του Στέφανου Μίλεση

Η 29η Ιουνίου είναι ημέρα απώλειας δύο τεράστιων πνευματικών προσωπικοτήτων του Πειραιά. Στις 29 Ιουνίου του 1907 πεθαίνει ο πατέρας της θαλασσογραφίας Κωνσταντίνος Βολανάκης και στις 29 Ιουνίου του 1951 ο Αιμίλιος Βεάκης. Παρά το γεγονός ότι τους χωρίζουν τόσα πολλά χρόνια, οι ζωές τους είχαν κοινά σημεία, ενώ οι γνωριμίες τους και τα βιώματά τους περιπλέκονται γύρω από την πόλη που έζησαν, τον Πειραιά. 

Για αρκετά χρόνια ο Αιμίλιος Βεάκης πρόλαβε τον Βολανάκη ζωντανό να διδάσκει στο Καλλιτεχνικό κέντρο επί της Λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου Α’ (Αθηνάς τότε) στον Πειραιά. Τον θαύμαζε και ήθελε να του μοιάσει. Τον είχε πρότυπο και τον ανέφερε διαρκώς ως καλλιτέχνη που θαύμαζε, στο θείο του Παναγιώτη Δάρμα τον ξυλέμπορο όπου εργαζόταν. Και εκείνος του έλεγε: 

– “Τι δηλαδή, θέλεις να γίνεις σαν τον Βολονάκη;“,

– “Θα ήμουν ευτυχισμένος” του απαντούσε ο Βεάκης, “αν μπορούσα να φτάσω στα μισά της τέχνης του Βολονάκη!”. 

Ο Δάρμας όμως που ήταν άνθρωπος της πιάτσας είχε δει τον Βολανάκη να περπατάει με ένα παπούτσι, κρατώντας στο χέρι το άλλο καθώς το πήγαινε στον τσαγκάρη για φτιάξιμο. 

Μα ο Βεάκης το έβλεπε αλλιώς και έλεγε στον θείο του:

– “Ο Βολονάκης είναι μεγάλος καλλιτέχνης, κι αν κάθισε εκεί δα μια στιγμή να του ράψουνε το παπούτσι του που ξηλώθηκε, τόκανε με την αφέλεια που χαρακτηρίζει τους μεγάλους. Αν όμως εσένα σου φαίνεται ντροπή νάναι φτωχός ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ψάξε να βρεις την αιτία στον ίδιο τον εαυτό σου. Αν οι πλούσιοι σαν κι εσένα ήξεραν από τέχνη, δε θάχες κάντρα που η κορνίζα τους κοστίζει πιο ακριβά από το περιεχόμενο και τότες οι μεγάλοι τεχνίτες δεν θα αναγκάζονταν να βγάζουν το παπούτσι τους στη γωνία του δρόμου να τους το μπαλώσει ο μπαλωματής!”.

Ο θαυμασμός του Βεάκη για τον Βολανάκη τόσο μεγάλος ήταν που έκανε ομηρικές μάχες για να τον υποστηρίξει. Μέχρι που ο θείος του στο τέλος μη αντέχοντας άλλο αυτή την κατάσταση τον έδιωξε λέγοντάς του:

– “Τρέμω για το μέλλον σου. Είσαι παιδί νευρικό και καλοζωισμένο και μεγάλωσες μέσα στα χάδια. Δεν θα μπορέσεις ν΄ αντέξεις στην φτώχεια. Η καρμανιόλα σε περιμένει. Θα κλέψεις άμα πεινάσεις, κι αν σε πιάσουν θα σκοτώσεις. Χάσου απ΄ τα μάτια μου”.

Έτσι κι έγινε και ο Βεάκης έφυγε από το ξυλεμπορικό. Μόνο που στο τέλος δεν έγινε ζωγράφος, ούτε ποιητής που σκόπευε εναλλακτικά. Έγινε ηθοποιός και μάλιστα μεγάλος και τρανός. Και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από τον Βόλο όπου και πάλι ο Βολανάκης είχε ζήσει εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα φιλοτεχνώντας εξαίσιους πίνακες. Ο Βολανάκης είχε προσκληθεί να ζήσει στο Βόλο από τον Γεώργιο Αφεντούλη τον αδελφό του γνωστού Θεόδωρου Αφεντούλη του ιατροφιλόσοφου, τη μεγάλη αυτή πνευματική φυσιογνωμία του Πειραιά. Πραγματικό γαϊτανάκι ο Πειραιάς με τους πνευματικούς ανθρώπους του να γνωρίζονται μεταξύ τους και να κινούνται στους ίδιους τόπους, στα ίδια σημεία.

Κάποτε είπαν στον Βολανάκη όταν ήταν ήδη διάσημος στο εξωτερικό

– “Μην επιστρέψεις στον Πειραιά. Εκεί οι δημιουργοί πουλάνε τους πίνακες στο Τινάνειο όσο-όσο για να ζήσουν”.

Μα δεν άκουσε την παρότρυνση και γύρισε και πέθανε μέσα στην απόλυτη φτώχεια. Όσο για τον Βεάκη έδινε χρήματα κάθε φορά που έβλεπε τον Δημοσθένη Βουτυρά να πουλά τα βιβλία του στον Τινάνειο, διότι δυστυχώς εκεί δεν κατέφευγαν μόνο οι φτωχοί εικαστικοί αλλά και οι λογοτέχνες. Και οι πίνακες όπως και τα βιβλία πωλούνταν σε καρότσια ένα φράγκο το καθένα. Από τον Τινάνειο δεν πέρασε μόνο ο Βολανάκης, αλλά και ο Λάμπρος Πορφύρας και ο Δημοσθένης Βουτυράς και πολλοί άλλοι. Βολανάκης και Βεάκης πέθαναν ξεχασμένοι και στην κηδεία τους παρευρέθηκαν ελάχιστοι…

Author

Ο Στέφανος Παν. Μίλεσης είναι Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής και Ραδιοφωνικός Παραγωγός. Από το 2016 είναι Πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.