του Στέφανου Μίλεση

Αν για τους άλλους χριστιανικούς λαούς το Πάσχα έχει μόνο θρησκευτική σημασία, για μας τους Έλληνες από αιώνες τώρα, η εορτή αυτή έχει και συμβολισμό Εθνικό. Η ευχή Καλή Ανάσταση τόσο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όσο και μεταγενέστερα, κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, δε σήμαινε μονάχα την Ανάσταση του Κυρίου, αλλά και απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων. Οι Έλληνες με την ευχή “Καλή Ανάσταση” μπορούσαν μπροστά στα μάτια των κατακτητών να φωνάξουν δυνατά ο ένας στον άλλον εννοώντας κάτι διαφορετικό από εκείνο που αντιλαμβάνονταν οι δυνάστες. Επίσης το Πάσχα πέρα από το θρησκευτικό του χαρακτήρα ταυτίστηκε με πλήθος εθίμων όπως κόκκινα αυγά, κουλούρια λαμπριάτικα, λευκές καταστόλιστες λαμπάδες, ασβέστωμα των κορμών δένδρων των μανδρών και των πεζοδρομίων, προετοιμασία του σπιτιού για την έλευση της Μεγάλης Εβδομάδας.

Η Μεγάλη Εβδομάδα

Η Μεγάλη Εβδομάδα για όλο τον Ελληνορθόδοξο κόσμο είναι η ιερότερη εβδομάδα του έτους. Διότι ο ελληνικός λαός δεν βλέπει απλά την Μεγάλη Εβδομάδα ως μια τυπική επέτειο, αλλά τη νιώθει ως μια επανάληψη του θείου μαρτυρίου. Η Μεγάλη Εβδομάδα συνεπώς δεν αποτελεί ανάμνηση που επαναλαμβάνεται αλλά βίωμα.

Πάσχα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας

Οι κάτοικοι της Αθήνας και των άλλων πόλεων στα χρόνια της τουρκοκρατίας πήγαιναν σε μικρά εκκλησάκια. Ειδικώς οι εκκλησίες των Αθηνών ήταν όλες μικροσκοπικές διότι μεγάλα οικήματα έπρεπε να είναι μόνο τα Τζαμιά. Άλλωστε όλες οι μεγάλες βυζαντινές εκκλησίες είχαν μετατραπεί σε τζαμιά. Οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρονταν να μετατρέψουν σε τζαμιά κάτι που ήταν ταπεινό ή ασήμαντο και έτσι οι Έλληνες έφτιαχναν τις εκκλησίες τους μικροσκοπικές. Οι κάτοικοι της Αθήνας ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στα μικρά εκκλησάκια της Πλάκας.

Καμπάνες

Στην Αθήνα της Τουρκοκρατίας οι ραγιάδες όφειλαν να ασκούν τη λατρεία τους αθόρυβα. Έτσι τόσο στις γιορτές όσο και στις κυριακάτικες λειτουργίες οι πιστοί γνώριζαν την ώρα προσέλευσης και πήγαιναν χωρίς να έχει προηγηθεί κωδωνοκρουσία. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου μας πληροφορεί ότι διάφορες γυναίκες των ενοριών οι λεγόμενες κλησσάρισες πήγαιναν και κτυπούσαν τις εξώπορτες των σπιτιών τρεις φορές με ένα ξύλινο σκερπάνι και φώναζαν «κοπιάστε στην εκκλησία».

Το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαΐων

Τα παλαιότερα χρόνια στις γειτονιές της πόλης τα μικρά παιδιά σχημάτιζαν διάφορες παρέες στους δρόμους και τραγουδούσαν το Σάββατο του Λαζάρου “Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες. Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους!”.

Την Κυριακή των Βαΐων όλοι μας διατηρούμε από τα παιδικά μας χρόνια την ανάμνηση των μεγάλων καλαθιών γεμάτο από βάγια σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Ο ιερέας μοιράζει σε καθέναν από ένα κλωνάρι. Οι πιστοί το μεταφέρουν στο σπίτι τους όπου θα μείνει για έναν ολόκληρο χρόνο. Το κλωνάρι αυτό θεωρείτο ευλογημένο και συνεπώς καθάριζε το σπίτι από κάθε λογής κακή παρουσία. Για αυτό και έθεταν το κλωνάρι της βάγιας στα εικονίσματα του σπιτιού.

Όμως όταν έρθει το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων τότε όλα μονομιάς αρχίζουν και αλλάζουν. Το βράδυ εκείνο η εκκλησία ντύνεται στα μαύρα. Πένθιμες κορδέλες κρεμιούνται από τα καντήλια και στους κίονες και βαρύ πένθος σκεπάζει όλο το χώρο. Η Μεγάλη εβδομάδα ήταν τότε γραφικότατη καθώς περνούσε στις εκκλησίες με προσευχή και νηστεία με αποκορύφωμα φυσικά την Μεγάλη Παρασκευή που δεν έτρωγαν καθόλου ή μόλις που έβαζαν στο στόμα τους λίγες μπουκιές παξιμάδι. Οι ηλικιωμένοι όλη την Μεγάλη Εβδομάδα έτρωγαν λίγο μόνο μετά την δύση του ηλίου.

Μεγάλη Δευτέρα

Τα πρώτα χρόνια της Πειραϊκής πολιτείας, από το 1835 δηλαδή και μετά, επειδή οι περισσότεροι κάτοικοι προέρχονταν από νησιά, εκεί δεν είχαν το έθιμο της σούβλας, έθιμο που κατά κύριο λόγο ήταν της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι περισσότεροι νησιώτες είχαν το συνήθεια της «στάμνας». Φούρνιζαν (στάμνιζαν) το κατσικάκι μέσα σε μια πήλινη στάμνα, κομμένη κατά μήκος. Τελικά όμως το έθιμο της σούβλας επικράτησε και στους νησιώτες. Και τότε άρχισαν να εμφανίζονται στον Πειραιά τα λεγόμενα “πλωτά κοπάδια”. Επρόκειτο για τσοπάνηδες από διάφορες περιοχές της χώρας που φόρτωναν τα κοπάδια τους καΐκια για να τα μεταφέρουν στο λιμάνι του Πειραιά προς πώληση.

Τα πλωτά κοπάδια

Καθώς η συνήθεια του σουβλίσματος επικρατούσε σε κάθε σπίτι, όλη τη εβδομάδα πριν από το Σάββατο του Λαζάρου -και ακόμα πιο πριν μεταγενέστερα- το λιμάνι γέμιζε από κοπάδια αρνιών που τα έφερναν με τα καΐκια από τα διάφορα νησιά αλλά και από τα ηπειρωτικά μεσόγεια της Αττικής. Πλημμύριζαν οι δρόμοι του πειραϊκού λιμανιού με χιλιάδες αρνιά, κατσίκια, πρόβατα που άναρχα έτρεχαν δώθε κείθε πανικόβλητα στους δρόμου. Πραγματική εξωφρενική εικόνα τα ζωντανά να περιφέρονται στην πολιτεία για να τηρηθεί το έθιμο του Πάσχα. Διότι τότε το αρνί έπρεπε να σφαχτεί από τον νοικοκύρη. Έτσι τα κοπάδια περιφέρονταν με τους τσοπάνηδες μέσα στα στενά σοκάκια του Πειραιά όπου οι αγοραστές το έπαιρναν ζωντανό. Για αυτό και όταν οι τσοπάνηδες τα περιφέρανε στους δρόμους φώναζαν «αρνιά για σφάξιμο». Μέχρι την Μεγάλη Δευτέρα όλοι οι νοικοκυραίοι όφειλαν να έχουν προμηθευτεί το αρνί η σφαγή του οποίου θα γινόταν την Μεγάλη Πέμπτη από τους σφαγείς αν δεν μπορούσε ο ίδιος ο αγοραστής να το σφάξει. Έτσι λοιπόν μέχρι την Μεγάλη Δευτέρα οι πωλητές φώναζαν “αρνιά για σφάξιμο” ενώ την Μεγάλη Πέμπτη όπως θα δούμε στη συνέχεια τη θέση των πωλητών καταλάμβαναν οι σφαγείς που φώναζαν “ποιος έχει αρνιά για σφάξιμο”.

Κοπάδια στους δρόμους της πόλης με τους άνδρες κάθε σπιτιού να έχουν επωμιστεί με το έργο της επιλογής του κατάλληλου αρνιού…
Όλη η οικογένεια και οι φίλοι γύρω από τη σούβλα

Μεγάλη Πέμπτη

Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης ο Σταυρωμένος που βγαίνει κάνει τον λαό να αισθάνεται τόσο έντονα ώστε τα παλαιότερα χρόνια οι πιστοί δάκρυζαν και οι άνθρωποι γονάτιζαν με πραγματική ευλάβεια. Ειδικά οι γυναίκες τις στιγμές εκείνες νιώθουν σαν τις Μυροφόρες που κλαίνε σπαραχτικά για το δικό τους παιδί.

Την Μεγάλη Πέμπτη όμως Έπρεπε το αρνί της Λαμπρής να σφαχτεί στο σπίτι του νοικοκύρη. Το έθιμο αυτό αμέσως “γέννησε” το επάγγελμα του πλανόδιου σφαγέα όπου οποίος διάβαινε τους δρόμους της πόλης ειδικά την Μεγάλη Πέμπτη κρατώντας στα χέρια τους τα σύνεργα της σφαγής φωνάζοντας δυνατά κάθε τόσο “ποιος έχει αρνιά για σφάξιμο;”.

Οι σφαγείς γνώριζαν από την πείρα τους πού όφειλαν να πάνε και κατευθύνονταν μέχρι και τις πιο απόμερες συνοικίες της πόλης. Όσοι νοικοκυραίοι δεν διέθεταν μονοκατοικίες με αυλές, διότι μη ξεχνάμε πως πολλές οικογένειες τότε έμεναν σε καμαράκια γύρω από μια κεντρική αυλή στην οποία ο χώρος δεν επαρκούσε, αναζητούσαν κενούς χώρους σε οικόπεδα της συνοικίας κι αν αυτά δεν υπήρχαν τότε κατέφευγαν υπό τύπο εκδρομής σε έρημους λόφους και κάμπους έξω από την πόλη. Από εκεί γεννήθηκε και το έθιμο της πασχαλινής εξόδου από την πόλη που με τα χρόνια όμως έλαβε διαφορετικό χαρακτήρα από τον αρχικό. Διότι σήμερα οι εξοδούχοι θεωρούνται προνομιούχοι οικονομικά αφού έχουν την δυνατότητα να μεταβούν κάπου για τον εορτασμό του Πάσχα, ενώ τότε εξοδούχοι ήταν όσοι δεν διέθεταν ούτε ένα μέτρο γης για να σουβλίσουν το αρνί τους και αναγκάζονταν να μεταβούν έξω από τα όρια της πόλης.

Μεγάλη Παρασκευή

Είναι η ημέρα της Αποκαθήλωσης μετά την οποία άρχιζε ο στολισμός του Επιταφίου. Οι νέες της περιοχής άρχισαν τότε μέσα στο κέντρο της εκκλησίας το στόλισμα του Επιταφίου. Κάθε γυναίκα έφερνε μπουκέτα από λουλούδια αλλά διάφορα μυρωδικά. Τα κρίνα, τα τριαντάφυλλα αλλά και κάθε λογής χρωματιστά λουλούδια άσπρα και κόκκινα συνήθως δέσποζαν. Όση ώρα διαρκούσε το στόλισμα όλοι έψαλλαν το “Ζωή εν τάφω”, το “Άξιον εστί” και “Αι γενεαί πάσαι”. Δίπλα σε αυτούς τους ύμνους της εκκλησίας μας υπήρχαν παλαιότερα και θρήνοι λαϊκοί όπως το γνωστό και ως “Μοιρολόγι της Παναγίας” που έλεγε: 

“Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα αποχωρίζεται υιός απ’ τη μητέρα. Σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι, για να σταυρώσουν τον Χριστό των πάντων βασιλέα…”.

Την Μεγάλη Παρασκευή το πένθος είναι τόσο μεγάλο που τα πρόσωπα όλων ήταν σκυθρωπά, οι εργασίες σταματούσαν και ακόμη και τα μικρά παιδιά ένιωθαν τη σοβαρότητα των στιγμών και οι γονείς τους δεν επέτρεπαν οποιοδήποτε παιχνίδι στην γειτονιά. Όπως συμβαίνει με έναν νεκρό συγγενή μας έτσι και τότε όλοι θα πάνε να προσκυνήσουν το φέρετρο που στην περίπτωση αυτή είναι ο Επιτάφιος, φέροντας ο καθένας ένα μπουκέτο λουλούδια από τον ανθισμένο κήπο του σπιτιού τους. Όλη την Μεγάλη Παρασκευή οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν πένθιμα. Το ίδιο βράδυ θα σπεύσουν όλοι να συνοδεύσουν το μεγάλο νεκρό προς τον τάφο.

Ημέρα του Επιταφίου πριν από την έξοδο του οποίου όμως, όφειλαν όλοι οι πιστοί να τον έχουν προσκυνήσει. Οι μανάδες έφερναν τα μικρά τους παιδιά και τα οδηγούσαν περάσουν κάτω από τον Επιτάφιο για να λάβουν κι αυτά κάτι από τη Χάρη του. Αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας δεσπόζει η λιτανεία του Επιταφίου με το πέρασμά του σε όλους τους δρόμους της συνοικίας. Από τις αναμμένες λαμπάδες που κρατάει το πλήθος των πιστών σχηματίζεται μια φωτεινή ούρα μέσα στο σκοτάδι της πόλης. Το θέαμα του πύρινου αυτού ανθρώπινου ποταμιού που σιγά σιγά κυλάει ανάμεσα στα σοκάκια επαναφέρει στη μνήμη κάθε ανθρώπου κάτι από τα παιδικά του χρόνια, κάτι από το δικό του παρελθόν. 

Στα παράθυρα και στα μπαλκόνια των σπιτιών μπροστά από τα οποία διέρχεται ο Επιτάφιος υπάρχουν αναμμένα κεριά και καίνε λιβανιστήρια. Μπροστά στις αυλόπορτες οι νοικοκυρές είχαν από νωρίς θέσει στα καρβουνάκια το μοσχολίβανο και μοσχοβολάει ο τόπος. 

Σε πολλές συνοικίες σήμερα συνηθίζεται οι Επιτάφιοι των εκκλησιών να συναντιούνται και τότε το θέαμα είναι μοναδικό. Όμως τα παλαιότερα χρόνια η συνάντηση Επιτάφιων ήταν αιτία σύγκρουσης. Γιατί συνέβαινε αυτό το ακατανόητο φαινόμενο; Διότι απλούστατα ο λαός πίστευε πως ένας είναι ο νεκρός, ο μεγάλος, ο αληθινός αυτός που βρισκόταν στον δικό του Επιτάφιο. Ό άλλος Επιτάφιος της άλλης Ενορίας ήταν ξένος. Οι λαϊκές αυτές αντιλήψεις λατρείας ξενίζουν σήμερα όμως αποτελούν τρανή απόδειξη πως ο λαός συμμετείχε ενεργά στο θείο δράμα. Όταν ο Επιτάφιος επιστρέφει στην εκκλησία τον κρατούνε σηκωμένο ψηλά και όλος ο κόσμος τότε περνάει από κάτω για να μπει μέσα.

Μεγάλο Σάββατο (Ανάσταση)

Το Μέγα Σάββατο ήταν για τους κατοίκους των πόλεων η ημέρα της ελεημοσύνης. Δεν έπρεπε κανένας άνθρωπος να μείνει χωρίς κουλούρια και κόκκινα αυγά. Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια της Αττικής διένειμαν αλεύρι, αυγά και κεριά ενώ οι εύποροι βοηθούσαν τους πτωχούς στέλνοντάς τους διάφορα τρόφιμα.

Το βάρβαρο έθιμο των πυροβολισμών δεν είχε εισαχθεί ακόμη. Εισήχθη δια πρώτη φορά το επόμενο έτος από την έξωση του Όθωνα δηλαδή το 1863. Έλαβε δε αμέσως τέτοιες διαστάσεις ώστε σε κάθε εορτασμό της Αναστάσεως καθιερώθηκε δυστυχώς να θρηνούνται πολλά θύματα. Από το απόγευμα του Μ. Σαββάτου και όσο πλησίαζε το μεσονύκτιο τόσο πύκνωναν στις πλατείες, στους δρόμους και στις αλάνες, τα βαρελότα, τα τρίγωνα, οι τρακατρούκες και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να κάνει εκραγεί. Οι επίδοξοι αυτό «μπουρλοτιέρηδες» είχαν καθιερώσει ως κανόνα απαράβατο του εθιμικού δικαίου να προκαλούν εκρήξεις που δονούσαν τη μικρή πολιτεία. Το εθιμικό τους δίκαιο ήταν ισχυρότερο και επικρατούσε κάθε άλλης δημοτικής ή αστυνομικής διάταξης. Ο Πειραιάς τότε εκτός της Άνοιξης, μύριζε και μπαρούτι! Και καθώς πρόκειται για πολιτεία θαλασσινή δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από την εορτή το υγρό στοιχείο. Η θάλασσα του Πειραιά εκτός που από όλες είναι πιο βαθιά, όπως λέει και το σχετικό τραγούδι, υπήρξε και η πιο «εκρηκτική» καθώς σε αυτή, αδιάκοπα οι ψαράδες έριχναν δυναμίτες με σκοπό να σηκώσουν τους ψηλότερους πίδακες, σε έναν ακήρυχτο διαγωνισμό που είχαν αναμεταξύ τους. Οι ψαράδες του Πασαλιμανιού, σε όλη την δεκαετία του 1930, συναγωνίζονταν για τον ψηλότερο πίδακα, μέχρι που σημειώθηκαν τόσα δυστυχήματα με νεκρούς και ακρωτηριασμένους που όσο μεγάλωνε η λίστα των σκοτωμένων ψαράδων, τόσο το «έθιμο» εξασθενούσε. Και μέχρι να επαλειφθεί τελείως, είχε αφήσει πολλά θύματα πίσω του. Συνηθιζόταν επίσης τη στιγμή της Ανάστασης ο κόσμος να τσουγκρίζει τα κόκκινα αυγά της Λαμπρής που είχε φέρει μαζί του από το σπίτι. Με το Χριστός Ανέστη, όλοι είχαν έτοιμα τα αυγά και μετά τους ασπασμούς τα τσούγκριζαν ο ένας με τον άλλον. Εκείνος του οποίου το αυγό θα παρέμενε ακέραιο μετά το τσούγκρισμα θεωρείτο ο πλέον τυχερός από απόψεως υγείας.

Μεταφορά αναστάσιμου φωτός στο σπίτι

Μετά την Ανάσταση υπάρχει το έθιμο της μεταφοράς του αναστάσιμου φωτός στο σπίτι των πιστών. Η μεταφορά γίνεται από τους πιστούς με στοργή αλλά και κάποια αγωνία μήπως και σβήσει προτού φτάσει στο σπίτι. Η θριαμβευτική είσοδος του αγίου φωτός στο σπίτι γίνεται με το γνωστό σταύρωμα της θύρας του σπιτιού. Σχηματίζεται δηλαδή με το άγιο φως της ανάστασης ένας σταυρός, στο κατώφλι και πάνω από την θύρα με τον καπνό του αναμμένου κεριού, ψάλλοντας συγχρόνως το Χριστός Ανέστη. Ο καπνισμένος σταυρός αποτελεί απόδειξη στους επισκέπτες του σπιτιού πως ο σπιτονοικοκύρης κατάφερε να φέρει το Άγιο Φώς στο σπίτι του σώο και αβλαβές. Το Άγιο Φως στη συνέχεια τοποθετείται στο κέντρο ή στο εικονοστάσιο του σπιτιού και όλα τα άλλα φώτα θα σβήσουν για να απομείνει μονάχα το ακοίμητο αυτό φως.

Στις πόλεις και ειδικά στην Αθήνα από τις αρχές του 20ου αιώνα είχε δημιουργηθεί ένα ακόμα αναστάσιμο έθιμο που αφορούσε στην κυκλοφορία των εφημερίδων τα μεσάνυχτα. Αμέσως μετά την Ανάσταση και ενώ ο κόσμος κατευθυνόταν στα σπίτια του ακούγονταν από τους ανήλικους διανομείς τους γνωστούς εφημεριδοπώλες, η παρατεταμένη φωνή τους “Εφημερίδεεες” διότι επικράτησε οι εφημερίδες της επόμενης ημέρας (του Πάσχα δηλαδή) να κυκλοφορούν ακριβώς μετά το Χριστός Ανέστη. Αυτό επικράτησε για χρόνια μέχρι που μεταπολεμικά ίσχυσε η εργατική νομοθεσία που απαγόρευε εργασία το Πάσχα και έτσι τη συγκεκριμένη ημέρα δεν εκδίδονται πλέον εφημερίδες.

Κυριακή του Πάσχα

Από την Κυριακή του Πάσχα και μετά για σαράντα ημέρες όταν οι πιστοί συναντιούνται μεταξύ τους εύχονται Χριστός Ανέστη και η τυπική απάντηση είναι Αληθώς Ανέστη ή Αληθώς ο Κύριος. Τα έθιμα της ημέρας αυτής περιλαμβάνουν φυσικά τα κουλούρια, τα τσουρέκια, τα κόκκινα αυγά, τις μεγάλες κουλούρες με τον Σταυρό στη μέση και ένα κόκκινο αυγό πάνω στο κέντρο του Σταυρού. Όπως τα Χριστούγεννα είχαμε τα Χριστόψωμα έτσι το Πάσχα έχουμε τις Λαμπριάτικες Κουλούρες.

Τιμητική θέση βεβαίως την Κυριακή του Πάσχα καταλαμβάνει ο περίφημος οβελίας που αποτελεί ένα ξεχωριστό σφάγιο για κάθε οικογένεια γύρω από το οποίο θα συγκεντρωθούν τα μέλη και οι συγγενείς.

Σούβλισμα αρνιών στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού το 1923

Όσο για την Κυριακή του Πάσχα από το πρωί όλος ο Πειραιάς ήταν σα να είχε πάρει φωτιά! Για τους περισσότερους Έλληνες, το Πάσχα ήταν η εορτή των εορτών! Τα σπίτια που όπως ήδη αναφέραμε ήταν μονοκατοικίες, που διέθεταν μάντρες, αυλές κήπους έστω και μια μικρή πίσω αυλή. Εκεί λοιπόν άναβαν την φωτιά, άλλοι απευθείας στο χώμα, άλλοι σε μισά βαρέλια και δίπλα έστρωναν το τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντηλο και ξεκινούσε το γλέντι. Όταν το σπίτι ήταν δίπατο ή τρίπατο ή είχε πολλά δωμάτια που έβλεπαν σε μια κοινή αυλή, τότε όλοι μαζί συγκεντρώνονταν σ΄ αυτήν και το γλέντι ήταν ομαδικό. Εάν το σπίτι δεν διέθετε αυλή, οι νοικοκυραίοι έσκαβαν ένα λάκκο μπροστά από την πόρτα, στον δρόμο που ήταν τότε χωματόδρομος και εκεί έψηναν το αρνί. Οι Πειραιώτες δεν αρκούνταν στο δικό τους γλέντι αλλά έκοβαν βόλτες και στους διπλανούς για να πάρουν έναν μεζέ, να πιούν κι ένα κρασάκι παραδίπλα, να μάθουν και τα νέα των γειτόνων.

Το κάψιμο του Ιούδα

Με φανατισμό διατηρούσαν και οι κάτοικοι των πόλεων το έθιμο της καύσης του ομοιώματος του Ιούδα. Σε μεγάλες συγκεντρώσεις περιέφεραν το ομοίωμα του Ιούδα κρεμασμένο επί αγχόνης. Αφού συνεχιζόταν επί ώρα η διαπόμπευση στο τέλος έκαιγαν το ομοίωμα. Θεωρείτο πως με αυτό τον τρόπο οι χριστιανοί έδειχναν τα αισθήματά τους έναντι εκείνων που σταύρωσαν τον Κύριο. Με την πάροδο των ετών η απλή καύση αντικαταστάθηκε με παραγέμιση του ομοιώματος με εκρηκτικά τα οποία δυστυχώς συνετέλεσαν να υπάρξουν πολλά θύματα. Να σημειωθεί πως το έθιμο αυτό οδήγησε κάποτε τους Αθηναίους σε επεισόδια που έμειναν γνωστά ως Πασιφικά (1847) από το επώνυμο κάποιου Πασίφικου που ήταν Ιουδαίος στην καταγωγή και που το σπίτι του βρισκόταν στην Πλατεία του Ψυρρή. Επρόκειτο για έναν παράξενο άνθρωπο που είχε πολλές υπηκοότητες και που τις χρησιμοποιούσε κατά το δοκούν. 

Αποκορύφωμα όλων των εκρήξεων, ήταν φυσικά το «Κάψιμο του Ιούδα» (Γιούδα) που συνέβαινε στη συνοικία των Κρητών Πειραιώς, δηλαδή στα λεγόμενα Κρητικά, στο σημερινό Προφήτη Ηλία. Έξω από το μικρό ακόμα ναΐσκο, έκαιγαν τον Γιούδα τον Ισκαριώτη. Η αλήθεια βεβαίως ήταν, ότι στο διάβα των ετών, το κάψιμο μετατράπηκε σε ανατίναξη! Κι αυτό καθώς τον παραγέμιζαν με εκρηκτικά και στη συνέχεια τον πυροβολούσαν από απόσταση. Κανείς όμως δεν γνώριζε με πόσα πυρομαχικά τον είχαν «παραγεμίσει», με αποτέλεσμα όταν αυτός έσκαγε, να ήταν πραγματικά επικίνδυνος καθώς η απόσταση που άφηνε το πλήθος του κόσμου δεν ήταν ποτέ αρκετή! Και σα να μην έφτανε μόνο αυτό, αλλά υπήρχαν και οι γονείς που έβαζαν τα παιδιά τους στην πρώτη σειρά για να μη χάσουν το θέαμα της τιμωρίας του «Ιούδα» με αποτέλεσμα δυστυχώς αυτά να τραυματίζονται πιο πολύ και πιο συχνά από τους υπόλοιπους παρευρισκομένους.

Μια άλλη συνοικία που ανταγωνιζόταν τα Κρητικά στο κάψιμο του Ιούδα ήταν η Λεύκα όπου έκαιγαν τον Ιούδα στον περίβολο του ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.

Author

Ο Στέφανος Παν. Μίλεσης είναι Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής και Ραδιοφωνικός Παραγωγός. Από το 2016 είναι Πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.