του Στέφανου Μίλεση

Δύσκολη η μεταπολεμική περίοδος με μια Ελλάδα κατεστραμμένη και έναν Πειραιά ερειπωμένο από τους βομβαρδισμούς. Τα καραβάνια των βομβοπλήκτων Πειραιωτών επέστρεφαν σταδιακά πίσω στα σπίτια τους, όμως ένα μεγάλο μέρος της αστικής τάξης της πόλης, παρέμεινε για πάντα στα μέρη όπου είχε καταφύγει για ασφάλεια την μαύρη περίοδο της κατοχής. Ο πατέρας μου, όπως πολλοί άλλοι, είχε βρεθεί λόγω βομβαρδισμένου σπιτιού στο νησί της συχωρεμένης μητέρας του και γιαγιάς μου -που είχε πεθάνει πολύ νέα- στη Σκύρο. 

Εκεί βολόδερνε παραπαίδι στα καΐκια. Και λέω βολόδερνε διότι ήταν ορφανός λόγω θανάτου από πλευράς μητρός, και εγκαταλελειμμένος από πλευρά πατρός, ο οποίος είχε στο μεταξύ περιέλθει σε νέο κύκλο ζωής υποστηριζόμενος από άλλη σύντροφο ζωής, η οποία για ευνόητους λόγους επιθυμούσε το νεοσχηματιζόμενο ζεύγος να μένει μόνο και απερίσπαστο απαλλαγμένο από βάρη και υποχρεώσεις του παρελθόντος. 

Και καθώς ο πατέρας μου αποτελούσε στα σίγουρα βάρος του παρελθόντος, ξέμεινε ως αζήτητος στα σκυριανά καΐκια. Τα ευαίσθητα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, τα ξόδεψε κύρια εκτελώντας παραγγελίες μπαρμπάδων. Μέχρι που η κατοχή τελείωσε και ένας γνωστός των μπαρμπάδων του, που ήταν λιμενικός, πρότεινε να επιστρέψει το παιδί πίσω στον Πειραιά για να πάει να γραφτεί στον «Προμηθέα» και να μπαρκάρει στη συνέχεια ως μηχανικός του εμπορικού ναυτικού. Ο πατέρας μου φυσικά δική του άποψη δεν είχε, πώς άλλωστε θα μπορούσε να έχει και να υπερισχύσει μάλιστα της γνώμης του υπολοίπων; Απλά μάζεψε τα λιγοστά μπογαλάκια του και επέστρεψε στην πόλη που γεννήθηκε, στον Πειραιά. 

Και αφού στο σπίτι του πατέρα του δεν μπορούσε να πάει, νοίκιασε κοντά ένα δωμάτιο σε μια αυλή με όμοια δωμάτια ολόγυρα στα οποία ζούσαν κι άλλοι, στην ίδια κατάσταση περίπου με αυτόν. Στην ουσία μόνος κι έρημος βρέθηκε σε πολύ μικρή ηλικία αντιμέτωπος με ένα κυκεώνα προβλημάτων, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίσει επιστρατεύοντας όλες τις φυσικές και ψυχικές δυνάμεις, όσες μπορεί να έχει, ένα μεγάλο παιδί.

Η Σχολή του Προμηθέα ήταν νυχτερινή, είχε δηλαδή μαθήματα από τις οχτώ ως τις δέκα το βράδυ. Αυτές όμως ήταν οι εύκολες ώρες. Για να φτάσει κάποιο παιδί στο θρανίο στις οχτώ το βράδυ, έπρεπε να έχει αντεπεξέλθει επιτυχώς όλες τις προηγούμενες ώρες της ημέρας. Και αυτό ήταν πραγματικό κατόρθωμα. 

Αφύπνιση στα Ταμπούρια στις έξι το πρωί και υποχρεωτική πρωινή άσκηση με πεζοπορία ως τα σιδεράδικα για εργασία σε μηχανουργείο. Διότι ο νόμος απαιτούσε τότε, εκτός από την μαθητεία στον Προμηθέα και προϋπηρεσία πέντε ετών σε μηχανουργεία! Έτσι ο πατέρας μου όπως και δεκάδες άλλα παιδιά, που προορίζονταν να γίνουν μηχανικοί και μηχανοτεχνίτες, βρέθηκαν ξαφνικά να γεύονται την «ευγενική» ατμόσφαιρα ενός μηχανουργείου. Επειδή όλοι αυτοί οι νέοι  ήταν εκ του νόμου υποχρεωμένοι να διέλθουν και να γράψουν υπηρεσία για πέντε ολόκληρα χρόνια σε μηχανουργείο, δεν απολάμβαναν των προνομίων που τύγχανε ένας μόνιμος επαγγελματίας μηχανοτεχνίτης. 

Το Δημαρχείο του Πειραιά (Ρολόι) φωτογραφημένο από την πλευρά της Δημοτικής Αγοράς κατά τη διάρκεια της κατοχής

Οι μόνιμοι καθώς τους θεωρούσαν περαστικούς άρα «τουρίστες» φρόντιζαν να τους επιφυλάσσουν όχι μόνο λαμπρή υποδοχή αλλά και ανάλογη συνέχεια. Τους έδιναν όλες τις πλέον δύσκολες και ακατάλληλες εργασίες, ενώ παράλληλα τους στόλιζαν με λαμπρά κοσμητικά επίθετα σε όλη την διάρκεια της μαθητείας τους.

Τα παιδιά του Προμηθέα αν και εργάζονταν τις ίδιες ώρες με τους μόνιμους του μηχανουργείου, αμείβονταν το ένα τρίτο. Και αν όλοι οι υπόλοιποι είχαν έναν μόνο εργοδότη να τους δίνει οδηγίες, τα παιδιά του Προμηθέα είχαν τόσους εργοδότες όσοι ήταν και οι υπάλληλοι του μηχανουργείου. Ο καθένας, από τον πρώτο έως τον τελευταίο είχε εξουσία και λόγο πάνω τους. 

Στο όνομα της μαθητείας, της εκμάθησης δηλαδή της τέχνης, τους έβριζαν, τους έστελναν για θελήματα, τους περιέπαιζαν σε κάθε περίπτωση. Φυσικά υπήρχαν και μηχανουργεία με άψογες συνθήκες εργασίας. Αυτά ήταν κυρίως τα μεγάλα όπου η εργασία ήταν πλέον τυποποιημένη και η αφιξαναχώρηση μαθητών είχε καταστεί συνηθισμένη διαδικασία. Στα μικρά μηχανουργεία όμως η «ανθρωποφαγία» ήταν δεδομένη…   

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες τα παιδιά εργάζονταν επί οκτώ έως δέκα ώρες… και μετά ξανά περπάτημα για τους πιο τυχερούς που έμεναν κοντά για να επιστρέψουν πίσω στα σπίτια τους. Και η μια ώρα που απέμενε να κάτσουν όσοι έφταναν κάποτε εξαντλημένοι στο κονάκι τους, ήταν σκάρτη ίσα να πλυθεί κάποιος, να αλλάξει ρούχα, και να αρχίσει ξανά την ίδια και διπλάσια πεζοπορία για να φτάσει στη Σχολή.

Οι πιο μακρινοί συχνά προσέρχονταν στις τάξεις απευθείας από τα μηχανουργεία, φορώντας ακόμα τις φόρμες εργασίας τους. Τα περισσότερα παιδιά είτε φορώντας φόρμες είτε τα ρούχα τους, ήταν εξουθενωμένα από τον κάματο της ημέρας, κάθονταν πραγματικά ράκη στα έδρανα προσπαθώντας με θολό βλέμμα να καταλάβουν τα όσα τους έλεγαν για λέβητες, στροβίλους και κυλίνδρους. 

Και μη νομίζετε ότι γίνονταν εκπτώσεις στους βαθμούς και στις εξετάσεις. Οι τίτλοι και μόνο των μαθημάτων καθιστούσαν κατανοητό πως όποιος ήθελε να αποφοιτήσει έπρεπε να διαβάσει αρκετά. Τριγωνομετρία, επιπεδομετρία, ηλεκτροτεχνία, ατμομηχανική και ατμολέβητες. Και από κοντά και η γραμματική του Καρανικόλα και οι τεχνικές σχεδιάσεις και οι γεωμετρικές κατασκευές. Μια Κυριακή τους έμενε ελεύθερη, αλλά πού να βρεθούν χρήματα για έξοδο και πολύ περισσότερο το κουράγιο για νέα περπατήματα και πεζοπορίες; Μελέτη λοιπόν κάθε Κυριακή, πλύσιμο ρούχων, ατομική καθαριότητα και στην καλύτερη περίπτωση ρεμβασμός στην αυλή μαζί με τους άλλους συνοδοιπορούντες. 

Έτσι κυλούσαν τα ατέλειωτα χρόνια της μαθητείας των παιδιών του Προμηθέα. Και αφού κάποιος κατάφερνε να υπομείνει πέντε χρόνια στα μηχανουργεία, και με την προϋπόθεση πάντα ότι ολοκλήρωνε επιτυχώς τον Προμηθέα, ακολουθούσε μια άλλη δοκιμασία. Έπρεπε ο απόφοιτος να βρει να μπαρκάρει ως δόκιμος μηχανικός, να κάτσει έναν ακόμα χρόνο μέσα στο πλοίο, για να του δώσει ο νόμος το δικαίωμα να λάβει το πτυχίο του Τρίτου, αφού περνούσε επιτυχώς πρώτα τις εξετάσεις. 

Αλλά ακόμα και όταν, ως εκ θαύματος επιτυγχάνονταν όλα αυτά, υπήρχε και ο σκόπελος της στρατιωτικής θητείας. Και όταν λέμε θητεία δεν εννοούμε τους σημερινούς εννιά μήνες ή κανά χρόνο, αλλά πάνω από τριάντα μήνες! Σχεδόν τρία χρόνια θητείας έκαναν τότε οι Έλληνες, με τους απόφοιτους του Προμηθέα και των άλλων τεχνικών σχολών, να υπηρετούν στις μάχιμες πολεμικές μονάδες του στόλου, μπαρκαρισμένοι δηλαδή στα πλοία κι όχι απλά ναύτες της στεριάς όπως άλλες ειδικότητες, να ταξιδεύουν φέροντας στο μανίκι τους την προπέλα του μηχανικού.

Υπήρξαν ναυτικοί κανονικότατοι αυτοί, που αποτέλεσαν την μαστοράτζα των αρματαγωγών, των αντιτορπιλικών και των άλλων μονάδων του στόλου. Νέα αναμονή για ένα ακόμα απολυτήριο που έπρεπε να λάβουν, βασική προϋπόθεση για να μπαρκάρουν ελεύθεροι. 

Στο μεταξύ ονειρεύονταν ταξίδια με φορτηγά και με ποστάλια, έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής τους τα μακρινά λιμάνια, για τα οποία τόσα είχαν ακούσει στην ομήγυρη της γειτονιάς τους, στις αυλές και στα κοινά τραπέζια από γείτονες ή συγγενείς που ήταν ήδη ναυτικοί. Κατόπιν όλων αυτών των βασάνων, όταν ο πατέρας μου επιτέλους έβαλε το νερό στο αυλάκι και άρχισε να μπαρκάρει ως μηχανικός, κάθε φορά που άκουγε την «Θάλασσα του Πειραιά» του Γιώργου Μητσάκη καταλαμβανόταν από πραγματικά ρίγη συγκίνησης «Παιδί κι εγώ του Πειραιά, στη θάλασσα και στη στεριά, γεννήθηκα μεγάλωσα κοντά στην Τερψιθέα, και σπούδασα μηχανικός εδώ στον Προμηθέα». Διότι σκεφτόταν τα βασανισμένα παιδικά χρόνια της μαθητείας στα μηχανουργεία.

Τα παιδιά του Προμηθέα, οι μηχανικοί του «Πειραϊκού Συνδέσμου», του «Αρχιμήδη» και των άλλων ομοειδών με αυτές σχολών, έβγαλαν στη συνέχεια χρήματα με τα οποία έζησαν αξιοπρεπώς αυτοί και οι οικογένειες που δημιούργησαν και κατάφεραν στη συνέχεια να σπουδάσουν τα παιδιά τους για να μη ζήσουν αυτά όσα τράβηξαν οι ίδιοι και φρόντισαν να τους αγοράσουν κι ένα διαμέρισμα για να έχουν να βάλουν το κεφάλι τους πάνω αφού οι ίδιοι ούτε κεραμίδι δεν είχαν. 

Έτσι ξεκίνησαν, έτσι εργάστηκαν κι έτσι έζησαν… και κάπως έτσι σήμερα βρέθηκαν με κομμένες συντάξεις και επιδόματα πείνας. Ξεχαστήκανε και τα μηχανουργεία, και τα ατέλειωτα μπάρκα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, και η σχεδόν τρίχρονη στρατιωτική θητεία την οποία και έκαναν και πλήρωσαν στη συνέχεια για να εξαγοράσουν! Όσο για τα σπίτια των παιδιών τους;

Είναι αυτά που καλούνται οι χήρες σύζυγοί τους και τα παιδιά τους να πληρώσουν ετησίως, λες και έκαναν κάποιο μεγάλο και τραγικό ατόπημα να φτιάξουν σπίτι για τη γυναίκα τους ή για το παιδί τους. Και σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που δεν είναι άλλοι παρά οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας, κάποιοι άκαπνοι, αταξίδευτοι, ακάματοι, άβρεχτοι, αστράτευτοι και κύρια αναξιοπρεπείς κουνάνε σήμερα το δάχτυλο, κρατώντας το κινητό στο ένα χέρι και τα κλειδιά του δεύτερου αυτοκινήτου τους στο άλλο, πολιτικολογώντας με τη γελοία σοβαρότητα την οποία φορούν όταν προβαίνουν σε τέτοιες δηλώσεις, ότι οι Έλληνες υπήρξαν τεμπέληδες και ότι τα χρόνια της εργασίας τους ήταν λίγα και τα ταμεία δεν περισσεύουν για περισσότερα. Έτσι τα παιδιά του Προμηθέα που περίσσεψαν στη ζωή, ζούνε από τα περισσεύματα των ταμείων. Αιδώς Αργείοι!           

Author

Ο Στέφανος Παν. Μίλεσης είναι Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής και Ραδιοφωνικός Παραγωγός. Από το 2016 είναι Πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.