του Στέφανου Μίλεση
Οι Βησιγότθοι ονομάστηκε ο δυτικός κλάδος της γερμανικής φυλής των Γότθων. Την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν σύνηθες διάφοροι βαρβαρικοί λαοί, ύστερα από συμφωνία, να επανδρώνουν βοηθητικά στρατιωτικά σώματα υπό τον έλεγχο της Ρώμης. Τα σώματα αυτά ήταν οργανωμένα φυλετικά. Οι Βησιγότθοι συγκαταλέγονταν στις φυλές που είχαν συνάψει ανάλογες συμφωνίες.
Ο Αλάριχος κάτω από τέτοιες συνθήκες είχε επιστρατευτεί ως επικεφαλής σώματος Βησιγότθων στις διαταγές του Θεοδοσίου Α’ του τελευταίου Αυτοκράτορα του Ρωμαϊκού κόσμου. Μετά τον θάνατο του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’, η αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε Ανατολική και Δυτική. Ο Αλάριχος ύστερα από την διαίρεση σχημάτισε την πεποίθηση πώς θα μπορούσε να αντικαταστήσει αρχικά την Ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία με ένα γοτθικό βασίλειο.
Είχε γνωρίσει άλλωστε τα μυστικά, την διπλωματία και τις εσωτερικές διαπλοκές της ρωμαϊκής αυλής. Ήταν χριστιανός που ανήκε όμως στην αίρεση του Αρείου.
Η φύση τον είχε προικίσει με τέτοια ομορφιά ώστε στις περιγραφές που έδιναν για αυτόν, τον αποκαλούσαν νέο Απόλλωνα. Όταν κάποτε η υπηρεσία του ολοκληρώθηκε επέστρεψε πίσω στο λαό του και λατρεύτηκε όσο κανείς άλλος. Άρχισε να εφαρμόζει το κρυφό του σχέδιο που ήταν απλοϊκό καθώς στηριζόταν στα στίφη των Γερμανών που τον ακολουθούσαν πιστά. Διότι οι Γότθοι (και οι Βησιγότθοι) επέδραμαν συνολικά ως φυλή.
Δηλαδή δεν έφευγαν μόνο οι πολεμιστές, αλλά πίσω τους ακολουθούσαν γυναίκες και παιδιά. Εκατόν πενήντα χιλιάδες Βησιγότθοι άφησαν τη γη που είχαν εγκατασταθεί και κίνησαν διαμέσου της Θράκης για την Κωνσταντινούπολη!
Έφτασαν έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης το καλοκαίρι του 395 μ.Χ. Ο Αλάριχος γνώριζε από παλιά την ισχυρή τοιχοποιία της Πόλης και υπολόγιζε σε μια πολιορκία. Εκείνο όμως που δεν είχε υπολογίσει ήταν το πώς θα έτρεφε όλο αυτά τα πλήθη που τον ακολουθούσαν. Έτσι στράφηκε προς την Μακεδονία αρχικά κι ύστερα προς την Στερεά Ελλάδα. Από όπου περνούσε άφηνε πίσω του την ολοκληρωτική καταστροφή. Οι Βησιγότθοι ενεργούσαν σαν τις ακρίδες, που στο πέρασμά τους γόνιμες εκτάσεις εξαφανίζονται.
Τον Νοέμβριο του 395 μ.Χ. πέρασε τις Θερμοπύλες και την άνοιξη του 396 μ.Χ. έφτασε στην Αθήνα. Αποτελεί μέγα μυστήριο και παραμένει άγνωστος ακόμα ο λόγος για τον οποίο η Αθήνα δεν λεηλατήθηκε. Οι Βησιγότθοι είχαν επίσης προσηλυτιστεί στον Αρειανισμό. Δίπλα στον Αλάριχο στέκονταν ως σύμβουλοί του επίσκοποι των Αρειανών που διακρίνονταν για τον φανατισμό τους και το μίσος που ένιωθαν κατά δύο ομάδων που κατά την άποψή τους έπρεπε να εξαφανιστούν από προσώπου γης. Τους ειδωλολάτρες και τους Χριστιανούς που εναντιώνονταν στις αρχές της αιρέσεώς τους.
Η διδασκαλία του Άρειου (πρωτοπρεσβύτερου της Αλεξανδρινής εκκλησίας), είχε ιδιαίτερη απήχηση την εποχή εκείνη αλλά δεν έπαυε να αποτελεί αίρεση που είχε καταδικαστεί από την Πρώτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381 μ.Χ. Για αυτό και οι Αρειανιστές Βησιγότθοι κατέστρεφαν στο πέρασμά τους με ιδιαίτερο ζήλο όχι μόνο τα αρχαία μνημεία του ελληνικού πολιτισμού, έργα τέχνης, αγάλματα, αετώματα κ.α. αλλά και τους χριστιανικούς ναούς, λόγω της απόφασης της Ιεράς Συνόδου που είχε εκδοθεί.
Όταν έφτασε ο Αλάριχος έξω από την Αθήνα, όλοι πίστευαν ότι το τέλος της ήταν προδιαγεγραμμένο, λαμβάνοντας υπόψη τι είχε συμβεί σε άλλες πόλεις.
Η Αθήνα ήταν η πρωτεύουσα της ειδωλολατρίας στα μάτια των Αρειανιστών Βησιγότθων. Καθώς είδε πάλι μπροστά του τείχη για να την αναγκάσει να παραδοθεί λόγω πείνας ύστερα από πολιορκία στράφηκε στον Πειραιά τον οποίο κατέλαβε και κατέστρεψε, για να αποκλείσει την εισαγωγή τροφίμων. Όμως χωρίς να υπάρχει καταγεγραμμένη ιστορικά η αιτία, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την φρουρά της πόλης των Αθηνών. Επήλθε συμφωνία να εισέλθει στην πόλη συνοδευόμενος από μικρό αριθμό ανδρών για ολιγοήμερο παραμονή.
Σχετικά με την αλλαγή διάθεσης του Αλάριχου που προκάλεσε τη λύση της πολιορκίας που αρχικά είχε λάβει απόφαση να κάνει, δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες σε αντίθεση με τους θρύλους που καταγράφηκαν.
Ο ιστορικός Ζώσιμος υποστήριξε ότι ο Αλάριχος έξω από την Αθήνα είδε τα αγάλματα του Αχιλλέα και της προμάχου Αθηνάς να λάμπουν κάτω από τον ήλιο και τότε έκανε μεταβολή και έφυγε, καθώς πανικοβλήθηκε από τη στάση τους! Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι η Αθήνα προστατευόταν από τα τείχη και λόγω αυτών, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, δεν θα μπορούσε να κάνει μακροχρόνια πολιορκία λόγω του προβλήματος διατροφής του πλήθους που τον ακολουθούσε. Όμως δεν πιστεύω ότι τα τείχη της Αθήνας διατηρούσαν την κατάσταση αλλοτινών εποχών. Γκρεμισμένα και κατεστραμμένα σε ορισμένα τους σημεία από την εποχή του Ρωμαίου Σύλλα, δεν αποτελούσαν ισχυρό παράγοντα αποτροπής.
Τα τείχη της Αθήνας του 396 μ.Χ. δεν μπορούσαν να τεθούν σε καμιά σύγκριση με τα ισχυρά τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο σεισμός του 374 μ.Χ. στάθηκε επίσης καταστροφικός για την τειχοποιία της Αθήνας, ενώ η στρατιωτική τους φύλαξη ήταν υποτυπώδης. Η καταστροφή της Αθήνας εάν ο Αλάριχος επιθετόταν εναντίον της ήταν σίγουρη. Τέλος μια τρίτη εκδοχή φαντάζει ως πλησιέστερη.
Σύμφωνα με αυτήν οι Αθηναίοι συγκέντρωσαν μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο παρέδωσαν στον Αλάριχο αφού πρώτα τον τίμησαν ως βασιλιά, παραθέτοντάς του γεύμα κατά την διάρκεια του οποίου προσφέρθηκαν και τα λύτρα.
Όμως οι Βησιγότθοι άφησαν την Αθήνα απείραχτη, από άγνωστο όπως είπαμε λόγο, αφού πρώτα όμως είχαν καταστρέψει τον Πειραιά. Οι Γότθοι στο παρελθόν είχαν δύο ακόμα φορές κάνει την εμφάνισή τους στον Πειραιά. Ο Χρήστος Πανάγος στο βιβλίο του “Ο Πειραιεύς”*, σημειώνει ότι η δεύτερη επιδρομή των Γότθων είχε γίνει το 267 μ.Χ. Οι κάτοικοι του επινείου τότε, έβλεπαν για πρώτη φορά τα στίφη των Γερμανών να διέρχονται την πόλη τους.
Οι παράξενοι ήχοι των κεράτων και οι γούνινες ενδυμασίες τους, τους έκαναν αλλόκοτη εντύπωση. Τότε όμως ο Πειραιάς είχε ακολουθήσει τη μοίρα της Αθήνας και είχε διασωθεί παρά του ότι και τότε δεν αποφεύχθηκαν δολοφονίες ή βίαιες πράξεις κατά των κατοίκων.
Όμως αυτή τη φορά οι Βησιγότθοι κατέστρεψαν στον Πειραιά ό,τι είχε διασωθεί από την μανία του Σύλλα. Εκείνοι που υποδείκνυαν τα κτήρια που θα κατέστρεφαν οι επιδρομείς ήταν οι Αρειανοί μοναχοί. Οι κάτοικοι που είχαν απομείνει στον Πειραιά, έβλεπαν ξαφνικά μπροστά τους μια παράξενη φυλή οι άνδρες της οποίας έφεραν κέρατα στα κράνη, ενδεδυμένοι με πρωτόγονα ρούχα να κόβουν χέρια, πόδια και κεφάλια από έργα τέχνης ακολουθώντας οδηγίες Αρειανών μοναχών. Όσοι πρόλαβαν να φύγουν σώθηκαν.
Οι υπόλοιποι που δεν πρόλαβαν είτε θανατώθηκαν είτε πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ναοί και άλλα κτήρια πυρπολήθηκαν, ενώ τα αγάλματα εκ μαρμάρου ακρωτηριάσθηκαν επειδή η ολοσχερής καταστροφή τους ήταν χρονοβόρα και οι Βησιγότθοι βιάζονταν να βρουν γόνιμες εκτάσεις για να θρέψουν τον πληθυσμό που ακολουθούσε. Έριχναν τα αγάλματα από τα βάθρα τους και τα τεμάχιζαν πεσμένα στο έδαφος. Ακριβώς στη θέση που τα άφησαν, βρίσκονται σήμερα στις διάφορες ανασκαφές των αρχαιολόγων.
Οι καταστροφές που έγιναν από τους Βησιγότθους στον Πειραιά αποτέλεσαν τη χαριστική βολή και έσβησαν την πόλη από την ιστορία ρίχνοντάς την στο σκοτάδι της αφάνειας. Η πόλη και το λιμάνι έμειναν έρημα και κατεστραμμένα, σωρός από χώματα και σπασμένα μάρμαρα. Οι Βησιγότθοι με την ίδια μανία στράφηκαν και προς τα ιερά της Ελευσίνας τα οποία πλέον ερημώνονται, ενώ παύουν να τελούνται οριστικά τα Ελευσίνια Μυστήρια.
Οι Βησιγότθοι περνώντας τον ισθμό εκστράτευσαν στην Πελοπόννησο καταστρέφοντας στην πορεία τους τα Μέγαρα, την Κόρινθο, το Άργος, την Ολυμπία και την Σπάρτη. Φεύγοντας οι Βησιγότθοι από την Ελλάδα με κατεύθυνση την Ήπειρο πήραν πίσω τους χιλιάδες αιχμαλώτους άνδρες, γυναίκες και παιδιά μεταξύ των οποίων και οι κάτοικοι του Πειραιά που άφησαν έρημο.
Οι Βυζαντινοί πρότειναν συμβιβασμό στον Αλάριχο και του υπέδειξαν να εγκατασταθεί στην Ιλλυρία, συνοριακή περιοχή που οριοθετούσε την Δυτική από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Από εκεί ο Αλάριχος έγινε πραγματική μάστιγα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αφού στην Ανατολική είχε πλέον ολοκληρώσει τα σχέδια του.
Το 403 άρχισε τις επιδρομές στην Ιταλία και το 409 μ.Χ. πολιόρκησε την Ρώμη. Στη συμφωνία λύσης της πολιορκίας περιλαμβανόταν και ο όρος απελευθέρωσης 40 χιλιάδων Γερμανών που οι Ρωμαίοι είχαν ως σκλάβους. Ο Αλάριχος έγινε από την πράξη του αυτή ο προστάτης των Γερμανικών φυλών και άλλων βαρβάρων που τον είδαν ως ευκαιρία συμπόρευσης στη λεηλασία και στο έγκλημα. Ο Αλάριχος επιτέθηκε τρεις φορές στην Ρώμη και υπήρξε ο πρώτος στην ιστορία που την κυρίευσε ύστερα από χρόνια δόξας και ακμής που είχε γνωρίσει η «αιώνια πόλη» (24 Αυγούστου 410 μ.Χ.).
Οι Βησιγότθοι εισέβαλαν στην Ρώμη και επί τρεις ημέρες την λεηλατούσαν. Οι κάτοικοι της Ρώμης σύρθηκαν σκλάβοι δεμένοι με βαριές αλυσίδες πίσω από άρματα. Ο Αλάριχος είχε σχέδια λεηλασίας και για την υπόλοιπη Ευρώπη που δεν πρόλαβε ευτυχώς να υλοποιήσει καθώς πέθανε από ασθένεια στην ιταλική επαρχία.
Οι Γότθοι έβαλαν όλους τους σκλάβους που έσερναν πίσω τους να αλλάξουν την πορεία ενός ποταμού, του Busento στην Cosenza στην περιοχή της Καλαβρίας. Στη μέση του αλλοτινού πυθμένα του ποταμού, άνοιξαν έναν λάκκο και τοποθέτησαν το σώμα του Αλάριχου με το νεκροκρέβατό του μαζί με πλήθος από τα λάφυρα των κατακτήσεών του. Ύστερα αφού σκέπασαν τον λάκκο, άφησαν τη ροή του ποταμού να διέλθει εκ νέου, σκεπάζοντας με τα νερά του τον τάφο του Αλάριχου. Όλοι οι σκλάβοι θανατώθηκαν για να μην γνωρίζουν το σημείο ταφής.
Μέχρι σήμερα εντός του πυθμένα του Busento ποταμού βρίσκεται ενταφιασμένος ο θησαυρός εκείνου που μεταξύ άλλων κατέστρεψε και σύλησε τον Πειραιά. Ο Αλάριχος, ο ηγέτης των γερμανικών φυλών!
*: Οικονομική και ιστορική έρευνα από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του τέλους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς, 1995.