του Στέφανου Μίλεση
Ένας Ανθυποπλοίαρχος του Πολεμικού μας Ναυτικού, ο Κωνσταντίνος Τσάλης ξεκίνησε στις 20 Μαΐου 1931 από το Κάους της Αγγλίας με προορισμό το Νέο Φάληρο. Με το ιδιόκτητο κότερό του «Νίλντα» πραγματοποίησε ένα ταξίδι διάρκειας δύο μηνών που επιτεύχθηκε μόνο με τη χρήση ιστίων, χωρίς τη βοήθεια μηχανικών μέσων. Το ταξίδι από την Αγγλία στην Ελλάδα με ένα ιστιοπλοϊκό, μόνο με τη χρήση του ανέμου, δεν αποτελούσε την εποχή εκείνη, ένα συνηθισμένο γεγονός, ειδικά για τα ελληνικά δεδομένα. Στη χώρα μας δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί ο Ναυτικός Όμιλος και οι φίλοι της ιστιοφορίας αντιμετωπίζονταν περίπου ως γραφικοί τύποι!
Ο Τσάλης κατάφερε να διαπλεύσει τη Μάγχη, να περάσει το Βισκαϊκό και τη Μεσόγειο, εμπνεόμενος από την αγάπη του για τη θάλασσα, τη μόνη δύναμη που μιλά στη ψυχή των θαλασσινών και τους ωθεί σε μεγάλες αποφάσεις. Ο Τσάλης απέρριψε τη χρήση μηχανών και αναβίωσε τη μακρά ναυτική παράδοση των Ελλήνων που διέσχιζαν τους ωκεανούς της γης με τα πανιά τους.
Όταν επιχείρησε το ταξίδι αυτό ήταν μόλις 24 ετών, ενώ ως προς την εξωτερική του εμφάνιση έδινε την εντύπωση σε όσους τον συναναστρέφονταν, ενός ανθρώπου που γεννήθηκε για να επιτελεί άθλους. Η ναυτική καταγωγή από πλευράς της μητέρας του Ελένης Λεμπέση, ίσως ήταν εκείνη που τον μπόλιασε με θαλασσινά γονίδια που τον έκαναν να μη φοβάται τη θάλασσα και να γνωρίζει άριστα τους κανόνες της.
«Από τον καιρό που άρχισα να καταλαβαίνω τη ζωή, αισθάνθηκα έναν απέραντο έρωτα για τη θάλασσα. Ίσως αυτό να οφείλετο στο Σπετσιώτικο αίμα της μάνας μου» επαναλάμβανε ο ίδιος στους δημοσιογράφους, όταν το ρωτούσαν για την αγάπη του για το υγρό στοιχείο. Από τεσσάρων χρονών μικρό παιδί ακόμα ο Τσάλης είχε ένα μικρό βαρκάκι με πανί που δεν το αποχωριζόταν παρά μόνο αργά το βράδυ όταν πήγαινε να κοιμηθεί. Το 1922 κατατάχθηκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων όπου αμέσως διακρίθηκε.
Είχε τη σφοδρή επιθυμία να αποκτήσει δικό του ιστιοπλοϊκό σκάφος και με αυτό να πραγματοποιήσει μακρινά ταξίδια. Έπρεπε όμως πρώτα να λάβει άδεια μακράς διαρκείας από το υπουργείο των Ναυτικών για να μπορέσει να υλοποιήσει το σχέδιό του. Η άδεια αυτή του δόθηκε τον Απρίλιο του 1931.
Από την επομένη κιόλας αναχώρησε για την Αγγλία όπου αγόρασε ένα μεταχειρισμένο ιστιοφόρο σκάφος το «Νίλντα» κατασκευασμένο στα ναυπηγεία του Στέττιν. Φτιαγμένο από μαόνι, μήκους 15 μέτρων στο κατάστρωμα ή 9,5 μέτρων στην ίσαλο γραμμή, πλάτους 2,5 μέτρων, βύθισμα επτά ποδιών, με κατάρτι ύψους περίπου 17 μέτρων από την καρίνα.
Το όνομα του σκάφους «Νίλντα» προήλθε από μια Αγγλίδα, την Νίλντα Κουκ Ράσελ, σύζυγος Άγγλου Συνταγματάρχη, η οποία υπήρξε μανιώδης λάτρης του ωκεανού και των ιστιοπλοϊκών. Όταν ο σύζυγός της στη συνέχεια αυτοκτόνησε, πώλησε το «Νίλντα» αντί του ποσού των 300 λιρών. Το σκάφος αγοράστηκε μεταχειρισμένο από τον Τσάλη που μαζί με μικροεπισκευές, πανιά, ντεπόζιτα έφτασε τελικά στις 500 λίρες.
Όταν το αγόρασε, έπρεπε φυσικά να το φέρει στην Ελλάδα κι έτσι εκ των πραγμάτων έπρεπε το πρώτο ταξίδι να αποτελεί και το πρώτο θαλασσινό του επίτευγμα. Έψαξε να βρει ανθρώπους προς ναυτολόγηση που θα τον βοηθούσαν στα πανιά. Αποδείχθηκε όμως δύσκολο έργο καθώς όλοι φοβούνταν να διαπλεύσουν το Βισκαϊκό με ένα τόσο μικρό σκάφος. Μάταια αναζητούσε ναύτες στο Σαουθάμπτον.
Τελικώς ειδοποιήθηκε τηλεγραφικώς από το Ντόβερ, ότι δύο Άγγλοι ναύτες προσφέρονταν προς εργασία οι οποίοι και αμέσως προσελήφθησαν. Ήταν οι Άλφρεντ 23 χρονών και Πέρς 25 ετών, με τους οποίους συμφώνησε να τους δώσει από 35 λίρες στον καθένα όταν έφταναν στην Ελλάδα.
Το ταξίδι ξεκίνησε στις 20 Μαΐου 1931 όχι όμως με τους καλύτερους οιωνούς. Ταξίδευαν με ταχύτητα 8 μιλίων όταν τη νύχτα της 21ης προς την 22α Μαΐου φύσηξε ισχυρός άνεμος που ανάγκασε το «Νίλντα» όπως και όλα τα άλλα ιστιοφόρα της Μάγχης, να ποδίσουν προς το Πλίμουθ. Εκεί έμειναν μέχρι 26 Μαΐου περιμένοντας τον καιρό να ηρεμήσει.
Παρά το γεγονός ότι ο καιρός κάποια στιγμή ηρέμησε, γρήγορα ξαναχάλασε ενώ το μεσημέρι της 28ης Μαΐου σημειώθηκε τρομερή θύελλα με ομίχλη. Βροχή ακατάπαυστη που μεταβλήθηκε σε χαλάζι. Έξω από το λιμάνι του Σαν Μαλό συναντήθηκε με το ελληνικό πλοίο «Πατέρας» το οποίο μόλις τους είδε τροποποίησε λίγο την πορεία του για να τους πλησιάσει και να τους χαιρετίσει με τη μπουρού του.
Παραπλέοντας τις γαλλικές ακτές κατευθύνθηκε προς την Ισπανία. Εκεί ο καιρός μεταβλήθηκε και δυσκόλεψε την πλεύση του σκάφους. Αναγκάστηκε να στρέψει την πορεία του προς το Ριβαδέρο, ένα μικρό συνοικισμό των βορείων ακτών της Ισπανίας. Υπήρχε όμως σε αυτό το μικρό μέρος δυσκολία εύρεσης φαγητού και νερού για αυτό και την επομένη μέρα αναχώρησαν ξανά. Μπήκαν στο λιμάνι της Φερόλης, μιας πόλης που τότε είχε 25 χιλιάδες κατοίκους, ένα πραγματικό καταφύγιο για τους ναυτικούς.
Οι Ισπανοί τους περιποιήθηκαν σε ό,τι κι αν ζήτησαν και έμειναν εκεί για έξι μέρες λόγω πάλι άσχημων καιρικών συνθηκών. Την έκτη μέρα που κατάφεραν να βγουν ύστερα από δύο ώρες έφτασαν στο λιμάνι της Κορούνιας. Η Κορούνια απέχει από τη Φερόλη μόνο 10 μίλια και βρίσκεται ουσιαστικά μέσα στον ίδιο κόλπο. Ακολούθησε η πρωτεύουσα της Πορτογαλίας η Λισσαβώνα.
Αντίκρισαν τις ακτές της τη νύχτα της 20ης Ιουνίου και εισήλθαν στο λιμάνι οδηγούμενοι από τα φώτα χωρίς τη βοήθεια πλοηγού. Είχε περάσει ένας μήνας από την αναχώρηση από το Κάους και είχε χαθεί πολύς καιρός, εξαιτίας των ενάντιων ανέμων και των άστατων καιρών. Το ταξίδι από Λισσαβώνα προς Γιβραλτάρ έγινε κάπως πιο εύκολα καθώς ακολουθούσαν τα πολλά υπερωκεάνια που είχαν το ίδιο δρομολόγιο.
Το βράδυ της 25ης Ιουνίου έφτασαν στο Γιβραλτάρ κι άραξαν στο λιμάνι. Έμειναν εκεί πέντε μέρες κατά τις οποίες οι αγγλικές ναυταθλητικές λέσχες του καλούσαν σε διάφορες εκδηλώσεις. Από το Γιβραλτάρ ξεκίνησαν να διαπλεύσουν τη Μεσόγειο αλλά δυνατοί βοριάδες και μεγάλα κύματα τους έθεσαν σε μεγάλους κινδύνους. Ένα αγγλικό πετρελαιοφόρο που παρακολουθούσε από μακριά το «Νίλντα» (είχε την ίδια πορεία) βλέποντας να το σκεπάζουν από τη μια άκρη έως την άλλη τα κύματα, έσπευσε να προσφέρει βοήθεια.
Ο Τσάλης αρνήθηκε και αφού ευχαρίστησε τον πλοίαρχο του αγγλικού φορτηγού πλοίου, συνέχισε το ταξίδι του. Έπειτα από πέντε ημερών ταξίδι κάτω από αντίξοες συνθήκες έφτασαν στο Αλγέρι στις 5 Ιουλίου. Εκεί έμειναν μόνο για μια μέρα, διότι γνώριζαν ότι είχαν αργήσει και επιθυμούσαν να αναχωρήσουν το ταχύτερο δυνατόν για την Ελλάδα.
Οι Γάλλοι του Αλγερίου που τους είδαν να καταπλέουν με τέτοιο καιρό εξεπλάγησαν, την προηγούμενη μέρα μάλιστα της αφίξεως είχε γίνει ναυτικό ατύχημα λόγω του καιρού. Στο Αλγέρι της εποχής εκείνης ταξίδευαν με ξύλινα ιστιοφόρα σκάφη πολλοί Γάλλοι και διατηρούσαν επίσης εκεί ναυτικές λέσχες και κλαμπ.
Από το Αλγέρι αναχώρησαν στις 6 Ιουλίου έφτασαν στη Μπιζέρτα Τυνησίας. Την 9η Ιουλίου σήκωσαν για τελευταία φορά την άγκυρα του σκάφους. Ο επόμενος κατάπλους θα είχε προορισμό το Νέο Φάληρο. Σε αυτό το τμήμα του ταξιδιού φυσούσαν διαρκώς βόρειοι άνεμοι. Πέρασαν ανάμεσα Σικελία και Μάλτα. Κάποιες σκέψεις για να πιάσουν είτε τη Μάλτα, είτε το Παλέρμο ξεχάστηκαν, καθώς το ταξίδι είχε καθυστερήσει χρονικά. Το πρωινό της 14ης Ιουλίου αντίκρισαν για πρώτη φορά τις ακτές της Πελοποννήσου.
Μετά το πέρασμα του Κάβου Μαλιά επικράτησε μια βασανιστική νηνεμία. Καθώς ο Τσάλης γνώριζε ότι βρισκόταν σε ελληνικά νερά η ανυπομονησία του μεγάλωνε να φτάσει επιτέλους στο Φάληρο. Την 19η Ιουλίου το σκάφος εισήλθε στο Σαρωνικό και το απόγευμα της ίδιας μέρας έριξε την άγκυρα στο Νέο Φάληρο, λίγο έξω από το «Μέγα» ξενοδοχείο (Ξενοδοχείο του Σταθμού).
Αργότερα μετονόμασε το σκάφος του «Νίλντα» σε «Παλαίμων». Όλα τα στοιχεία που παραθέτουμε αντλήθηκαν από τα πλούσια και πολλά δημοσιεύματα που αφιέρωσαν οι εφημερίδες Ιουλίου του 1931, που αναφέρονται στο κατόρθωμά του, μεγάλο μέρος των οποίων προερχόταν από γραπτές αναφορές του ίδιου του Τσάλη, που απέστελνε με σκοπό να κάνει γνωστή την περιπέτειά του. Όλα τα στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του Κωνσταντίνου Τσάλη συνέλεξε ο Ιωάννης Παλούμπης που δημοσίευσε στο περιοδικό «Περίπλους Ναυτικής Ιστορίας» (Έκδοση Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, τεύχος 66 του 2009), τα οποία αναρτήθηκαν επίσης στον ιστότοπο «Περί Αλός». Εμείς περιοριστήκαμε στο να καταγράψουμε την περιπέτεια του θαλασσοπόρου από την Αγγλία έως το Νέο Φάληρο.