Όλη τη Μεγάλη εβδομάδα και ακόμα πιο πριν, το λιμάνι γέμιζε καΐκια που φορτωμένα από κτηνοτροφικά κοπάδια ξεφόρτωναν το φορτίο τους το ένα πίσω από το άλλο στου Τζελέπη. Στη συνέχεια μαζί με τους κτηνοτρόφους που τα συνόδευαν, ξεχύνονταν στους δρόμους του Πειραιά παίρνοντας τον δρόμο για το σφαγείο. Οι Πειραιώτες αποκαλούσαν όλα αυτά τα κοπάδια για συντομία “αρνιά για σφάξιμο” κι ας μην ήταν μόνο αρνιά. Γέμιζε η παραλία και οι γύρω δρόμοι από κοπάδια που συνωστίζονταν ανάμεσα στις άμαξες, στα κάρα και εργαζόμενους που αμέριμνοι περπατούσαν και ξαφνικά τα έβλεπαν μπροστά τους.

Φυσικά σε όλη την διάρκεια του έτους ο Πειραιάς παρουσίαζε αυτό το θέαμα. Όσο πλησίαζε όμως η Μεγάλη Εβδομάδα οι πλωτές αποστολές κοπαδιών πολλαπλασιάζονταν και το λιμάνι γέμιζε από την παρουσία τους. Μέχρι το 1883, όταν ακόμα δεν υπήρχαν οργανωμένα σφαγεία στον Πειραιά τα κοπάδια περιφέρονταν όχι μόνο μέσα το λιμάνι που γινόταν η αποβίβαση αλλά στη συνέχεια και στους υπόλοιπους δρόμους του Πειραιά για να διαλέξουν οι σπιτονοικοκύρηδες ποιο ζώο θα αγοράσουν.  Η σφαγή γινόταν αργότερα από τους ίδιους τους αγοραστές. Με την δημιουργία δημοτικών σφαγείων το 1883 έπαυσε να διενεργείται η περιφορά ζώων. Όμως η εικόνα που παρουσίαζαν τα Δημοτικά Σφαγεία ήταν τρομερή! 

Τα σφαγεία Πειραιώς ολοκλήρωσαν την οικοδόμησή τους το 1883 σε σχέδια του αρχιτέκτονα του Δήμου Πειραιά Πειραιώτη Υδραϊκής καταγωγής Ιωάννη Λαζαρίμου, για να καλύψουν τις ανάγκες ενός πληθυσμού που τότε έφτανε τις 40 χιλιάδες. Οι εγκαταστάσεις βρίσκονταν στην Δραπετσώνα και ο τρόπος σφαγής ζώων έμεινε ο ίδιος μέχρι και τις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που ο Δήμαρχος Πειραιά Μιχάλης Μανούσκος επιχείρησε να βελτιώσει την κατάσταση.

Ένα υπόστεγο πέτρινο με διπλές καμάρες στην αρχή, με άλλα όμοια που προστέθηκαν αργότερα δεξιά κι αριστερά του, αποτελούσαν τις εγκαταστάσεις των σφαγείων. Διαιρούνταν εσωτερικά σε τμήματα ανάλογα με τα είδη των ζώων που σφαγιάζονταν. Όμως σε όλα τα τμήματα η κατάσταση ήταν πρωτόγονη. Πριν από τα υπόστεγα υπήρχε ένα άπλωμα, μια περίβολος όπου οι καραγωγείς περίμεναν με φορτωμένα από ζώα τα κάρα τους ή σκόρπια ζώα (κοπάδια) οδηγούμενα στο σημείο από τους κτηνοτρόφους τους. Οι εγκαταστάσεις αυτές οικοδομήθηκαν σε έκταση επί της οποίας λειτουργούσε η παλιά ζωαγορά του Λούκου.  

Οι εργαζόμενοι στα σφαγεία χωρίζονταν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Στους Σφαγείς, στους Εκδορείς και στους Εντεροκόμους

Δίπλα σε αυτούς υπήρχαν κι άλλοι κλάδοι εργαζομένων που δεν ανήκαν όμως στο προσωπικό των Σφαγείων αλλά αποτελούσαν συνεργαζόμενους κλάδους. Αυτοί ήταν οι Φορτοεκφορτωτές και οι Συνοδοί ζώων.  

Στο τμήμα όπου σφάζονται και γδέρνονταν οι χοίροι το δάπεδο είχε υποστεί καθιζήσεις από τη χρήση και είχαν σχηματιστεί λάκκοι γεμάτοι από πηχτό αίμα. Στη διπλανή πτέρυγα σφάζονταν αρνιά και τράγοι. Οι Σφαγείς και οι Εκδορείς παρουσίαζαν ένα θέαμα φρικιαστικό. Ματωμένοι έως πάνω στους αγκώνες φορώντας παλιόρουχα κινούνταν ολομερής με ένα μαχαίρι στο χέρι σφάζοντας και γδέρνοντας. Ανάμεσα στους λάκκους είχαν ανοιχτεί αυλάκια για να φεύγει το αίμα που λίμναζε, ωστόσο οι αύλακες αυτοί φράζονταν συχνά από εντόσθια και ακαθαρσίες ζώων. Σταδιακά οι δύο αυτές ειδικότητες ενοποιήθηκαν και έτσι είχαμε το επάγγελμα του Εκδοροσφαγέα
Τα σφαγεία της Δραπετσώνας είχαν οικοδομηθεί δίπλα στη θάλασσα, στον όρμο Φωρών, κοντά στα εργοστάσια της εταιρείας Λιπασμάτων. Όλα τα αυλάκια των υπόστεγων έπεφταν σε έναν κεντρικό οχετό που κατέληγε στη θάλασσα. Η παραλία μπροστά από τα σφαγεία είχε μεταβληθεί σε μια πολτώδη μάζα που ανέδιδε φρικαλέα κακοσμία.

Στην δεξιά πλευρά των σφαγείων είχε ανατεθεί σε υπαλλήλους του σφαγείου το καθήκον να καθαρίζουν τα έντερα των σφαγμένων ζώων, οι ακαθαρσίες των οποίων επίσης κατέληγαν στη θάλασσα. Αυτοί ήταν γνωστοί ως Εντεροκόμοι. Η εργασία τους θεωρείτο η χειρότερη όλων των εργασιών του σφαγείου, για αυτό και εργάζονταν εκτός υπόστεγων στην δεξιά τους πλευρά. Όχι μόνο η θάλασσα του όρμου που τελικά επικράτησε να αποκαλείται όρμος σφαγείων (από όρμος Φωρών) αλλά και η ατμόσφαιρα ολόγυρα, εξέπεμπαν μια δυσώδη οσμή που δύσκολα μπορούσε να την αντέξει κάποιος. Οι Εντεροκόμοι καθάριζαν τα έντερα των ζώων από τις ακαθαρσίες και στη συνέχεια τα συσκεύαζαν προκειμένου να τα αποστείλουν στο εξωτερικό κύρια για την παραγωγή χορδών. 

Η παρουσία εντοσθίων και αίματος στη θάλασσα αποτελούσε πόλο έλξης καρχαριών που συχνά έκαναν την εμφάνισή τους. Πολλοί κολυμβητές ακόμα και όταν κολυμπούσαν σε ακτές μακρινές των σφαγείων έπεφταν θύματα θαλασσίων κτηνών που έλκονταν από το αίμα των σφαγείων. 

Δύο ακόμα τύποι επαγγελματιών όπως αναφέραμε υπήρχαν οι Φορτοεκφορτωτές και οιΣυνοδοί Ζώων η εργασία των οποίων δεν ήταν ευκολότερη. Αναλάμβαναν τη μεταφορά των ζώων από τους τόπους που εκτρέφονταν μέχρι τα Δημοτικά Σφαγεία, όταν την εργασία αυτή δεν την αναλάμβανε ο ίδιος ο κτηνοτρόφος. Η μεταφορά δεν ήταν εύκολη εργασία ειδικώς όταν τα προς μεταφορά ζώα ήταν μεγάλα όπως οι ταύροι. Συχνά αναφέρονταν τραυματισμοί με θύματα όχι μόνο συνοδούς αλλά και περιοίκους.

Υπήρχε και Ένωση Φορτοεκφορτωτών και Μεταφορέων η οποία μεριμνούσε για τα αιτήματα αυτής της τάξης των εργαζομένων. Η μεταφορά από τους τόπους εκτροφής στον τόπο σφαγής δεν ήταν εύκολη υπόθεση όταν μάλιστα απαιτούσε αλλαγές μεταφορικών μέσων. Τα διάφορα ζώα δεν κατέφταναν στον Πειραιά μόνο με τα πλωτά μέσα αλλά και σιδηροδρομικώς. Όταν οι διαδρομές ήταν μεγάλες και απαιτούσαν διανυκτέρευση φρόντιζαν οι συνοδοί ζώων να κλείσουν μάντρες για την προσωρινή φιλοξενία τους. Για την εργασία τους η ανταμοιβή εξαρτάτο από τον αριθμό των κεφαλιών που μετέφεραν και τα είδη τους. Ωστόσο δεν εισέπρατταν την αμοιβή καθώς αυτή πληρωνόταν στο ταμείο της Ενώσεως, η οποία στη συνέχεια την διένειμε ισομερώς στα μέλη. 

Τον Απρίλιο του 1910 παρουσιάστηκε στον Υπουργό Εσωτερικών επιτροπή Κρεοπωλών Πειραιώς και του υπέβαλε αίτημα μεταφοράς των Σφαγείων Πειραιώς επειδή τα ακάθαρτα ύδατα του Σφαγείου χύνονταν στη θάλασσα και δεν τηρούνται οι απαραίτητοι όροι και προϋποθέσεις.  

Το 1915 το Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιώς σε έκτακτη συνεδρίασή του ενέκρινε τη λήψη δανείου από την Εθνική Τράπεζα με σκοπό την μεταφορά των Σφαγείων στην οδό Πειραιώς.

Τα σφαγεία έως το 1934 που ανήκαν στον Δήμο Πειραιώς δεν τύγχαναν ουσιαστικής δημοτικής μέριμνας. Ακόμα όμως και όταν ο Δήμος Πειραιά διασπάστηκε το 1934 σε μικρότερους Δήμους και Κοινότητες, τα Σφαγεία συνέχιζαν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, παρότι λόγο είχαν όλοι οι δήμοι της περιφέρειας του Πειραιά. 

Το 1938 ο Δήμαρχος Πειραιά Μιχάλης Μανούσκος αποφάσισε τον εκσυγχρονισμό και την καλυτέρευση των συνθηκών υγιεινής στα Σφαγεία. Για τον σκοπό αυτό επισκέφθηκε τους χώρους για να σχηματίσει άποψη. Όταν έφτασε κοντά στα υπόστεγα τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν ποιος είναι και τι θέλει εκεί. Ο διάλογος που ακολούθησε είναι χαρακτηριστικός της εγκατάλειψης των εγκαταστάσεων. 

«Είμαι ο Δήμαρχος Πειραιά», είπε ο Μανούσκος και τότε ο άλλος τον κοίταξε με δυσπιστία. «Δεν σου κάνω για Δήμαρχος;» τον ρώτησε ο Μανούσκος. «Μα ξέρω κι εγώ;» απάντησε ο εργαζόμενος των Σφαγείων «Δέκα χρόνια έχει να πατήσει το πόδι του ο Δήμαρχος και θα μου πεις πως είσαι εσύ;». Κάποιος άλλος εργαζόμενος των Σφαγείων από δίπλα παρενέβη «Ελάτε κύριε Δήμαρχε, ελάτε να δείτε τα χάλια μας!»

Την εποχή που διενήργησε επίσκεψη στα Σφαγεία ο Δήμαρχος Πειραιά, Διευθυντής τους ήταν ακόμα ο Μιχαλοπετράκος που είχε διοριστεί στη θέση αυτή από το 1928! Όσοι γενικώς επισκέπτονται τα Σφαγεία Πειραιώς ανέτοιμοι για ό,τι αντικρίσουν, περιγράφουν στη συνέχεια μια κατάσταση όμοια με την κόλαση του Δάντη.   

Η εργασία στα Σφαγεία ήταν δύσκολη και μόνο άνθρωποι μεγάλης αντοχής μπορούσαν να την αντέξουν. Επρόκειτο για ανθρώπους του λιμανιού, συνήθως πρώην αραμπατζήδες ή βαρκάρηδες, για αχθοφόρους ή για ανθρώπους που ναυτολογούνταν ως κατώτερα πληρώματα εμπορικών πλοίων. Μεταξύ των ανθρώπων που άσκησαν το επάγγελμα του εκδορέα συναντούμε και τον Μάρκο Βαμβακάρη, ο οποίος επίσης είχε προγενέστερα ασκήσει το επάγγελμα του βαρκάρη. Γενικώς στα αστυνομικά δελτία απασχολούνται διαρκώς με καταγραφές διαφόρων αδικημάτων που διαπράχθηκαν από εκδορείς και σφαγείς.  

Ένα από τα σοβαρά προβλήματα των εγκαταστάσεων ήταν η παροχή άφθονου νερού από την ΟΥΛΕΝ. Όλη η περιοχή της Δραπετσώνας τότε αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα για αυτό και οι διπλανές εγκαταστάσεις της Εταιρείας Λιπασμάτων είχαν προβλέψει και την κατασκευή υδατοδεξαμενής (υδατόπυργου) που σώζεται μέχρι τις μέρες μας. Στα Σφαγεία η παροχή ύδατος γινόταν σε ορισμένες ώρες της ημέρα μόνο.

Στα σφαγεία σε όλη την διαδικασία προβλεπόταν να παρίσταται υγειονομικός ιατρός ο οποίος ενέκρινε και επέβλεπε την διαδικασία στο σύνολό της και επόπτευε τα τμήματα των ζώων που είχαν χαρακτηριστεί ως ακάθαρτα και ακατάλληλα προς βρώση τα οποία συγκεντρώνονταν σε ένα μικρό δωμάτιο. Αυτά έπρεπε να πετιούνται καθημερινά σε έναν κλίβανο προς καύση ο οποίος όμως δεν υπήρχε στο Σφαγείο Πειραιώς παρά μόνο στο Σφαγείο Αθηνών. Έτσι μέχρι να συγκεντρωθούν τα τμήματα αυτά για να μεταφερθούν, σάπιζαν και αποτελούσαν επίσης μια ακόμα εστία μόλυνσης και διαμαρτυρίας. 

Η διαρκής παροχή ύδατος, η δημιουργία κλιβάνου καύσης και η οικοδόμηση αποδυτηρίων και λουτρών για τους εργαζόμενους των σφαγείων αποτελούσαν τα μόνιμα αιτήματά τους. Επιπρόσθετα απουσίαζαν τα μέσα απολύμανσης ακόμα και ο κοινός ασβέστης. Μεσολάβησε ο πόλεμος, τα έργα εκσυγχρονισμού ουδέποτε έγιναν και μόνο μεταπολεμικά (περίοδο 1946 – 1949) τα αιτήματα των εργαζομένων υλοποιήθηκαν.  

Author

Ο Στέφανος Παν. Μίλεσης είναι Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής και Ραδιοφωνικός Παραγωγός