του Στέφανου Μίλεση

Τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, ξεκίνησε βαθμιαία η δημιουργία πόλεων και η αστικοποίηση του πληθυσμού. Στους δρόμους των πόλεων, βρέθηκαν να ζουν και οι μεγάλοι πρωταγωνιστές του αγώνα της εθνικής μας παλιγγενεσίας, οι πρώην αρματολοί και κλέφτες, στους οποίους η χώρα μας οφείλει στο μέγιστο βαθμό την ανεξαρτησία της. 

Αν και οι άνθρωποι αυτοί ανέμεναν από το ελεύθερο ελληνικό βασίλειο κάποια εξασφάλιση ως ανταμοιβή της θυσίας τους, η αλήθεια είναι ότι περιθωριοποιήθηκαν από τους Βαυαρούς και τον Όθωνα. Κρίθηκαν ακατάλληλοι να επανδρώσουν τον πρώτο εθνικό μας στρατό. Τα χρόνια περνούσαν, με τα παλληκάρια του αγώνα να κάθονται ξεχασμένοι, άποροι και άεργοι στο περιθώριο, συγκεντρωμένοι κύρια στα καφενεία του Ψυρρή, πέριξ μιας πλατείας, που λόγω αυτής της ιδιόμορφης σύναξής τους, έλαβε το όνομα Πλατεία Ηρώων. 

Αυτοί οι ήρωες ρέμβαζαν με τις ώρες, αναπολώντας τις ηρωικές εκείνες εποχές της δράσης, που βρίσκονταν στο κέντρο των γεγονότων και όχι στο περιθώριο, χτυπώντας ολομερής το κομπολόγι τους και καπνίζοντας. Η αεργία των επαναστατών του αγώνα, τους κατέστησε ευάλωτους στο να δέχονται δουλειές του ποδαριού, που συνήθως ήταν δουλειές ιδιαίτερης βίας και σκληρότητας, αφού όντας για χρόνια πολεμιστές δεν γνώριζαν να κάνουν κάτι άλλο.

Σταδιακά οι άνθρωποι που αναλάμβαναν δουλειές του πεζοδρομίου, ταυτίστηκαν με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που οι απόμαχοι επαναστάτες είχαν αποκτήσει από την εποχή που ακόμα μάχονταν στα πεδία του πολέμου. 

Ζωγραφικός πίνακας φιλοτεχνημένος από Γιουγκοσλάβο ζωγράφο Pavle Paja Jovanovik

Η μίμηση της συμπεριφοράς των αγωνιστών, γέννησε μεταγενέστερα τους κουτσαβάκηδες, τους μάγκες δηλαδή μέσα από τους οποίους εκπροσωπείτο η κοινωνία του περιθωρίου. Οι βετεράνοι της επανάστασης ήταν άνθρωποι σπουδαίοι που έγιναν ήρωες για έναν υψηλό σκοπό και αντί να εξυψωθούν, υποβιβάστηκαν και περιθωριοποιήθηκαν διότι το σύστημα διακυβέρνησης τους άφησε στο περιθώριο. Για αυτό και εκείνοι το περιφρονούσαν. Αυτό το σενάριο γοήτευσε γενιές και γενιές ανθρώπων, κυρίως των λαϊκών τάξεων που καθώς βρίσκονταν όμοια εκτός της κοινωνικής σκηνής, ταύτιζαν τους εαυτούς τους με τους άεργους ήρωες του Ψυρρή.

Αυτή η γοητεία σύντομα μετατράπηκε σε απόλυτη μίμηση! Για παράδειγμα επειδή πολλοί από τους οπλαρχηγούς και τους βετεράνους της επανάστασηςκούτσαιναν γιατί είχαν τραυματιστεί στο πόδιΚατά τον ίδιο τρόπο κούτσαιναν και εκείνοι που δεν είχαν τραυματιστεί γιατί απλά δεν είχαν πολεμήσει ποτέ τους! 

Αναζητώντας όμως την κοινωνική καταξίωση κούτσαιναν για να δείχνουν ότι δεν υστερούν στην ανδρεία κι ότι επίσης είχαν πολεμήσει κάπου –άγνωστο το πού- και έφεραν τραύμα πολέμου. Έτσι κάθε άνθρωπος της «πιάτσας» κατέληξε τελικώς να κουτσαίνει. Με αυτό τον τρόπο γεννήθηκαν οι Κουτσαβάκηδες (εκείνοι δηλαδή που βάδιζαν κουτσαίνοντας, από το “κουτσός και βάδην” ονομάστηκαν κουτσαβάκηδες), που διατήρησαν τα χαρακτηριστικά των παλαιών πολεμιστών του αγώνα, όμως χωρίς να έχουν οι ίδιοι συμμετάσχει πουθενά. Πλάκωναν στο ξύλο ακόμα και τον περαστικό διαβάτη αν δεν τους έβγαζε το καπέλο να τους χαιρετήσει σε ένδειξη υποταγής.

Ωστόσο μια άλλη δημώδη εκδοχή -που πάντα υπάρχει σε αυτές τις περιπτώσεις- παρουσιάζει ως γεννήτορα της ονομασίας κάποιον Πειραιώτη με ονοματεπώνυμο Δημήτριο Κουτσαβάκη, που το 1864 κατετάγη στο ιππικό παρέα με τον φίλο του Διονύση Διονυσιάδη -το μετέπειτα ιδρυτή του ομώνυμου θεάτρου στο Πασαλιμάνι-. 

Αυτός ο Κουτσαβάκης είχε χαρακτήρα τέτοιο που δημιουργούσε διαρκώς προβλήματα. Κατέβαινε στην αγορά της πόλης κι έσπαζε στο ξύλο τους περαστικούς για “ψύλλου πήδημα”. Όταν απολύθηκε από το ιππικό ο Κουτσαβάκης, ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του Γιάννη που ήταν βαρκάρης. Όταν πέθανε άφησε πίσω, ως κληρονομιά, το όνομά του να είναι ταυτισμένο με τον τύπο του νταή και του μάγκα. Το όνομά του ήταν πλέον πασίγνωστο. Κι αν κανένας έκανε τον παλικαρά γύριζαν και του έλεγαν:- Καλά; Τον Κουτσαβάκη κάνεις; 

Η εκδοχή αυτή όμως δεν φαίνεται να μπορεί να ευσταθεί.        
Άλλο χαρακτηριστικό μίμησης ήταν ακόμα ότι οι βετεράνοι οπλαρχηγοί της Πλατείας Ηρώων του Ψυρρή, κουβαλούσαν στην ψυχή τους ντέρτια και καημούς εξαιτίας των όσων είχαν στερηθεί εξαιτίας του πολέμου. Όμοια και οι κουτσαβάκηδες και οι λοιποί μάγκες, είχαν επίσης ντέρτια και καημούς, μόνο που σε αυτούς ήταν για άλλους λόγους και όχι εξαιτίας του πολέμου. Μια επίσης συνηθισμένη έκφραση των οπλαρχηγών του Ψυρρή ήταν τα πολλά «αχ και βαχ» που εξέφραζαν κατά τη στιγμή του ρεμβασμού τους, της αναπόλησης του ηρωικού τους παρελθόντος.

Δεν ήθελε και πολύ τα «αχ και βαχ» να γίνουν επίσης σύνθημα των κουτσαβάκηδων που το επαναλάμβαναν διαρκώς, καρφώνοντας το μαχαίρι τους πάνω στο ξύλινο τραπέζι της ταβέρνας και το άφηναν εκεί εκτεθειμένο σε κοινή θέα για να τρομοκρατεί. Άλλωστε πάνω σε αυτά τα «αχ και βαχ», και στα ντέρτια και στους καημούς των κουτσαβάκηδων στηρίχθηκαν δεκάδες εκατοντάδες στίχοι τραγουδιών, των ρεμπέτικων, πολλά από τα οποία εξιστορούσαν τη ζωή και τα κατορθώματα των κουτσαβάκηδων. 

Το ερώτημα που θα μπορούσε να απευθύνει κάποιος, είναι το τι κέρδιζαν όλοι αυτοί, μιμούμενοι μια γενιά του παρελθόντος, τη γενιά των αγωνιστών; Καταρχάς κέρδιζαν το σεβασμό του κοινωνικού τους περίγυρου. Εξίσου σπουδαίο όμως ήταν ότι κέρδιζαν μια ζωή χωρίς μισθωτή εργασία, χωρίς λογοδοσία σε αρχές και εξουσίες, εξασφαλίζοντας παράλληλα τα χρήματα για να ζήσουν. Και πώς το κατάφερναν αυτό; Αναλαμβάνοντας δουλειές του περιθωρίου. Έτσι τα ίδια πρόσωπα καταγράφονται με διαφορετικές ονομασίες, ανάλογα με την ιστορική περίοδο που αναφέρονται, αν και επί της ουσίας τα πρόσωπα αυτά εκδηλώνουν την ίδια συμπεριφορά.

Για παράδειγμα την περίοδο της Αγγλογαλλικής κατοχής του Πειραιά αναφέρονται ως μόρτες και είναι αυτοί που συλλέγουν τους πεθαμένους της τρομερής χολέρας. Και καθώς «Morto» στις περισσότερες λατινογενείς γλώσσες σημαίνει τον πεθαμένο, γεννήθηκε το μόρτης. 

Ακόμα προσλαμβάνονται ως τραμπούκοι. Τραμπούκος ονομαζόταν εκείνος που εργαζόταν ως πρωτοπαλίκαρο κάποιου πολιτικού προσώπου ή κόμματος με αποστολή να τρομοκρατεί τους πολιτικούς αντιπάλους του αφεντικού του. Οι τραμπούκοι έφτασαν να έχουν ενεργή ανάμιξη στην πολιτική ζωή του τόπου. Πολιτική διαδήλωση δεν γινόταν εάν δεν λαμβανόταν σοβαρά η άποψή τους. 

Όλη αυτή η «ευγενής» τάξη των Κουτσαβάκηδων είχαν καθιερώσει κοινούς τρόπους και κοινά γνωρίσματα. Φορούσαν μαύρο σακάκι και ριγέ παντελόνι που στένευε όσο κατέβαινε προς τα πόδια. Στη μέση έφεραν ένα πελώριο ζωνάρι με πολλές δίπλες για να τοποθετούν μέσα σε αυτές τις κάμες, τις ισόβιες και τα άλλα εργαλεία της δουλείας τους. Μέσα σε αυτές τοποθετούσαν επίσης την καπνοσακούλα, το τσακμάκι και την πίπα. 

Τα παπούτσια τους ήταν πάντα μαύρα με ψηλό τακούνι και σουβλερή μύτη. Για να είναι μαλακά τα άλειφαν καθημερινώς με λίπος καθώς έπρεπε όταν περπατούν να κάνουν θόρυβο, να τρίζουν δηλαδή, για να γίνεται η παρουσία τους αισθητή. Από κει βγήκε και η έκφραση «περπατάει και τρίζει η γη». Το ιερότερο όμως όλων ήταν το μουστάκι! Για αυτό και πάντοτε έφεραν μαζί τους καθρεφτάκι και τσατσάρα για να το χτενίζουν.

Τα παλαιότερα χρόνια τα μαλλιά τους έπρεπε να έχουν μακριές αφέλειες για να τους κρύβουν τα μάτια. Αργότερα οι κουτσαβάκηδες φόρεσαν στον κεφάλι ρεπούμπλικα με μια μαύρη ζώνη γύρω από αυτήν. Έδειχναν με τη μαύρη ζώνη, ότι είχαν πένθος για τον ήρωα πρόγονό τους που ήταν βετεράνος οπλαρχηγός της επανάστασης και αυτός που την φορούσε, κρατούσε τάχα από ρίζα οπλαρχηγού. Η παλικαριά πίστευαν ότι ήταν προνόμιο κληρονομικό. Η περπατησιά τους όπως είπαμε και προηγούμενα ήταν χαρακτηριστική, αφού στην κυριολεξία σέρνονταν. 

Με αυτό το σύρσιμο και το βαρύ περπάτημα –που καθιερώθηκε ως η περπατησιά του μάγκα- με τα “αχ βαχ” και τα μουρμουρητά, ήθελαν να δείξουν ότι ήταν άνθρωποι βασανισμένοι, του πεζοδρομίου, με πολλά τραύματα και εμπειρίες, όπως έκαναν παλαιότερα οι πραγματικά τραυματισμένοι οπλαρχηγοί της επανάστασης.

Το σακάκι οι κουτσαβάκηδες το φορούσαν μόνο από το ένα χέρι το αριστερό, ενώ το δεξί μανίκι το άφηναν να κρέμεται ελεύθερο. Αυτό ήταν κατάλοιπο των περιγραφών των οπλαρχηγών της επανάστασης από τους τρομερούς ξένους Φιλέλληνες που συγκρότησαν την πρώτη ίλη ιππικού. Οι Έλληνες της επανάστασης σπάνια ήταν ιππείς. Έτσι η πρώτη ίλη ιππικού που συγκροτήθηκε από ξένους Φιλέλληνες εντυπωσίασε τους Έλληνες. Οι στολές της Ίλης Ιππέων ήταν όμοιες με εκείνες των Ούγγρων Ουσάρων, και ενώ οι κάπες τους είχαν μανίκια οι ιππείς τις φορούσαν ριχτές όμοια με μπέρτα.

Σχέδιο του Richard Knötel (1857-1914) (Πηγή Wikipedia)
Οι στολές ήταν όμοιες με εκείνων των Ούγγρων Ουσάρων, και ενώ οι κάπες τους είχαν μανίκια οι ιππείς τις φορούσαν ριχτές όμοια με μπέρτα.

Όμως αν κάποιος ήθελε να ενταχθεί στην «ευγενή» τάξη των κουτσαβάκηδων μόνη η μίμηση δεν ήταν αρκετή. Όφειλε να ξεκινήσει την σταδιοδρομία του συχνάζοντας σε ένα καφενείο από αυτά που οι αναγνωρισμένοι κουτσαβάκηδες σύχναζαν. Μόλις έβλεπε κάποιον να περνά από κοντά του πετούσε πάνω του μια λεμονόκουπα ή έναν μικρό τενεκέ για να τον προκαλέσει για καυγά. Φυσικά κανείς από τους περαστικούς διαβάτες δεν τόλμαγε να αντιδράσει, γιατί ήξερε ότι ο κούτσαβος θα τραβήξει μαχαίρι και θα τον καθαρίσει επί τόπου. Ήταν ή ηρωισμός ή αποκοτιά να περάσει κάποιος από καφενείο που σύχναζαν κουτσαβάκηδες. Από εκεί βγήκε και η φράση «πρόσεξε μην σε πάρουν με τις λεμονόκουπες» ή «μας πήραν με τις λεμονόκουπες»

Γενικά πολλοί ήταν οι υποψήφιοι προς ένταξη στην τάξη των κουτσαβάκηδων. Για να καταφέρουν οι επίδοξοι κουτσαβάκηδες να εντυπωσιάσουν, έφταναν στο σημείο να στραβώνουν τα πιρούνια με το στόμα, να μασάνε γυαλιά ή να σπάνε ποτήρια με το στόμα. Το γεγονός αυτό του παράδοξου εντυπωσιασμού ήταν που εισήγαγε στο ζεϊμπέκικο, το χορό με το ποτήρι στο στόμα ή το σήκωμα του τραπεζιού με τα δόντια. Η κατάσταση θα είχε παρεκτραπεί εντελώς αν δεν επενέβαινε ο Μπαϊρακτάρης ο οποίος αντί να κηρύξει πόλεμο κατά των κουτσαβάκηδων με όπλα, προκαλώντας αιματοχυσία, προκάλεσε τον εξευτελισμό τους. 

Όποιος είχε την εμφάνιση Κουτσαβάκη οδηγείτο στο οικείο τμήμα. Ακολουθούσε σωματική έρευνα για ανεύρεση όπλων. Μόλις τα έβρισκαν πάνω του ακολουθούσε η ποινή η οποία όμως δεν ήταν το κρατητήριο! Η πραγματική ποινή ερχόταν ήταν το κόψιμο των αφελειών τους με την ψαλίδα. Το ίδιο πάθαινε και το ένα μανίκι από το σακάκι τους. Κι αυτοί μέχρι να τους μεγαλώσουν ξανά οι αφέλειες κρύβονταν για να μην τους δουν, κι έτσι η «κοινωνία» ηρεμούσε για λίγο από την απουσία τους.

Ο τρόπος ενδυμασίας και τα “εξαρτήματα” που έφερε επί της ζώνης του, η γνωστή φιγούρα του Πειραιώτη Σταύρακα, στο θέατρο Σκιών, αντιπροσώπευε τον τύπο των Κουτσαβάκηδων
Πηγές;
http://www.24grammata.com/?p=45587 (άρθρο του Δημήτρη Σταθακόπουλου επί των Κουτσαβάκηδων)
- άρθρο Π. Κατηφόρη "Οι Κουτσαβάκηδες", εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", φ. 1 Δεκεμβρίου 1930, σελ. 3
- Οι Φωτογραφίες που συνοδεύουν την ανάρτηση αλιεύθηκαν από το διαδίκτυο
Author

Ο Στέφανος Παν. Μίλεσης είναι Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής και Ραδιοφωνικός Παραγωγός. Από το 2016 είναι Πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.