του Στέφανου Μίλεση


Στις 29 Μαρτίου του 1941 στο τεύχος των «Εικονογραφημένων Νέων του Λονδίνου» δημοσιεύθηκε μια ενδιαφέρουσα περιγραφή της Πειραιώτισσας Κατίνας Παξινού η οποία αναδημοσιεύθηκε την επόμενη ακριβώς ημέρα από την ελληνική εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας «Η Πρωία». 
Η Κατίνα Παξινού περιέγραψε την περιπέτειά της στον Ατλαντικό ωκεανό όταν το πλοίο με το οποίο ταξίδευε στον Αμερική τορπιλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο. Θα πρέπει ωστόσο να ληφθούν ορισμένα στοιχεία για να γίνει περισσότερο κατανοητή η συνέντευξη της Κατίνας Παξινού. Δόθηκε σε αγγλικό έντυπο σε περίοδο πολέμου όπου η Μεγάλη Βρετανία και η Ελλάδα ήταν συμμαχικές δυνάμεις. Η Παξινού παραχώρησε τη συνέντευξη μετά τον τορπιλισμό της και κάτω από τη φόρτιση που ένιωθε από την διάσωσή της και την κατάσταση που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος.

Η Κατίνα Παξινού στα «Εικονογραφημένα Νέα του Λονδίνου» είπε τα εξής:
«Η ιστορία της Ελλάδος είναι θεμελιωμένη πάνω σε τραγωδίες και σε κινδύνους. Η ανταμοιβή μας δεν ήταν παρά τα σύντομα διαστήματα της ειρήνης, για τα οποία χρειαζόταν πολύ συχνά να πολεμήσουμε. Έτσι πολεμούμε και τώρα. Φαίνεται ότι στο αίμα της οικογενείας μας υπάρχει το στοιχείο της συμφοράς. Όπως και σε πολλές άλλες ελληνικές οικογένειες, η ιστορία μας υπήρξε μιας διαρκής πάλη προς το θάνατο. Μπορώ να βεβαιώσω ότι ούτε τρόμαξα, ούτι συγκινήθηκα υπερβολικά, όταν η τορπίλη χτύπησε το πλοίο, με το οποίο ταξίδευα στον Ατλαντικό. Το μόνο αίσθημα που δοκίμασα ήταν ένας τρομερός θυμός. Ήταν η ώρα περίπου 4 το πρωί, όταν τινάχθηκα ξαφνικά έξω από την κουκέτα μου. Το μαρμάρινο τζάκι της καμπίνας μου είχε συντριβεί σαν να ήταν από ζάχαρη, το πλοίο κλονίσθηκε και από το καλοριφέρ ξεπηδούσαν ορμητικοί ατμοί, που με χτύπησαν στο πρόσωπο. Θυμάμαι ότι έμεινα εντελώς ακίνητη προς στιγμή και κυριευμένη από τρομερό θυμό αναφώνησα: «Τα τέρατα, μας πέτυχαν!»

Είχα όμως εμπιστοσύνη στο πλοίο που ήταν μεγάλο και γερό. Η τορπίλη το είχε πληγώσει, αλλά ήταν τόσο δυνατό, ώστε δεν μπορούσε να πεθάνει από το τραύμα αυτό. Κλονίσθηκε προς στιγμή, αλλά εξακολούθησε τον δρόμο του. Μας έριξαν και άλλες τορπίλες αλλά το γερό πλοίο μας εξακολούθησε και πάλι τον πλουν του. Υπήρχε άλλωστε η αυτοπεποίθηση του πλοιάρχου και η μορφή του αρχιμηχανικού που κάπνιζε ήσυχα το τσιγάρο του και άδειαζε ατάραχος το ποτήρι του. Πραγματικά δεν φοβηθήκαμε καθόλου. Είχαμε πολλές άλλες δουλειές να κάνουμε. Κατά τα ξημερώματα κατέβηκα κάτω για να ετοιμάσω λίγο τσάι. Όταν άνοιξα το φινιστρίνι είδαν την μελγαγχολική γκρίζα ημέρα να απλώνεται πάνω στην τρικυμισμένη θάλασσα. Αλλά τα άλλα πλοία της νηοπομπής δεν φαίνονταν πλέον ολόγυρα. Είχαν συνεχίσει τον πλουν των και είχαμε μείνει μόνοι. Ίσως την στιγμή εκείνη να διέτρεξε το σώμα μου ένα μακρύ ρίγος ανησυχίας. Δεν ξέρω. Ετοίμαζα την στιγμή εκείνη το τσάι….

Όλη την ημέρα εξακολουθήσαμε να κάνουμε τις μικροδουλειές μας. Αλλά το απόγευμα… Η ημέρα εξακολουθούσε να είναι γκρίζα και καταθλιπτική… Το απόγευμα το πλοίο κλονίσθηκε πάλι, ξαφνικά, και έπειτα έγειρε πολύ προς τη μια πλευρά. Αυτό ήταν βέβαια ανησυχητικό. Θα μπορούσα τότε να φοβηθώ, αλλά άκουσα την ήρεμη φωνή του πλοιάρχου να δίνει την διαταγή: «Όλοι στις βάρκες!»

Υπάκουσα αμέσως και εγώ. Δεν προκλήθηκε καμία αταξία και μάλιστα κοίταξα και το ρολόι μου για να ξέρω τι ώρα ήταν. Ήταν ακριβώς πέντε παρά δέκα. Το πλοίο έκλεινε τόσο πολύ τώρα, ώστε οι βάρκες είχαν κρεμαστεί πολύ προς τα έξω και ήμασταν υποχρεωμένοι να πηδήξουμε για να μπούμε μέσα. Αληθινά ήταν τραγική αυτή η στιγμή. Το τεράστιο σώμα του πλοίου ορθωνόταν από επάνω μας, τα κύματα κτυπούσαν την βάρκα στο πλευρό του σκάφους. Τέλος κόπηκαν τα σχοινιά και απομακρυνθήκαμε με τα κουπιά από το πλοίο, στην τρομακτική και απέραντη θάλασσα. Και θυμάμαι…  Θα θυμάμαι αιώνια αιωνίως την τρομερή και επιβλητική τραγωδία των στιγμών εκείνων, όταν το τεράστιο πλοίο ανατράπηκε με μιας και η κοκκινοβαμμένη καρένα του φάνηκε πάνω από την επιφάνεια των νερών. Το ζωηρό χρώμα της καρένας απλώθηκε πάνω από τα πράσινα νερά και έλαμπε ακόμα ζωηρότερα στο φως του ήλιου, που έγερνε στον ορίζοντα.

Τέλος το σκάφος και ο ήλιος χάθηκαν μαζί κάτω από την επιφάνεια των νερών. Λίγο πριν βυθιστεί το πλοίο ανυψώθηκε για μια φορά ακόμα, σαν ένα ζώο πριν εκπέμψει την τελευταία του πνοή. Οι μηχανές του λειτουργούσαν ακόμη και οι έλικές του εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν απεγνωσμένα στον αέρα. Τέλος χάθηκαν και το πλοίο και ο ήλιος και ήλθε το σκοτάδι. Ζαρώσαμε τότε μέσα στην βάρκα μας περικυκλωμένοι από το κρύο και την μοναξιά, όπως έκαναν αμέτρητοι άλλοι ναυαγισμένοι ναυτικοί, από τότε που τα πρώτα πλοία αντιμετώπισαν την θάλασσα… 

Η περιπέτειά μας δεν ήταν κάτι το νέο και πρωτοφανές. Σήκωσα λίγο το κεφάλι μου και είδα τις τελευταίες ακτίνες του φωτός να σβήνουν στον ουρανό και έπειτα, μη έχοντας τι άλλο να κάνω, άρχισα για πρώτη φορά να συλλογίζομαι το μέλλον. Αναφέρονται περιπτώσεις ανθρώπων που έμειναν μέσα σε βάρκες έπειτα από ένα ναυάγιο επί ημέρες. Η σκέψη αυτή φέρνει αληθινή τρέλα. Η πείνα… Το σώμα μου ήταν πολύ κουρασμένο, αλλά η σκέψη μου δεν ξεκολλούσε από τις φοβερές αυτές ιδέες. Δεν μπορώ να πω πόσο κράτησε η νύχτα εκείνη. Τα λεπτά κυλούσαν αργά, ατέλειωτα, σαν μολυβένια, μέσα σε μια μαύρη, ψυχρή αιωνιότητα. Ξαφνικά ο πλοίαρχος που κοίταζε μέσα στο σκοτάδι φώναξε: «Νομίζω ότι βλέπω ένα πλοίο!»

Ω! τη στιγμή εκείνη χάθηκε μονομιάς όλη η αγωνία και η αδυναμία και η καρδιά μου πήδησε μέσα στο στήθος μου. Αληθινά, η ζωή είναι γλυκιά με όλες τις σκοτεινές  κηλίδες της…

Η προτομή της Κατίνας Παξινού μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Ρίξαμε μια φωτοβολίδα και μετά από λίγο μέσα στο σκοτάδι, σε απόσταση 15 περίπου μιλίων, διακρίναμε ένα αδύνατο πράσινο ως να υψώνεται στον ουρανό σαν ρουκέτα. Καταλάβαμε τότε ότι είχαμε σωθεί. Βρεθήκαμε ξαφνικά μπροστά ένα βρετανικό πολεμικό. Το φως ήταν αρκετό, ώστε να διακρίνουμε τις κυματοειδείς λωρίδες που ήταν ζωγραφισμένες στα πλευρά του. Μας παρέλαβαν πάνω στο πολεμικό που ήταν γρήγορο και σιωπηλό. Ο εχθρός ήταν ακόμα στη θάλασσα και μπορούσε από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστεί και στον αέρα. Με το αυγά, το μπέικον, τον καφέ, τις περιποιήσεις, το ζεστό νερό, τα χαμόγελα και τα τσιγάρα που μας προσφέρθηκαν ξαναβρήκαμε γρήγορα το θάρρος μας.

Στο ζαρωμένο ακόμη μυαλό μου πρόβαλε σιγά – σιγά το γεγονός ότι εγώ ήμουν μια Ελληνίδα που είχε βρει όλη αυτή την περίθαλψη πάνω σε ένα βρετανικό πολεμικό, ότι οι γενειοφόροι αυτοί ναύτες και οι αξιωματικοί τους είχαν καρδιές παιδιών και θάρρος λιονταριών, ήταν οι άνδρες που κρατούσαν τον Ατλαντικό ελεύθερο για τα πλοία μας. Και τότε βρήκα αληθινά, την αποζημίωσή μου δια τη συμφορά μας: Είδα την βρετανική ψυχή ανθισμένη ή ίσως θα μπορούσα να πω: φλογισμένη… Διστάζω να γράψω πολλά πράγματα για αυτό, διότι φοβούμαι μήπως πειράξω την μετριοφροσύνη των ανθρώπων αυτών, αλλά καθώς παίζαμε μαζί και τραγουδούσαμε μαζί, όταν στο παλιό πιάνο του πλοίου έπαιξα μερικές νότες για να συνοδεύσω τον βαρύτονο πυροβολητή, καθώς γελούσα μαζί τους και τους είδα να εκτελούν την υπηρεσία τους, κατάλαβα ότι ο πόλεμος αυτός έχει κερδηθεί οριστικώς. Η ψυχή αυτή δεν μπορεί να νικηθεί ποτέ…

Την ώρα που είχαμε καθίσει για το γεύμα, σήμανε συναγερμός. Εχθρικά αεροπλάνα είχαν εμφανιστεί από πάνω μας και ο αξιωματικός που καθόταν δίπλα μου είπε: «Μα έχουν πολύ κακή ανατροφή αυτοί οι άνθρωποι!… Καμαρότε, κράτησε, παρακαλώ ζεστό το φαγητό μου. Θα γυρίσω σε λίγα λεπτά». Και έφυγε, πράγματι, για να σπεύσει στο καθήκον του. Η πειθαρχία εδώ είναι κάτι που βγαίνει από την ψυχή των ανθρώπων, είναι ίσως μια πνευματική ιδιότητά τους. Δεν ακούει κανείς εδώ ούτε φωνές, ούτε τις επιδείξεις, παρά μόνο ένα βαθύ και ειλικρινή «αμοιβαίο σεβασμό». Πιστεύω ότι αυτό ακριβώς το αίσθημα κάνει τους ανθρώπους αυτούς να συνεργάζονται και όχι ο «αμοιβαίος φόβος» που είναι το σύμβολο του εχθρού. Οι άνθρωποι αυτοί με έφεραν έτσι ασφαλώς στην αγγλική ακτή. Και όταν πάτησα πάλι την ξηρά ξέχασα με μιας και τον τορπιλισμό και την αγωνιώδη νύχτα και τον κίνδυνο. Δεν θυμάμαι παρά μόνο το πολεμικό αυτό και την ψυχή των ανδρών εκείνων. Και θυμάμαι και κάτι άλλο ακόμη. Στα παιδικά μου χρόνια η γιαγιά μου και η μητέρα μου με είχαν αναθρέψει με την πίστη ότι η Αγγλία είναι αληθινά μεγάλη χώρα και ότι η σκιά του προστατευτικού χεριού της είναι πάντοτε απλωμένη πάνω από τις τύχες της μικρής μας Ελλάδος. Είναι πολύς – πολύς καιρός που έχω ακούσει την ιστορία αυτή. Αλλά τώρα καταλαβαίνω τι σήμαιναν τα λόγια της γιαγιάς μου και καταλαβαίνω ότι τα λόγια της ήταν αληθινά».

Πηγή: Εφημερίδα «Η Πρωΐα», φ. 30 Μαρτίου 1941, σελ. 1 «Η περιπέτειά μου στον Ατλαντικό» της Κατίνας Παξινού.

Φωτογραφία ανάρτησης: Αναπαράσταση τορπιλισμού επιβατηγού πλοίου από γερμανικό υποβρύχιο
(Πηγή: Pinturas marina II Guerra Marina
https://pinturas-sgm-marina.tumblr.com/)

Author

Ο Στέφανος Παν. Μίλεσης είναι Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής και Ραδιοφωνικός Παραγωγός. Από το 2016 είναι Πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.