Στην εφημερίδα “Η Εθνική” στο φ. της 7ης Νοεμβρίου του 1936, στη 5η σελίδα, συναντούμε δημοσιευμένο ένα άρθρο σχετικό με το ρεμπέτικο, που φέρει τον τίτλο “Με τους συνθέτας των “Ρεμπέτικών”” στο οποίο διαβάζουμε τα εξής:
“Όπως ο κόσμος των σαλονιών έχει τα ταγκό του, τα φοξ και τις ρούμπες του, έτσι και οι λαϊκές τάξεις και ιδίως οι συνοικισμοί έχουν τη δική τους μουσική.
Το ζεϊμπέκικο, το τσάμικο, το τσιφτετέλι, ο καρσιλαμάς είναι στην ημερησία διάταξι στις λαϊκές συνοικίες και στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Εκεί, υπό τους ήχους του φωνογράφου και έπειτα από την σχετικήν… ουζοκατάνυξιν ο Ανατολίτης θα πετάξη το σακκάκι του για να χορέψη ένα τσιφτετέλι. Και όταν ο ενθουσιασμός θα φτάσει στο κατακόρυφον, θα σηκωθή και η Στάσα ή η Μαρίτσα και θα χορέψη και ολίγον χορόν της κοιλιάς.
Οι αμανέδες λοιπόν, τα σαρκή, οι καρσιλαμάδες και οι καλαματιανοί είναι τα τραγούδια που ενθουσιάζουν, που μερακλώνουν το λαϊκό κοινό και το φέρνουν σε “τσακίρ κέφι”. Τα τραγούδια αυτά, τα “ρεμπέτικα”, όπως τα ονομάζουν, είναι η αγαπημένη μουσική του λαουτζίκου. Είναι η μουσική που τον συγκινεί.
Από τα “ρεμπέτικα” τραγούδια ζή κόσμος ολόκληρος. Λαϊκοί συνθέται, τραγουδισταί, εκτελεσταί, λαϊκοί οργανοπαίκται κ.λ.π. Και είναι ένας κόσμος καλών και αγαθών ανθρώπων. Πολλοί από τους συνθέτες των “ρεμπέτικων”, οι λαϊκοί…
Μπετόβεν να πούμε είναι σαν μεγάλα παιδιά. Καλοκάγαθη άνθρωποι χωρίς κακίες και μίση. Και πόσο τους λατρεύει το κοινό τους. Ο Μάρκος ο Βαμβακάρης, ο Παναγιώτης Τούντας, ο συνθέτης της θρυλικής “Βαρβάρας”, ο Καρύπης, ο Σκαρβέλης, ο Περιστέρης κ.λ.π. είναι οι αγαπημένοι των λαϊκών τάξεων, είναι οι συνθέται των.
Αυτοί με το μπουζούκι, τον μπαγλαμά, με το σαντούρι και το κανονάκι, ή το λαγούτο τραγουδούν στα γραμμόφωνο το λαϊκό πόνο. Παιδιά του λαού οι ίδιοι έχουν νιώσει τι θέλει ο κόσμος και ξέρουν με το τραγούδι τους να συγκινήσουν και να κάνουν καρδιές να κλάψουν…
Οι ίδιοι γράφουν τους στίχους, τη μουσική, παίζουν λαϊκά όργανα και εκτελούν τις συνθέσεις τους εμπρός από το μικρόφωνο της φωνοληψίας. Και τι πόνο κρύβουν τα τραγούδια τους!Ακούστε τον Μάρκο τον Βαμβακάρη, που είναι ο “άσσος των άσσων” του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Στη φυλακή με κλείσανεισόβια για σένα! Τέτοιο μεγάλωνε καϋμόμε πότισες εμένα!
Ο Παναγιώτης Τούντας, άλλος “άσσος” λαϊκός συνθέτης γράφει κάπου:
Ο μερακλής ο άνθρωποςπονεί μα δεν το λέει.Κι αν τραγουδάη ρε ντουνιά, μέσα η καρδιά του κλαίει!
Πόση φιλοσοφία δεν κρύβουν αυτοί οι στίχοι!…
Άλλ’ ας τους δούμε ένα ένα χωριστά. Είναι τόσον ενδιαφέροντες “τύποι” οι λαϊκοί συνθέται…
Θα αρχίσουμε με τον Μάρκο. Όλοι τον φωνάζουν με το όνομά του. Το παράνομό του μπαίνει μόνο στους δίσκους. Ο κόσμος τον λατρεύει και όλοι οι δίσκου του έχουν μεγάλην εξόδευσι. Ο Μάρκος έχει μια ταβέρνα στη Παληά Κοκκινά. Μα ζη κυρίως από τα γραμμόφωνα.
– Είμαι αποκλεισμένος στην “Όντεον”, μας είπε προχτές. Παίζω μπουζούκι και τραγουδάω τα τραγούδια μου μοναχός μου.
Με το “αποκλεισμένος”, ο Μάρκος, εννοεί πως έχει αποκλειστικότητα.
Μας μιλά για τη ζωή του. Είναι από τη Σύρα. Από την Άνω Σύρα, φραγκοσυριανός και μόνο 31 χρόνων. Την πατρίδα του την λατρεύει και ταχτικά την επισκέπτεται μαζί με το μπουζούκι του. Στη Σύρα οι δίσκοι, όπως και σε όλη την Ελλάδα, έχουν τεράστια κατανάλωσι. Ο Μάρκος είναι αγνό τύπος, είναι ένα μεγάλο παιδί. Την πατρίδα του την υπεραγαπά και της έχει αφιερώσει αρκετά κομμάτια:
Σύρα, Σύρα, Σύρα μου,γλυκιά και καλομοίρα μου.
Μα στα τραγούδια του δεν λυσμονεί και τις Φραγκοσυριανές:
Μιά φούντωσι, μιά φλόγαέχω μέσα στην καρδιάκαι μάγια μούχεις κάνει, Φραγκοσυριανή γλυκιά!…
Μα ο Μάρκος, μη νομίζετε πως είναι πάντα… στα σύννεφα! Ονειρεύεται και την Γκρέτα Γκάρμπο… μαστουρωμένη! Μιλάει κάπου ότι θα κτίση ένα τζαμί και λέει:
Θαρχόντουσαν πελάτες μου, κορίτσια νάχουν τρέλλες κι’ ο Βίλλι Φρίτς θα σκάρωνε αφράτους ναργιλέδες η Γκρέττα Γκάρμπο, μάγκα μου, θανάβη το τσιμπούκι κι ο Ζαν Κιεπούρα στη γωνιά τρελλός στο μαστρουλούκι!
Ο Παναγιώτης Τούντας, που είναι και διευθυντής της Λαϊκής Ορχήστρας της “Κουλούμπια” έχει πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του. Είναι ο συνθέτης της θρυλικής “Βαρβάρας”.
Ο Τούντας έχει γράψει πολλά “ρεμπέτικα” που άφησαν εποχή. Μεταξύ αυτών είναι η “Πασαλιμανιώτισσα”, η “Σμυρνιά Ταταυλιανή”, “Κουκλάκι μου”, “Μικροπαντρεμένη”, “Αμάν Κατερίνα μου” κλπ.
Το πρώτο τραγούδι που γραμμοφώνησεν ο Τούντας είναι το περίφημο: Σμυρνιά.
Μέχουν λωλό τα χάδια σου, εύμορφη χαϊδεμένη, αχ Σμυρνιοπούλα μου γλυκειά και μικροπαντρεμμένη κρυφή φωλιά, μικρούλα μου, μ΄ έρωτα και με πόνο έχτισα στην καρδούλα μου για σε, Σμυρνιά μου, μόνο.
Άλλη μεγάλη δόξα είναι ο Κώστας ο Σαμιωτάκης ή Ρούκουνας. Κι αυτού οι δίσκοι έχουν την πρώτη κυκλοφορία. Είναι ο αγαπημένος του κόσμου της μαγκιάς… Απλός, σεμνός, χωρίς πόζες ο Ρούκουνας είναι ένας από τους καλλίτερους λαϊκούς συνθέτες. Γράφει στίχους και μουσική και εκτελεί αποκλειστικώς στην “Όντεον” μόνος του τα τραγούδια του. Κυρίως τραγουδά αμανέδες.
Μία από τις επιτυχίες του και το “Στης Σάμου τα περίχωρα”.
Ο Σπ. Περιστέρης, που είναι και διευθυντής της Λαϊκής Ορχήστρας του “Όντεον” είναι επίσης από τους γνωστότερους και πλέον συμπαθείς λαϊκούς συνθέτας. Τους στίχους των κομματιών του τους γράφει ο ίδιος. Τακτικώτατα όμως συνεργάζεται και με τον άσσο των στιχουργών ρεμπέτικων τραγουδιών κ. Κώστα Μακρή. Μία από τις επιτυχίες του κ. Περιστέρη με στίχους του κ. Κ. Μακρή είναι και το:
Μιά μπαμπεσιά θελήσανε προχτές να μου σκαρώσουνκαι την βουβή για χάρι σου θέλαν να μου καρφώσουν.
Μεταξύ των τόσων και τόσων ρεμπέτικων τραγουδιών είναι κι ένα εξαιρετικά επιτυχές: Το “άστα, πιάστα, σπάστα, βράστα” των κ.κ. Αγγέλου Καστάνη και Ι. Μπονασέρη. Το τραγουδά στου Λαζάνη η χαριτωμένη ντιζέζ δεσποινίς Σούλα Μακρή μαζί με τον κ. Β. Σεϊτανίδη.
Ένας επίσης από τους καλούς συνθέτας ταγκό είναι και ο κ. Ι. Μοντανάρης, του οποίου η “Κακούργα Πεθερά” άφησε εποχή. Μα ο κ. Μοντανάρης έχει σημειώσει πολλές επιτυχίες. Το “Ξύπνα, καϋμένε Κωνσταντή”, ο “Άταφος Βασιληάς”, η “Βασίλισσα Σοφία” είναι μεγάλες επιτυχίες.
Επιτυχίες σημειώνουν ομοίως ο κ. Σκαρβέλης, που διετέλεσεν επί σειράν ετών Διευθυντής της λαϊκής ορχήστρας της “Κολούμπια”, ο κ. Α. Ασίκης, η περίφημη Ρόζα Εσκινάζη, που γράφει αμανέδες, τους οποίους εκτελεί η ίδια, ο επίσης περίφημος Δ. Σεμψής ή Σαλονικιός, το καλλίτερο βιολί των λαϊκών δίσκων. Επίσης καλός ο κ. Παπάζογλου ή Αγγούρης, που είναι ο συνθέτης της “Μπαμπέσσας”.
Ένας γεωργός είναι συνθέτης και εκτελεστής των δίσκων του! Είναι ο περίφημος Παπασιδέρης, ο γνωστός από τους ωραίους αμανέδες του “η ήλιος εβασίλεψε”, η “Ελενιώ” κλπ.
Επίσης καλοί λαϊκοί συνθέται είναι και οι κ.κ. Πρίμης, Χρυσαφάκης, Σωφρονίου, Καλλίνικος ή Αραπάκης, Γ. Ροβερτάκης, Δραγάτσης ή Ογδόντας, Διαμαντίδης ή Νταλκάς, παλαιά δόξα των δίσκων, Χρ. Μαρίνος, Τσάμης, Κ. Μακρής, Φυστικάς, Χρυσαφάκης, Γαβαλάς ή Μεμέτης, Ραυτόπουλος, Ταμπούλης, Κοϊνόγλου, ανατολίτικοι χοροί, Πετροπουλέας, Παγκαλής, Ρουμελιώτης, ο εξαιρετικός συνάδελφος κ. Κ. Φαλτάϊτς, που με το ψευδώνυμο “Ρουμελιώτης” έχει γράψει τον περίφημο “Τζατζά”, το “Πίνω κρασί”, τα “Δύο αδέλφια” κλπ.
Στίχους ρεμπέτικων τραγουδιών γράφουν μεταξύ των άλλων και ο διευθυντής της “Όντεον” κ. Μίκης Μάτσας, με το ψευδόνυμον “Τσάμας” ο κ. Α. Καστάνης, ο κ. Κώστας Φαλτάϊτς, ο κ. Κ. Μακρής και άλλοι.
Ο κ. Σ. Γεροθεοδώρου, από τους λαϊκούς συνθέτας κατορθώνει τα τραγούδια του να είναι ίδια με το δημοτικό τραγούδι, χωρίς ούτε στίχο να… δανίζεται από τον άγνωστο ποιητή του δημοτικού τραγουδιού.
Ομοίως καλοί λαϊκοί συνθέται, των οποίων τα ρεμπέτικα τραγούδια συγκινούν και ενθουσιάζουν τον λαουτζήκο και τον κάνουν να “μερακλώνεται” και να “σπάη κέφι”….
Χρ. Πύρπ…”
Αυτά βεβαίως και ακόμα περισσότερα μας παρουσίασε ο μουσικολόγος Δημήτρης Σταθακόπουλος στις 26 Σεπτεμβρίου 2018, στην αίθουσα πολιτισμού της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς “Γιάννης Χατζημανωλάκης”. Ο Σταθακόπουλος μας μίλησε για την ιστορία του είδους που καλείται “ρεμπέτικο” και έκανε συγχρόνως και μια κοινωνιολογική προσέγγισή του. Η αίθουσα βεβαίως ήταν κατάμεστη, κάποιοι στέκονταν και όρθιοι. Ο Σταθακόπουλος με το ζωντανό λόγου κράτησε το ενδιαφέρον των παρευρισκομένων επί δύο περίπου ώρες!
Αναφέρθηκε στην προέλευση του χασάπικου, του ζεϊμπέκικου, στους συμβολισμούς τους, στα μουσικά όργανα, στους ίδιους τους ρεμπέτες και στις πρώτες ηχογραφήσεις τους κ.α. Στο τέλος της ομιλίας του αναφέρθηκε στη σχέση του Πειραιά με το ρεμπέτικο.