξει για τους άνδρες και τους έδωσε κρασί ενώ χάρισε στον κάθε στρατιώτη από ένα φλουρί. Η επιτυχία των ολίγων έναντι των πολλών, έδωσε τόσο θάρρος στους Έλληνες, που έκανε εκείνους που δεν τον είχαν ακολουθήσει να καταφτάσουν τις επόμενες ημέρες κι έτσι η δύναμη του Καραϊσκάκη ανήλθε και πάλι στους 3.500 άνδρες.
Η Μάχη του Κερατσινίου έκανε τον Κιουταχή να αισθανθεί κίνδυνο όχι από την πλευρά των Ελλήνων όσο εκ μέρους του Σουλτάνου στον οποίο μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε διαβεβαιώσει ότι ήταν ο απόλυτος κύριος της Στερεάς Ελλάδας. Τα πάντα βρίσκονταν υπό την εξουσία του και ενώ έστελνε τέτοια πεσκέσια στην Υψηλή Πύλη ξαφνικά σε μια μόνο ημέρα έγινε φανερό ότι η πτώση του Κάστρου (Ακρόπολης) δεν ήταν τελειωμένη υπόθεση, αλλά είχε δρόμο ακόμα να διανυθεί. Ενώ από την πλευρά του Καραϊσκάκη έφυγαν επιστολές προς όλους τους αρχηγούς της Πελοποννήσου, με τις οποίες τους προσκαλούσε να συνδράμουν στο στρατόπεδο του Κερατσινίου και γενικότερα στην υπόθεση της Αττικής.
Το στρατόπεδο του Κερατσινίου ήταν το πρώτο στην ιστορία της επανάστασης που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε, ότι ήταν στρατόπεδο ελληνικό, αφού σε αυτό βρίσκονταν οι ικανότεροι στρατηγοί από όλη την Ελλάδα ενώ σε αυτό ακόμα υπήρχαν και μέχρι άνδρες από την Φρουρά του Μεσολογγίου.
- Πηγές:”Ιστορία των Αθηνών κατά των υπέρ ελευθερίας Αγώνα”,
- Διονυσίου Σουρμελή (Εν Αιγίνη, 1834)
- (Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη)”
- “Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως” του Σπυρ. Τρικούπη
- “Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 – 1833”,
- Νικολάου Κασομούλη (Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών, Ανέμη).