Σήμερα συμπληρώνονται 79 χρόνια, από την 6η Απριλίου 1941, ημέρα που στάθηκε τόσο οδυνηρή για τον νεότερο Πειραιά. Λίγες ώρες μετά την επίθεση των γερμανικών δυνάμεων στο Μακεδονικό μέτωπο στις 10.55’ το πρωί της Κυριακής, οι σειρήνες της Αντιαεροπορικής άμυνας στον Πειραιά σήμαναν συναγερμό, καθώς φάνηκε ένα γερμανικό αεροπλάνο με κατεύθυνση από το Κουτσικάρι (Κορυδαλλό) προς το λιμάνι του Πειραιά. Επρόκειτο για ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο. Την ίδια μέρα από τις 14.56’ ως τις 15.00’ και πάλι οι σειρήνες της πόλης σήμαναν συναγερμό. Ένα ακόμα γερμανικό αναγνωριστικό αεροπλάνο φάνηκε στον ουρανό με αντίθετη κατεύθυνση από το προηγούμενο, από το Νέο Φάληρο προς το Κουτσικάρι. Επρόκειτο για μια ακόμα αναγνώριση. Όλα έδειχναν ότι κάτι ετοίμαζαν οι Γερμανοί αλλά αυτή η υποψία υπήρχε έτσι κι αλλιώς από τις ελληνικές αρχές που ανέμεναν γερμανική αεροπορική επίθεση στο λιμάνι.
Τα αντιαεροπορικά πυροβολεία του Προφήτη Ηλία, του όρους Αιγάλεω, της Ψυτάλλειας και του ναυστάθμου, έριξαν και κατά την διάρκεια των δύο εμφανίσεων των εχθρικών αναγνωριστικών αεροπλάνων στον ουρανό του Πειραιά. Ωστόσο εκείνο το δεύτερο αναγνωριστικό αεροπλάνο φεύγοντας, άφησε πίσω του στον ουρανό μια γραμμή μαύρου καπνού, σημάδι ότι είχε βληθεί από τα αντιαεροπορικά πυροβόλα. Αυτό το δεύτερο αναγνωριστικό αεροπλάνο των Γερμανών κατέπεσε αργότερα στη Ναύπακτο. Από το τετραμελές πλήρωμά του, διασώθηκε μόνο ένας, καθώς οι υπόλοιποι απανθρακώθηκαν. Ο Γερμανός του πληρώματος συνελήφθη από τη Χωροφυλακή και παραδόθηκε στις στρατιωτικές αρχές. Σε πλήρη μυστικότητα οι ελληνικές αρχές πληροφορήθηκαν ότι οι Γερμανοί ετοίμαζαν μεγάλης κλίμακας αεροπορική επίθεση με στόχο το λιμάνι του Πειραιά.
Διατάχτηκε η άμεση διασπορά των πλοίων σε διάφορους περιφερειακούς όρμους. Επρόκειτο ουσιαστικά για διαταγή εκκένωσης του κεντρικού λιμανιού του Πειραιά από πλοία. Μεταξύ των πολλών εμπορικών και ακτοπλοϊκών σκαφών που κλήθηκαν να μεθορμίσουν ήταν και τα επιβατηγά «ΑΝΔΡΟΣ» και «ΑΤΤΙΚΗ» που είχαν μετασκευαστεί σε πλωτά νοσοκομεία. Επίσης στον πειραϊκό λιμένα βρίσκονταν και τα αγγλικά πολεμικά το «ΑΙΑΣ», το «ΩΡΙΩΝ» και το «ΚΑΛΚΟΥΤΑ» που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στην Τρούμπα.
Ένα εμπορικό πλοίο βρισκόταν πλευρισμένο στην Ηετιώνεια ακτή κοντά στα λιμενικά υπόστεγα. Είχε καταπλεύσει στο λιμάνι του Πειραιά τη νύχτα της 5ης Απριλίου με αποστολή την εκφόρτωση πολεμικού υλικού, βοήθεια των Άγγλων προς τα μαχόμενα ελληνικά στρατεύματα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αγγλικό πλοίο κατέφθανε με τέτοια αποστολή. Κάθε δρομολόγιο χαρακτηριζόταν από απόλυτη μυστικότητα και οι ελληνικές αρχές απλώς λάμβαναν μια γενική ενημέρωση για το φορτίο τους που περιοριζόταν στην ένδειξη «γενικό υλικό στρατιωτικής χρήσης» και τίποτε άλλο. Το αγγλικό πλοίο που θα ξεφόρτωνε πολεμικό υλικό ήταν το «ΚΛΑΝ ΦΡΕΪΖΕΡ» του οποίου το όνομα, δυστυχώς, έμελλε να γράψει μια από τις μελανότερες σελίδες της πόλης του Πειραιά.
Οι ελληνικές αρχές ζήτησαν και για αυτό την απομάκρυνσή του, αλλά η αγγλική επιτελική υπηρεσία Sea Transport Office που είχε αρμοδιότητα για τις κινήσεις των αγγλικών μεταφορικών σκαφών, έφερε αντιρρήσεις δεδομένου ότι σε καμιά άλλη περιοχή δεν διατίθεντο μηχανικά μέσα εκφορτώσεως. Στη συγκεκριμένη προβλήτα λίγα χρόνια πριν ο Ιωάννης Μεταξάς είχε εγκαινιάσει την εγκατάσταση μηχανικών μέσων εκφόρτωσης που εισήγαγαν το λιμάνι του Πειραιά σε μια νέα αυτοματοποιημένη μηχανοκίνητη εποχή. Έτσι το πλοίο παρά την ειδοποίηση παρέμεινε στην αρχική του θέση. Οι ελληνικές αρχές το μόνο που γνώριζαν ήταν ότι το πλοίο μετέφερε στρατιωτικό υλικό, αγνοώντας ουσιαστικά ότι το «ΚΛΑΝ ΦΡΕΪΖΕΡ» κουβαλούσε το τρομερό φορτίο των 400 τόνων τροτύλης και βροντώδους υδραργύρου. Ένα επιπρόσθετο στοιχείο που πρέπει να καταγραφεί είναι ότι στο επικίνδυνο φορτίο του θα πρέπει να προστεθούν καθώς ήταν πετρελαιοκίνητο και τα καύσιμα των δεξαμενών του που έφταναν τους 800 τόνους πετρελαίου.
Κοιτώντας κάποιος το πλοίο εξωτερικά έβλεπε το κατάστρωμά του κατάφορτο με στρατιωτικά οχήματα και ήταν αδύνατον να γνωρίζει το ειδικό φορτίο που κουβαλούσε. Το τρομερό φορτίο το αντιλήφθησαν πρώτα οι Πειραιώτες, όταν αργότερα την ίδια νύχτα επέδραμαν σε τέσσερα κύματα τα γερμανικά στούκας, στοχεύοντας κύρια το «ΚΛΑΝ ΦΡΕΪΖΕΡ» γεγονός που καταδεικνύει την ενημέρωσή τους για το φορτίο του, όπως αποδείχθηκε άλλωστε και μεταπολεμικά ότι έγινε. Στις 21.30’ το βράδυ της ίδιας ημέρας έγινε η πρώτη γερμανική επιδρομή με αποτέλεσμα εκτός από το «ΚΛΑΝ ΦΡΕΪΖΕΡ» να πληγεί και το αγγλικό φορτηγό πλοίο «ΚΥΠΡΙΑΝ ΠΡΙΝΣ». Την ώρα της επιδρομής ο Πειραιάς μεταβλήθηκε σε κόλαση καθώς εκτός από τα αντιαεροπορικά έριχναν κατά των Στούκας και τα αγγλικά πολεμικά. Ατέλειωτες ομοβροντίες τριών αγγλικών καταδρομικών προκαλούσαν δονήσεις στην πόλη.
Το «ΚΑΛΚΟΥΤΑ» μάλιστα θεωρείτο και αντιαεροπορικό καταδρομικό ειδικά διασκευασμένο για την προστασία συμμαχικών νηοπομπών από τα αεροπλάνα. Παρά το ισχυρό αντιαεροπορικό πυρ, οι Γερμανοί δεν φαίνονταν να αντιμετωπίζουν πρόβλημα πραγματοποιώντας εκείνη την πρωτόγνωρη κατάδυση με τα αεροπλάνα τους, φτάνοντας να αφήνουν τις βόμβες τους μόλις μερικά μέτρα πάνω από τον στόχο. Και μετά τη ρίψη βόμβας όμως δεν έφευγαν αλλά συνέχιζαν την πορεία τους παράλληλα με τη θάλασσα και τις στέγες των σπιτιών του Πειραιά πολυβολώντας ότι θεωρούσαν ότι έπρεπε να καταστραφεί. Επί δυόμιση ώρες τα γερμανικά Στούκας πραγματοποίησαν τέσσερις αεροπορικές επιδρομές. Φυσικά το «ΚΛΑΝ ΦΡΕΪΖΕΡ» ευρισκόμενο εντός του λιμένος δεν θα μπορούσε να αποφύγει την καταστροφή. Όταν το πλοίο χτυπήθηκε, έγινε κάθε προσπάθεια ρυμουλκήσεώς του έξω από το λιμάνι αλλά απέτυχε και στις 3 η ώρα το πρωί της 7ης Απριλίου ανατινάχθηκε.
Επρόκειτο για μια τρομερή έκρηξη που συγκλόνισε ολόκληρο τον Πειραιά και την γύρω περιοχή σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων. Κόλαση φλογών απλώθηκε στο λιμάνι και τα γύρω παραλιακά τετράγωνα. Βαπόρια και πετρελαιοκίνητα βυθίστηκαν, κτήρια κατερειπώθηκαν και όταν ήλθε η αυγή το θέαμα που παρουσίαζε το λιμάνι και η πόλη ήταν εφιαλτικό. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο Άγγλος αξιωματικός που δεν είχε ενημερώσει τις ελληνικές αρχές για το φοβερό φορτίο του «ΚΛΑΝ ΦΕΪΖΕΡ» και που είχε την εποπτεία της εκφόρτωσης. Κομματιάστηκε και εκείνος μέσα στην φοβερή αυτή νύχτα, που έφερε στον νεώτερο Πειραιά μια από τις μεγαλύτερες συμφορές που υπέστη στο διάστημα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και που έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη στις μνήμες των Πειραιωτών ειδικά όσων την έζησαν.
Η έκρηξη του «ΚΛΑΝ ΦΡΕΪΖΕΡ» ήταν τέτοια που έσκασε σαν γιγάντια οβίδα και τα διάφορα κομμάτια του εκτινάχθηκαν σε όλη την πόλη σαν να μην είχαν βάρος ενώ επρόκειτο για κολοσσιαία τμήματα του πλοίου. Ακολούθησε στην κυριολεξία μια βροχή από πυρακτωμένα ελάσματα. Το καζάνι του καραβιού που κανονικά το σηκώνουν τέσσερα φορτηγά αυτοκίνητα, βρέθηκε στα ναυπηγεία του Βασιλειάδη, χιλιόμετρα από εκεί που έγινε η έκρηξη. Ένα άλλο κομμάτι λαμαρίνας βρέθηκε στο Πασαλιμάνι. Ένα ιστίο του πλοίου καρφώθηκε στο κέντρο της Πλατείας Κοραή ενώ μια τεράστια λαμαρίνα σφηνώθηκε στον κορμό ενός δένδρου μέσα στον Θεμιστόκλειο Κήπο (Τινάνειο). Αυτή η τελευταία λαμαρίνα έμεινε για χρόνια καρφωμένη στο δένδρο θυμίζοντας στους Πειραιώτες που την έβλεπαν την τραγική εκείνη νύχτα του βομβαρδισμού και της έκρηξης του «ΚΛΑΝ ΦΡΕΪΖΕΡ».
Ένα έλασμα μήκους πέντε μέτρων και πλάτους ενός, έπεσε λίγα μέτρα μακριά από τον Ι.Ν. Αγίου Σπυρίδωνος πάνω στη στέγη της Ένωσης Πλοιάρχων του Εμπορικού Ναυτικού. Ένα άλλο έλασμα έπεσε στο κτήριο Μεταξά, το αρχιτεκτονικό αυτό οικοδόμημα του Τσίλερ στη συμβολή των οδών Γεωργίου Α’ και Βασιλίσσης Σοφίας (σημερινή Γρ. Λαμπράκη). Μια χαλύβδινη βάση δέστρας έπεσε σε κατοικία στην οδό Ζαννή στην Φρεαττύδα. Ο συνοικισμός που υπήρχε μεταξύ του Χατζηκυριάκειου Ορφανοτροφείου και της Ακτής Ξαβερίου όπου υπήρχαν εκατό και πλέον ξύλινα παραπήγματα και προσφυγικά σπίτια παραδόθηκε στις φλόγες. Μεταξύ των ακινήτων που πήραν φωτιά ήταν οι γνωστές ταβέρνες του Ξαβέρη και το μεγάλο ακίνητο-αποθήκη του Καμπά. Όμοια φωτιά είχαν πάρει τα σπίτια της Λεωφόρου Μαρίας Χατζηκυριακού ενώ καταστράφηκε και μια μεγάλη δεξαμενή νερού γνωστή ως δεξαμενή του Παπά, από το όνομα του επιχειρηματία που έφερνε νερό από τον Πόρο και το διένειμε με υδροφόρες άμαξες στον Πειραιά.
Εξήντα πλοία που ήταν μέσα στο Λιμάνι του Πειραιά καταστράφηκαν ενώ 11 από αυτά βυθίστηκαν. Υπόστεγα, απορροφητήρες για το ξεφόρτωμα σιτηρών, ηλεκτρικοί γερανοί, αποθήκες έπαψαν να υπάρχουν. Η καταστροφή ήταν βιβλική. Ολόκληρη η πόλη του Πειραιά τόσο δυνατά φωτιζόταν από τις τεράστιες φλόγες της πυρκαγιάς, ώστε μπορούσε κανείς να διακρίνει τα διακριτικά των προσώπων από αρκετά μεγάλη απόσταση. Στη λεωφόρο Σωκράτους (σημερινή Ηρώων Πολυτεχνείου), κοντά στην Τερψιθέα, μάνιαζε μια πυρκαγιά στην εκεί αποθήκη ξυλείας που μια μόνο πυροσβεστική αντλία ήταν αδύνατο να την σβήσει. Μεγάλες από την έκρηξη καταστροφές σε όλη την περιοχή γύρω από την Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στην οδό Χατζηκυριακού, η οποία φωτίζονταν σαν να ήταν μέρα, από την θάλασσα των φλογών.
Οι Πειραιώτες μέσα στην αντάρα της νύχτας της βιβλικής καταστροφής άρπαζαν ό,τι έβρισκαν πρόχειρο, πετώντας ρούχα και άλλα υπάρχοντα σε σεντόνια, σχηματίζοντας μπόγους που φορτώνονταν στην πλάτη και λάμβαναν τον δρόμο της απομάκρυνσης από τον Πειραιά. Μακριές σειρές ανθρώπων γρήγορα σχηματίστηκαν στην οδό Πειραιώς δημιουργώντας μια εικόνα που ελάχιστα διέφερε από την περιγραφή των Σοδόμων. Κανείς δεν έστρεφε τη ματιά του πίσω στο λιμάνι όπου τεράστιες φλόγες υψώνονταν μέχρι τον ουρανό. Οι άνδρες μπροστά, οι γυναίκες πίσω, και τα παιδιά να ακολουθούν, κρατώντας μέσα στο σκοτάδι το ένα το ρούχο του άλλο, με το πρώτο να βρίσκεται γαντζωμένο από το φουστάνι της μάνας περπατούσαν βουβοί να φτάσουν στην Αθήνα που είχε κηρυχθεί ανοχύρωτη πόλη και συνεπώς δεν κινδύνευε να βομβαρδιστεί. Η εικόνα αυτή αποτυπώθηκε σε πίνακα από τον ζωγράφο Ανδρέα Κρυστάλλη που τη φιλοτέχνησε, έχοντας υπάρξει ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής.
Πολλές οικογένειες που είχαν την οικονομική δυνατότητα, μετά την πρώτη αυτή αεροπορική επιδρομή των Γερμανών, αποφάσισαν να μείνουν σε όλη την διάρκεια του πολέμου εκτός Πειραιά, φοβούμενοι μια νέα αεροπορική καταστροφή. Οι εργατικές οικογένειες εκ των πραγμάτων αναγκάστηκαν να επιστρέψουν ύστερα από μερικές διανυκτερεύσεις στον υπόγειο σταθμό της Ομονοίας και αλλού, πίσω στα σπίτια τους. Σε αυτή την μαζική έξοδο Πειραιωτών παντός είδους φορτηγά, αυτοκίνητα, σούστες, κάρα και κάθε τροχοφόρο ακόμα και χειράμαξες νοικιάζονταν αντί υψηλού τιμήματος να συνδράμουν τις οικογένειες.
Γίνονταν ομηρικοί καυγάδες για την εξασφάλιση ενός μέσου, ενώ ο ηλεκτρικός Πειραιώς – Αθηνών κατακλύσθηκε από χιλιάδες κόσμου. Η τάξη διατηρήθηκε με κόπο. Φοβούμενος επεισόδια ο τότε Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, ο Κορυζής με υπουργούς κατέβηκε στον Πειραιά για να σχηματίσει άποψη. Έβλεπε τους Πειραιώτες να εγκαταλείπουν την πόλη. «Γιατί φεύγετε;», «Γιατί φεύγετε;» ρωτούσε μάλλον μη έχοντας καταλάβει το μέγεθος της καταστροφής. Κάποιος του απάντησε «για να μείνεις εσύ!». Την ώρα της επίσκεψης από το πετρέλαιο που φλεγόταν χυμένο και απλωμένο στη θάλασσα του λιμανιού, γίνονταν εκρήξεις ναρκών που στην τελευταία τους επιδρομή είχαν ρίξει τα Στούκας γνωρίζοντας να προκαλούν με κάθε τρόπο καταστροφή. Οι νάρκες που έπλεαν ελεύθερα μέσα στο λιμάνι εκρηγνύονταν μόλις η φωτιά του πετρελαίου πλησίαζε. Την ώρα που ο Κορυζής με τους υπουργούς προσπαθούσαν να σταματήσουν τους Πειραιώτες να φύγουν, σημειώθηκε μια τέτοια έκρηξη που την ώρα εκείνη βρισκόταν δίπλα στο υπό ελληνική σημαία δανέζικο ναυαγοσωστικό πλοίο «Βίκινγκ» που στοίχισε τη ζωή 32 ναυτικών. Η έκρηξη μόνο της μιας αυτής νάρκης και του πλοίου συγκλόνισε μια φορά ακόμα την πόλη. Τότε ο Κορυζής και οι άλλοι, που μέχρι τότε δεν είχαν νιώσει από κοντά έκρηξη δεν ξαναμίλησαν και έσπευσαν να φύγουν.
Από τους βομβαρδισμούς ο Πειραιάς θα χάσει μεγάλο μέρος της αστικής του τάξης, καθώς οι έχοντες οικονομική ευχέρεια θα παραμείνουν για πάντα εκτός Πειραιά στις περιοχές όπου είχαν μεταβεί προς εγκατάσταση. Η Ιταλική προπαγάνδα εκμεταλλεύθηκε αργότερα τον καταστροφικό βομβαρδισμό του Πειραιά και στις 2 Ιουνίου του 1941, δηλαδή δύο σχεδόν μήνες μετά την καταστροφή του λιμανιού ένα συνεργείο της ιταλικής εταιρείας Luce, ιστορική συνέχεια της οποίας αποτέλεσε η γνωστή Cinecitta, τα γουέστερν της οποίας ήταν διάσημα μεταπολεμικά, κατέγραψε σε ταινία τα αποτελέσματα της επιδρομής των Γερμανών στον Πειραιά.