«Ένα ελληνικό καράβι από εδώ κι ένα αγγλικό από εκεί.
ρωτά της θάλασσας ο άρχοντας. 
-Πού τρέχεις;και το ξαρμάτωτο καράβι απεκρίθη- Από τη μια στην άλλη θάλασσα πηγαίνω”

(Απόσπασμα από το ποίημα “Ελληνικό Καράβι” του Διονυσίου Σολωμού – 1850)

του Στέφανου Μίλεση

Σε ένα από τα καράβια των Υδραίων αδελφών Τομπάζη (του Ιάκωβου και του Γεωργίου) την «Τερψιχόρη», κατά την διάρκεια της επανάστασης ήταν καπετάνιος ένας επίσης Υδραίος, ο Αλεξανδρής Ραφαήλ, που στην Ύδρα ήταν περισσότερο γνωστός ως Ραφαλιάς. Οι Τομπάζηδες του είχαν εμπιστευτεί την διακυβέρνηση του πλοίου τους γνωρίζοντας τις ικανότητές του. 
Ο ένας Τομπάζης, ο Ιάκωβος, ανακηρύχτηκε από τους Υδραίους πρώτος ναύαρχος του στόλου της επανάστασης και επί των ημερών του χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το πυρπολικό, που θα έμελλε να αποτελέσει ένα από τα βασικότερα όπλα των Ελλήνων στον ναυτικό Αγώνα.

Οι Τομπάζηδες ανάμεσα στα πολλά χαρίσματα που διέθεταν είχαν και την ικανότητα του ναυπηγικού σχεδίου. Ταξιδεύοντας προεπαναστατικά στα διάφορα λιμάνια της Ευρώπης, αντέγραφαν νεωτερισμούς ναυτικούς αλλά και κάθε άλλου είδους εξελίξεις της τεχνολογίας. Φιλοπρόοδοι και οι δύο αδελφοί μετέφεραν μέσω σχεδίων όσα έβλεπαν και τα έκαναν πραγματικότητα στην Ελλάδα. Ο Ιάκωβος Τομπάζης για παράδειγμα σχεδίαζε θερμοκήπια και επειδή δεν μπορούσε να τα υλοποιήσει στην φτωχή από εκτάσεις Ύδρα, αγόρασε γη στο Μαντούδι της Εύβοιας και στην Τροιζήνα.

Ακόμα και το παρατσούκλι  «Τομπάζης» που είχε αντικαταστήσει το πραγματικό τους επίθετο που ήταν Γιακουμάκης (τον πατέρα τους τον έλεγαν Νικόλαο Γιακουμάκη) είχε προκύψει, όταν είχαν σχεδιάσει και ναυπηγήσει στην Ύδρα πλοίο τύπου «τουμπάζι» που ήταν τύπος εμπορικού σκαριού (πραγματευτάδικο). Αυτός ο τύπος επειδή μόνο στην Ευρώπη υπήρχε και πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα χάρη στα σχέδια των δύο αδελφών, έμελλε να τους γίνει και παρατσούκλι κι έτσι έμειναν Τουμπάζηδες.

Τα σχέδια των πλοίων τους δεν έβρισκαν πάντα θετική αντιμετώπιση από τους άλλους καραβοκύρηδες. Άλλοτε τα έβρισκαν μικρά ή παράξενα αρματωμένα κι άλλοτε μεγάλα και δυσκίνητα. Για τα πρώτα τρανό παράδειγμα αποτελεί η “Τερψιχόρη” που είχε όλα κι όλα επτά κανόνια, με το πιο μεγάλο από αυτά να βρίσκεται στην πλώρη! Κι όμως η “Τερψιχόρη” αποδείχθηκε ένα από τα πιο γρήγορα ελληνικά καράβια. Ενώ παράδειγμα για την δεύτερη περίπτωση αποτελούσε η κορβέτα “Λουδοβίκος”, που κατηγορήθηκε ως πλοίο μεγάλο και δυσκίνητο, για το οποίο τελικά ελάχιστα γνωρίζουμε ως προς την ιστορία του και τα κατορθώματά του.  

Σχέδιο Κορβέτας “Λουδοβίκος” που ναυπηγήθηκε στον Ναύσταθμο Πόρου. Τα σχέδια φέρουν την υπογραφή του επόπτη και ναυπηγού Εφόρου Νεωρίων Γ. Τομπάζη και ημερομηνία 6 Ιουλίου 1837
(Έκθεμα Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος)  

Κάποιοι από τους ναυτικούς εμπόρους που στα χρόνια της επανάστασης ήταν ναυμάχοι, στη συνέχεια υπηρέτησαν ως κυβερνήτες στα πλοία του πολεμικού ναυτικού της ανεξάρτητης πια Ελλάδας. Συνέβη κάποτε ο Πειραιάς να αποκλειστεί από τον Αγγλικό στόλο για ασήμαντη πραγματικά αφορμή. Τα γεγονότα είναι γνωστά και τα έχουμε καταγράψει και παλαιότερα. Όμως χάρη της ολοκληρωμένης διήγησης θα δώσουμε μια μικρή περιγραφή και πάλι. Η καταστροφή της περιουσίας του Εβραίου Πατσίφικο που επειδή ήταν δήθεν Άγγλος, είχε ως επακόλουθο την εμφάνιση το 1850 του αγγλικού στόλου στον Πειραιά, επέφερε τον αποκλεισμό της πόλης ως μέσο εκβιασμού προς τις απαιτήσεις που έθεσαν.

Φυσικά τα αίτια ήταν διαφορετικά και απλώς οι Άγγλοι αναζητούσαν την αφορμή της επέμβασης. Τα γεγονότα της καταστροφής του σπιτιού του Πατσίφικο ονομάστηκαν «Πατσιφικά», ενώ τα γεγονότα που ακολούθησαν με την άφιξη του Αγγλικού στόλου και τον ναυτικό αποκλεισμό του Πειραιά, ονομάστηκαν «Παρκερικά», από το όνομα του επικεφαλής του αγγλικού στόλου, του ναυάρχου Πάρκερ. 

Όλα τα ελληνικά πλοία εμπορικά και πολεμικά όφειλαν να παραμείνουν στα λιμάνια, υπακούοντας στην εντολή του Όθωνα που αναγκαστικά είχε συμβιβαστεί στις απειλές των Άγγλων. Κι όλοι οι κυβερνήτες πλοίων υπάκουσαν …όλοι … εκτός από ένα έναν! Τον Ραφαλιά που ήταν τότε κυβερνήτης της κορβέτας «Λουδοβίκος», οποίος μόλις έμαθε για τον αποκλεισμό των Άγγλων, πήρε το πλοίο και βγήκε στα ανοιχτά! 

Πώς όμως συναντούμε τον Ραφαλιά κυβερνήτη στο «Λουδοβίκο»; Συνέβη διότι η κορβέτα ήταν κατασκευασμένη επίσης σε σχέδια Υδραίικα, των Τομπάζηδων, οι οποίοι επιθυμούσαν ένα δικής τους κατασκευής πλοίο να κυβερνάται από παλαιό τους γνώριμο και συμπατριώτη τους. Και αυτός ήταν ο Αλέξανδρος Ραφαλιάς. Αρχικά ο Υδραίος κυβερνήτης με το «Λουδοβίκο» αρμένιζε στο βόρειο Αιγαίο. Κάπου όμως έπρεπε να φουντάρει και αφού σε λιμάνι δεν μπορούσε, βρήκε έναν όρμο στις Σποράδες και εισήλθε σε αυτόν. Δεν άργησε όμως ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο να τον βρει και να του φράξει την έξοδο από τον όρμο. Μια βάρκα αγγλική έφτασε και αφού πλεύρισε το ελληνικό πλοίο, απεσταλμένος αξιωματικός ανέβηκε στο κατάστρωμα όπου συνάντησε τον Ραφαλιά. Του επέδωσε ένα κατασχετήριο του πλοίου ως τιμωρία για την παρακοή του.

Ο Ραφαλιάς μόλις διάβασε το έγγραφο το έσκισε και το πέταξε στη θάλασσα.

– «Τέτοια διαταγή εγώ τη χέζω» είπε ο Ραφαλιάς στον Άγγλο αξιωματικό. 

Ο Άγγλος κοκκίνισε από θυμό, μπήκε στη βάρκα και με γοργές κινήσεις επέστρεψε στο αγγλικό πολεμικό. Ο Ραφαλιάς κατάλαβε ότι εγκλωβισμένος όπως ήταν μέσα στον όρμο, πλοίο και πλήρωμα, ήταν καταδικασμένοι. Ωστόσο πρόσταξε όλοι να λάβουν θέσεις μάχης. Άνοιξε τις μπουκαπόρτες της μιας πλευράς που ήταν στραμμένη προς το αγγλικό πολεμικό και τα κανόνια του «Λουδοβίκου» ξεπρόβαλαν στη σειρά. Καπετάνιος και πλήρωμα είχαν το τέλος σίγουρο και απλώς άφηναν τους Άγγλους να ρίξουν πρώτοι. Μα η ώρα περνούσε και από το αγγλικό πλοίο αντίδραση δεν φαινόταν. Και πάλι μια βάρκα φάνηκε να ξεκινά από το αγγλικό πολεμικό πλοίο με κατεύθυνση τον «Λουδοβίκο». Αυτή τη φορά αντί του αξιωματικού που προηγούμενα είχε έρθει, ήταν ο ίδιος ο κυβερνήτης του αγγλικού πολεμικού. Ανέβηκε στο «Λουδοβίκο» και αφού έσφιξε το χέρι του Ραφαλιά αναγνωρίζοντας τη γενναιότητα, διέταξε και το αγγλικό πολεμικό άφησε την έξοδο του όρμου ανοιχτή. 

Το «Λουδοβίκος» έκτοτε αρμένιζε στα πέλαγα ελεύθερο. Και ο Ραφαλιάς φρόντιζε πλέον να μπαίνει σε όρμους που μόνο εκείνος γνώριζε που οι πορτολάνοι αγνοούσαν. Δύο μήνες πέρασαν και το «Λουδοβίκος» τριγύριζε στην θάλασσα του Αιγαίου. Πότε στη Σμύρνη, πότε στο Αϊβαλί, πότε στην Μυτιλήνη, κατάφερνε να τροφοδοτείται με νερό και τρόφιμα. Ο Ραφαλιάς με το πλήρωμα του «Λουδοβίκου» είχαν γίνει πραγματικός θρύλος. Και όχι μόνο διέφευγε αλλά κατάφερε να συλλάβει στην Πάτμο πλοίο πειρατικό και να απαλλάξει τους κατοίκους της από την τυραννία των φοβερών αυτών κακούργων που είχαν ρημάξει ελληνικές κοινότητες και σε άλλα παρακείμενα νησιά. 

Στις 15 Απριλίου του 1850 η εφημερίδα “Ταχυδρομική φήμη” γράφει για τα υπόλοιπα πλοία του στόλου που δεν ακολούθησαν το παράδειγμα του “Λουδοβίκου”:“η κυβέρνηση οφείλει να βυθίσει τα ελληνικά μας πλοία, δια να αποφύγωσιν την ατίμωσιν, εις ην υπό του ναυάρχου Πάρκερ καταδικάσθηκαν…. αντί αυτού όμως η κυβέρνησις παρέδωκεν εις εμπαιγμόν τας ναυτικάς δυνάμεις της, αντί να τας καταποντίση και να σώσει τη σημαία της άσπιλον… Ο αποκλεισμός των ελληνικών παραλίων είναι γενικός εξ όσων δύναται να συμπεράνει τις .” 

Οι Άγγλοι βλέποντας την επίδραση που ασκούσαν οι περιπλανήσεις του “Λουδοβίκου” πάνω στα πλήθη, διέταξαν σε όλα τα πολεμικά τους να σπεύσουν προς αναζήτησή του και στην περίπτωση που αρνηθεί να τον βυθίσουν. Και ο Ραφαλιάς χωρίς να το γνωρίζει, έγινε κυβερνήτης ενός πλοίου φαντάσματος! Ενός πλοίου που υπήρχε, αλλά που δεν φαινόταν ούτε στα λιμάνια, ούτε ποτέ ξανά οι Άγγλοι το ξαναείδαν όσο κι αν το αναζητούσαν. 

Ο “χειμώνας του Παρκέρη”

Έπεσε ο βαρύς χειμώνας και ο αποκλεισμένος Πειραιάς κρύωνε από την απουσία κάρβουνου και πεινούσε από την έλλειψη φαγητού. Ήταν ο χειμώνας που έμεινε γνωστός ως ο «Χειμώνας του Παρκέρη». Οι θάλασσες ανταριασμένες και οι καιροί δύσκολοι για ταξίδι στο πέλαγος. Οι Άγγλοι γνώριζαν πως οι καιροί θα ανάγκαζαν τον «Λουδοβίκο» να καταφύγει σε λιμάνι. Ήταν αδύνατον οποιοδήποτε πλοίο να μείνει στα ανοιχτά με τέτοιο καιρό. Μα όσο κι τον καραδοκούσαν σε λιμάνια και σε όρμους ο Ραφαλιάς με το «Λουδοβίκο» είχαν μεταβληθεί σε ένα πλοίο φάντασμα, που υπήρχε αλλά κανείς δεν το έβλεπε! 

Και το πιο παράδοξο όλων ήταν ότι το συγκεκριμένο πλοίο ήταν τεράστιο και είχε κριθεί από το ελληνικό ναυτικό ως ακατάλληλο! Το μέγεθός του ήταν τέτοιο ώστε να το καθιστά ευάλωτο στον εχθρό. Είχε χρησιμοποιηθεί ως Σχολή των Ναυτικών Δοκίμων και ήταν μόνιμα αραγμένο σε προβλήτα του Πειραιά. Είχε αποφασιστεί ότι ήταν καλύτερο να μην ταξίδευε! Ωστόσο με τον Ραφαλιά κυβερνήτη το πλοίο όχι μόνο ταξίδευε αλλά δεν το έβρισκαν οι Άγγλοι ο στόλος των οποίων σε αριθμό πλοίων ξεπερνούσε εκείνον που είχε χρησιμοποιηθεί στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ!  

Έφτασε κάποτε ο καιρός που ο αποκλεισμός έληξε και το λιμάνι του Πειραιά άνοιξε και πάλι. Ο Ραφαλιάς το έμαθε και από τα πρώτα πλοία που μπήκε στον Πειραιά ήταν το «Λουδοβίκος». Και μόνο με την είσοδό του το λιμάνι «γέμισε» με την παρουσία του. Πώς μπορούσε αυτό το πλοίο να κρυφτεί; Πώς ήταν δυνατόν ένας τέτοιος όγκος η ελληνική ναυτοσύνη να τον κάνει αόρατο; Ο Βασιλιάς Όθωνας που είχε δεχθεί τις εισηγήσεις των αξιωματικών του ναυτικού περί ακαταλληλότητας του πλοίου λόγω υπέρμετρου όγκου, όταν πληροφορήθηκε την άφιξη του «Λουδοβίκου», γνωρίζοντας φυσικά τα κατορθώματά του, κατέβηκε στον Πειραιά να δει από κοντά τον Ραφαλιά. Ωστόσο για τους τύπους όφειλε να συμπεριφερθεί με αυστηρότητα στον κυβερνήτη του, καθώς επί της ουσίας είχε παρακούσει την εντολή του και είχε αποπλεύσει.

– «Γιατί παρακούσατε την εντολή μου και αποπλεύσατε;» ρώτησε ο Βασιλιάς Όθωνας τον Ραφαλιά. – «Για να μην μαυρίσω το κούτελό μου, ούτε όμως το κούτελο της κυβέρνησης και το κούτελο του βασιλιά» απάντησε με θάρρος ο Ραφαλιάς. 

Τότε ο Όθωνας από την απάντηση που έλαβε από τον Ραφαλιά όχι μόνο δεν σκέφτηκε να τον τιμωρήσει για παρακοή, αλλά τον παρασημοφόρησε. Μέσα στην καταχνιά και την ντροπή των Ελλήνων που υπάκουσαν χωρίς αντίδραση στους Άγγλους, ο Ραφαλιάς με το καράβι του έγιναν «Σημαία» γενναιότητας και θάρρους. Διότι οι Έλληνες κυβερνήτες εμπορικών και πολεμικών πλοίων εξαναγκάστηκαν να βγάλουν τα πηδάλια των πλοίων τους και να τα παραδώσουν στους Άγγλους ως απόδειξη ότι δεν θα αποπλεύσουν. Οι Άγγλοι πάνω σε κάθε πηδάλιο ανέγραφαν το όνομα του πλοίου που ανήκε. Και ο υπερήφανος και ατιμασμένος Έλληνας μόνο στο πρόσωπο του Ραφαλιά βρήκε εκείνο που η κυβέρνηση του είχε αφαιρέσει. Την τιμή! Καλύτερα το πλοίο να βουλιάξει παρά να παραδοθεί στον εχθρό. 

Ο άθλος του Ραφαλιά και της κορβέτας «Λουδοβίκου» στο πέρασμα του χρόνου αποδόθηκε σε διαφορετικές εποχές. Στο περιοδικό “Μπουκέτο” στο τεύχος της 12ης Ιανουαρίου 1928, σε άρθρο με τίτλο “Επεισόδια της κατοχής”, το ίδιο γεγονός βρέθηκε να παρουσιάζεται ότι συνέβη τέσσερα χρόνια αργότερα, την περίοδο δηλαδή μιας άλλης κατοχής του Πειραιά, αυτή τη φορά που επιβλήθηκε κυρίως από τους Γάλλους! Ωστόσο το 1854 ο Πειραιάς δεν αποκλείστηκε από τα Αγγλο-γαλλικά πλοία, αλλά «συμμαχικός στρατός» αποβιβάστηκε και τον κατέλαβε και όλη η πόλη πέρασε στον έλεγχο του Γάλλου Ναυάρχου Τινάν, εις ανάμνηση του οποίου υπάρχει και ο Τινάνειος κήπος, που σήμερα καλείται Θεμιστόκλειος. 

Αποκλεισμό του λιμανιού του Πειραιά με ταυτόχρονη παράδοση των πηδαλίων των πλοίων, είχαμε μόνο την περίοδο του 1850. Επίσης οι εφημερίδες της περιόδου 1850 – 51 καταγράφουν τα κατορθώματα του “Λουδοβίκου”. Άλλωστε ακόμα και αν δεχθούμε υποθετικά την τοποθέτηση του άθλου του «Λουδοβίκου» ότι έγινε το 1854, δεν υπάρχει τότε χρονολογική συμπόρευση με το ποίημα του Διονυσίου Σολωμού που γράφτηκε την περίοδο 1850 – 1851. Διότι ο Διονύσιος Σολωμός εκφράζοντας τα συναισθήματα του ελληνικού λαού για τον Ραφαλιά και το πλοίο του, γράφει ποίημα αφιερωμένο ειδικά με τίτλο «Το ελληνικό καράβι». Δεν θα ήταν δυνατόν ο Σολωμός, να γράψει το 1850 ποίημα για κατόρθωμα του 1854! Το ποίημα γράφτηκε από τον Σολωμό στα ιταλικά και είναι σύγχρονο της εποχής που διαδραματίσθηκαν τα γεγονότα. Η φήμη του “Λουδοβίκου” του Ραφαλιά έφτασε στα Αγγλοκρατούμενα Επτάνησα όπου βρισκόταν ο Σολωμός. 

Ένα ελληνικό καράβι από εδώ κι ένα αγγλικό από εκεί.
ρωτά της θάλασσας ο άρχοντας. 
-Πού τρέχεις; και το ξαρμάτωτο καράβι απεκρίθη
- Από τη μια στην άλλη θάλασσα πηγαίνω 
- Πάψε ευθύς κι ακολούθα με, 
όπου κι αν σε σύρω 
συ που από τη μια στην άλλη θάλασσα πηγαίνεις.

Μια στιγμή ήταν εκείνη, μια στιγμή μονάχη, 
αλλά πλια κει γη, κύμα ουρανός δεν ήταν 
ουδέ Θεός κανείς και μόνη η ελευθερία 
μέσα σε αυτά τα στήθη ολόσωμη στημένη…
Όλοι μα άκρα σιωπή, προσηλωμένοι όλοι 
με τα μάτια π’ άστραφταν, στο δαδί μ’ ολόρθο 
στο πέλαγος, που μέγα θα δεχθεί σε λίγο, 
τα ιερά της στιγμής κορμιά κατεστραμμένα 
και πλιά κοντά κει στέκει, στη μπαρούτη η σπίθα 
αλλά γοργά η φωνή του Άγγλου 
-Εμπόδισέ την!...»

Author

Ο Στέφανος Παν. Μίλεσης είναι Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής και Ραδιοφωνικός Παραγωγός. Από το 2016 είναι Πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.