του Στέφανου Μίλεση
Στις 9 Ιουλίου του 1966 ο αθλητής του Ν.Α.Σ. Πέτρος Κλουδάς που είχε ξεκινήσει από τον Πειραιά στις 14 Ιουνίου, έφτασε στην Ιταλία έχοντας για πλωτό μέσο ένα καγιάκ που ο ίδιος είχε κατασκευάσει.Ο Πέτρος Κλουδάς ξεκίνησε από τον Πειραιά στις 14 Ιουνίου του 1966 με ένα καγιάκ κατασκευασμένο από καραβόπανο, με αποστολή να φτάσει κωπηλατώντας στο Οτράντο της Ιταλίας!
Το τόλμημα του Πέτρου Κλουδά αποτελούσε συνέχεια ενός άλλου θαλασσινού τολμήματος, αυτού του Σάββα Γεωργίου με το θρυλικό «Χαρά» -το ιστιοπλοϊκό του σκάφος» με το οποίο διέπλευσε τον Ατλαντικό Ωκεανό. Λίγα μέτρα μόνο τεντωμένο καραβόπανο πάνω σε ένα ξύλινο σκελετό ήταν αρκετά για τον Κλουδά για να ταξιδέψει με κουπί μέχρι την Ιταλία.
Ο Κλουδάς καταγόταν από τον Ποταμό Κερκύρας, είχε καταταγεί στο σώμα της Αστυνομίας Πόλεων το 1962 και υπηρετούσε ως αστυφύλακας στον Πειραιά. Ήταν επίσης αθλητής από το 1963 στο κωπηλατικό τμήμα του Ναυτικού Αθλητικού Συνδέσμου (Ν.Α.Σ.). στο Τουρκολίμανο.
Είχε αποπειραθεί ένα έτος πριν (το 1965) να επιτύχει αυτό το τόλμημα, ωστόσο δεν τα κατάφερε καθώς έξω από την Πάτρα δέχθηκε την επίθεση ενός καρχαρία ο οποίος του έσκισε το μουσαμά του σκάφους του. Επισκεύασε το σκάφος του και το επόμενο έτος ξεκίνησε τη δεύτερη προσπάθεια.
Στις 14 Ιουνίου στις δέκα και μισή το πρωί ξεκίνησε την κωπηλασία από τον Πειραιά. Λόγω αντιθέτου ανέμου έφτασε στη Σαλαμίνα στις 3 τα ξημερώματα της επόμενης μέρας. Έσυρε το σκάφος σε μια ακτή και κοιμήθηκε στρώνοντας μια κουβέρτα που είχε μέσα στο καγιάκ. Μέσα στο σκάφος είχε επίσης νερό, γάλα σε κονσέρβες και καφέ. Τα εφόδια δεν έπρεπε να ξεπερνάνε τα 20 κιλά βάρος. Την επόμενη μέρα ξύπνησε από την κούραση στις 8 η ώρα το πρωί.
Ξεκίνησε με επόμενο στόχο να φτάσει στην Κόρινθο, όπου πραγματικά έφτασε στις εννιά το βράδυ. Και πάλι κοιμήθηκε σε μια ακτή και ξεκίνησε στις 4 το πρωί με προορισμό την Πάτρα. Τον έπιασε θαλασσοταραχή και το καγιάκ του ανετράπη. Εκείνος ήταν δεμένος και κλεισμένος μέσα σε αυτό από τη μέση και κάτω. Μη μπορώντας να το επαναφέρει στην όρθια θέση λύθηκε από το σκάφος και αναδύθηκε. Ύστερα από μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να το επαναφέρει στη θέση του και να αναρριχηθεί και πάλι μέσα σε αυτό. Τα νερά που στο μεταξύ είχαν μπει τα έβγαλε με ένα άδειο τενεκεδάκι που είχε πόσιμο νερό πριν.
Την τέταρτη ημέρα του ταξιδιού του κατάφερε να φτάσει στην Πάτρα.
Κατάκοπος ξεκουράστηκε και ξεκίνησε αυτή τη φορά για έξι μέρες απανωτής κωπηλασίας στη θάλασσα ώστε να προσεγγίσει σε ένα νησάκι κοντά στη Λευκάδα –το Φερμέκουλο-. Σε αυτή τη βραχονησίδα έμεινε μόνος για δύο μέρες καθώς έχοντας πάθει θλάση μυών αδυνατούσε να κωπηλατήσει. Τις δύο ημέρες αναμονής κατανάλωσε τις προμήθειες που είχε μέσα στο καγιάκ του. Εκεί έκανε σήματα σε διερχόμενο μότορσιπ για να του δώσουν νερό, τρόφιμα και φάρμακα.
Από εκεί ξεκίνησε και πάλι για Πάργα και Κέρκυρα, που ήταν το νησί του. Στην Κέρκυρα έμεινε για έξι μέρες καθώς είχε τάμα στον Άγιο Σπυρίδωνα να ανάψει κερί για το ταξίδι του. Επισκεύασε το σκάφος που είχε τρυπήσει, προμηθεύτηκε εφόδια που αυτή την φορά περιελάμβαναν και φωτοβολίδες, σωσίβιο και αλλά και χειροβομβίδες κρότου για να διώχνει τους καρχαρίες που τον τριγύριζαν.
Τελευταίο έδαφος της Ελλάδας υπήρξαν για τον Κλουδά οι Οθωνοί, 18 μίλια Β.Δ. της Κέρκυρας. Με μόνο προσανατολισμό μια πυξίδα, ξεκίνησε πλέον για το δυσκολότερο μέρος του ταξιδιού που ήταν η Ιταλία. Κάποτε συναντήθηκε τυχαία με κάποιο ελληνικό πλοίο, το ΑΤΡΕΥΣ, το οποίο τον βοήθησε δίνοντάς του το στίγμα όπου και είδε ότι απέχει 15 ν.μ. από τον προορισμό του. Από το πλοίο ωστόσο έλαβε την προειδοποίηση για ραγδαία επιδείνωση του καιρού. Του πρότειναν να διακόψει το εγχείρημα και να επιβιβαστεί. Ο Κλουδάς ωστόσο αρνήθηκε καθώς ένιωθε ότι ήταν κοντά στην ολοκλήρωση του τελικού του σκοπού.
Ο καιρός πραγματικά χάλασε και τα ρεύματα τον οδηγούσαν αντίθετα προς τις Αλβανικές ακτές. Κωπηλατώντας αντίθετα παρότι υπολόγιζε ότι πριν σκοτεινιάσει θα έβλεπε τα φώτα της πόλης του Οτράντο, η νύχτα έπεσε και τίποτα δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Αυτή ήταν η χειρότερη δοκιμασία όλου του ταξιδιού. Προσανατολισμός δεν μπορούσε να γίνει καθώς ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από σύννεφα. Ακολούθησε μια ραγδαία βροχόπτωση.
Η νύχτα πέρασε στο απόλυτο σκοτάδι, χωρίς προσανατολισμό και χωρίς να διαφαίνεται κάτι στον ορίζοντα, εν μέσω βροχής και άσχημων καιρικών συνθηκών. Ξημέρωσε και στον ορίζοντα το μόνο που ήταν ορατό ήταν οι ακτές της Αλβανίας! Ο Κλουδάς είχε απομακρυνθεί από την Ιταλία.
Η προσπάθεια ξεκίνησε και πάλι με όποιες δυνάμεις υπήρχαν. Σε απόσταση επτά περίπου μιλίων άρχισαν να διαγράφονται στον ορίζοντα τα ιταλικά παράλια όπου και πραγματικά έφτασε πετυχαίνοντας αυτό που κάποιοι θεωρούσαν τότε ως αδύνατο.
Στις 23 Ιουλίου το ατμόπλοιο ΚΡΗΤΗ έφερε πίσω στον Πειραιά από την Ιταλία, τον Κλουδά με το μοναδικό καγιάκ του όπου του έγινε λαμπρή υποδοχή μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο. Εκτός από τα πέντε περίπου χιλιάδες άτομα που του επιφύλασσαν λαμπρή υποδοχή στο λιμάνι από όπου τον συνόδευσαν μέχρι το Δημοτικό θέατρο Πειραιά, τον ανέμεναν επίσης ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, ο Αρχηγός του Λιμενικού σώματος και ο Αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων. Εκ μέρους του Δημοτικού Συμβουλίου του Πειραιά τον υποδέχθηκε ο Χρίστος Πατραγάς (τότε Αντιπρόεδρος του Δ.Σ.). Στην υποδοχή τιμήθηκε και από τον Πρόεδρο της Κερκυραϊκής Ενώσεων «Άγιος Σπυρίδων» καθώς η καταγωγή του Πέτρου Κλουδά ήταν, όπως είπαμε, από την Κέρκυρα. Την υποδοχή του Πέτρου Κλουδά στον Πειραιά κατέγραψαν οι ειδήσεις της εποχής και το σχετικό απόσπασμα σώζεται από το Εθνικό οπτικοακουστικό αρχείο.
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1968 ο Πέτρος Κλουδάς θα εκτελέσει επιτυχώς με άλλου τύπου πλοιάριο που θα φέρει την επωνυμία “CORFU II” τη διαδρομή Τροία – Ιταλία – Κέρκυρα και θα αποβιβαστεί στο Πασαλιμάνι από όπου και οι σχετικές σκηνές από το Εθνικό οπτικοακουστικό αρχείο.