του Στέφανου Μίλεση
Το πρώτο αρχαιολογικό Μουσείο στον Πειραιά στέκει μέχρι σήμερα σιωπηλό στην οδό Φιλελλήνων. Φαίνεται παρατημένο μάλλον περιφρονημένο θα έλεγα, καθώς το μέγεθος και η όψη του δεν επιβάλουν τον επισκέπτη, όπως συμβαίνει με το νέο αρχαιολογικό μουσείο επί της οδού Χαριλάου Τρικούπη. Όμως παρά τον επαρχιωτισμό που κάποιοι νομίζουν σήμερα πως εκπέμπει, διαθέτει στο μήκος του τέσσερις αίθουσες που δέχονταν επισκέπτες άνευ εισιτηρίου για πολλά χρόνια.
Άρχισε τη λειτουργία του το 1926, αρχικά σε δύο αίθουσες, το 1928 βρέθηκε σε κατάσταση πλήρους λειτουργίας και το 1935 επεκτάθηκε σε δύο ακόμα, ώστε να περιλάβει αρχαιότητες ρωμαϊκής περιόδου (κι όχι ρωμαϊκές αρχαιότητες όπως συνηθίζεται να γράφεται). Λειτούργησε αδιάκοπα μέχρι την έναρξη του πολέμου.

Η απόκρυψη των εκθεμάτων λόγω πολέμου
Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τα εκθέματά του κλείσθηκαν σε ξύλινα κιβώτια και κρύφτηκαν προκειμένου να προστατευτούν. Η κίνηση αυτή κρατήθηκε μυστική και πολλοί μέχρι σήμερα πιστεύουν πως μόνο τα εκθέματα του αρχαιολογικού μουσείου Αθήνας κρύφτηκαν. Μάλιστα μεταπολεμικά δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα για το πώς και πού κρύφτηκαν τα εκθέματα της Αθήνας ενώ μέχρι και φωτογραφικά άλμπουμ κυκλοφόρησαν στις μέρες μας από τις επιχειρήσεις απόκρυψης εκείνης της περιόδου. Ωστόσο και στον Πειραιά τα εκθέματα ουδέποτε βρέθηκαν από τους Γερμανούς, καθώς είχαν κρυφτεί μέσα στο υδραγωγείο του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Τα εκθέματα δεν αποκαταστάθηκαν στις θέσεις τους αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών, καθώς ξέσπασαν οι εμφύλιες διαμάχες. Αποκαταστάθηκαν το 1948 με την εποπτεία του Εφόρου Αρχαιοτήτων Αττικής Ιωάννη Παπαδημητρίου από ομάδα η οποία αποτελείτο από την νεαρή στην ηλικία Μαρία Κόμη η οποία είχε παρακολουθήσει μαθήματα αρχαιολογίας στην Αμερική στη Σχολή Μπρίνμπορν της Πενσιλβάνια και τους αρχαιολόγους Θρεψιάδη και Σταυρόπουλο. Το έργο της ομάδας συνέδραμε ο γλύπτης Παναγιωτάκης και οι ζωγράφοι του αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών Κοντοπούλου και Παπαηλιοπούλου.

Το ιστορικό ανέγερσης του Μουσείου
Τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα που υπήρχαν μέχρι τότε στον Πειραιά προέρχονταν κύρια από διάφορα σημεία της πόλης που είχε συλλέξει ο καθηγητής Ιάκωβος Δραγάτσης και συγκέντρωνε κάποια μέρος τους στο γυμνάσιο όπου δίδασκε ενώ ένα άλλο σε έκταση πίσω από το Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς (Ιωνίδειο) στη συμβολή των οδών Σωτήρος Διός και Καραΐσκου. Όταν η διοίκηση του Πειραϊκού Συνδέσμου απευθύνθηκε στον Δήμο Πειραιά για την παραχώρηση διαθέσιμου γηπέδου στο κέντρο του Πειραιά, προκειμένου να αναγείρει ιδιόκτητο μέγαρο, βρέθηκε εύκαιρο μονάχα αυτό που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Καραΐσκου και Σωτήρος Διός. Όμως ήταν αυτό που χρησίμευε ως τόπος εναπόθεσης και αποθήκευσης διαφόρων αρχαιοτήτων του Πειραιά. Τότε κλήθηκε ο Δήμος να βρει μια λύση.
Κατά την 246η συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς, που πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιουνίου 1921, πρώτο θέμα στην ημερήσια διάταξη ήταν η εξέταση της αίτησης του Συνδέσμου, περί παραχωρήσεως από τον Δήμο οικοπέδου για την ανέγερση μεγάρου. Η μάχη στο δημοτικό συμβούλιο ήταν αμφίρροπη. Οι δημοτικοί σύμβουλοι που στο επάγγελμα ήταν δικηγόροι είχαν αντίρρηση καθώς επιθυμούσαν το οικόπεδο αυτό να παραχωρηθεί για την ανέγερση δικαστικού μεγάρου. Δίπλα ακριβώς τότε λειτουργούσε το Πρωτοδικείο (στην Πλατεία Κοραή, στο χώρο του σημερινού Δημαρχείου). Ακολούθησε φανερή ψηφοφορία και η αίτηση του Πειραϊκού Συνδέσμου έγινε αποδεκτή με οκτώ (8) ψήφους υπέρ, έναντι έξι (6) κατά, ενώ υπήρχε και μια ψήφος λευκή. Έτσι με ψήφους 8 έναντι 6, ο Πειραϊκός Σύνδεσμος το 1921 έγινε ιδιοκτήτης του οικοπέδου έκτασης 1.149,70 τετραγωνικών πήχεων επί του οποίου θα οικοδομηθεί χρόνια αργότερα (1931) το μέγαρο του Συνδέσμου.
Όμως ο Δήμος Πειραιώς έπρεπε να επιλύσει το πρόβλημα με τις αρχαιότητες του οικοπέδου που δώρισε. Οι αρχαιότητες αυτές που είχαν συλλεχθεί από τον Ιάκωβο Δραγάτση, βρίσκονταν κάτω από ένα πρόχειρο υπόστεγο και ήταν στην κυριολεξία η μια πάνω στην άλλη. Η απόδοση του οικοπέδου στον Σύνδεσμο προϋπέθετε την διαφύλαξη των αρχαιοτήτων που είχαν συσσωρευτεί σε αυτό. Στις 24 Οκτωβρίου 1924 ύστερα από γνωμάτευση του Εφόρου της Α’ αρχαιολογικής περιφέρειας, το υπουργείο των Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης γνωστοποίησε στον Σύνδεσμο ότι καθίστατο αδύνατη η μεταφορά ένεκα σοβαρού κινδύνου να βρεθούν τα αρχαία εκτεθειμένα και αφύλακτα. Κατόπιν αυτού ο Σύνδεσμος προκειμένου να παραλάβει το οικόπεδο, ανέλαβε με δικά του χρήματα να οικοδομήσει το πρώτο αρχαιολογικό Μουσείο στον Πειραιά, σε διπλανό χώρο από εκείνον που ευρισκόταν το αρχαίο θέατρο της Ζέας. Εντός αυτού όχι μόνο συγκεντρώθηκαν, μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν τα αρχαία του υπόστεγου της οδού Καραΐσκου και Σωτήρος Διός, αλλά και όσα βρίσκονταν διασκορπισμένα πέριξ του αρχαίου θεάτρου.

Η μεταφορά και τοποθέτηση των αρχαιοτήτων ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1926. Το κτήριο αυτό που αποτέλεσε και το πρώτο μουσείο στον Πειραιά ήταν καλαίσθητο, ευπρεπούς εμφανίσεως και σώζεται μέχρι και σήμερα στην οδό Φιλελλήνων. Η δαπάνη για την ανέγερση του Μουσείου έφτασε τις 180 χιλιάδες δραχμές, ποσό ιδιαιτέρως μεγάλο την εποχή εκείνη, δεδομένου ότι ο Σύνδεσμος στερούμενος ακόμα ιδιόκτητου μεγάρου δεν είχε τα έσοδα που αργότερα θα προσπόριζε. Κάποιοι τότε προσπάθησαν να δημιουργήσουν την εντύπωση πως η οικοδόμηση Μουσείου εκ μέρους του Συνδέσμου έγινε με σκοπό δωρεάς. Αντιθέτως όμως ο Σύνδεσμος υποχρεώθηκε σε αυτή τη μεγάλη για την εποχή και τις δυνατότητές του δαπάνη, με σκοπό την απόδοση της υποσχόμενης δημοτικής έκτασης στο κέντρο του Πειραιά. Όταν διαλευκάνθηκε κάθε αμφιβολία περί της δυσβάσταχτης οικονομικής ανάληψης εκ μέρους του Συνδέσμου, το Υπουργείο Παιδείας δια του υπ’ αριθ. 68870 της 13ης Μαρτίου 1925 εγγράφου του υποσχέθηκε τη συμμετοχή του στην δαπάνη κατασκευής του «Μουσείου Πειραιώς». Πραγματικά αργότερα ο υπουργός παιδείας διέταξε και προβλέφθηκε ισόποσο κονδύλιο από τον προϋπολογισμό του Κράτους, κι έτσι το ποσό αυτό το 1929 επιστράφηκε στον Σύνδεσμο, καθώς τα προόριζε για την οικοδόμηση του ιδιόκτητου μεγάρου του.
Τα εκθέματα του πρώτου Πειραϊκού Μουσείου
Στο μεταξύ όμως καθώς πραγματοποιούνταν εργασίες για την εκβάθυνση του λιμένος ολοένα και νέα εκθέματα προσθέτονταν στα ήδη υπάρχοντα. Επιτύμβια και λουτροφόροι ανεσύροντο από τον βυθό του λιμανιού ειδικά κατά την περίοδο 1922 – 23 που πραγματοποιούνταν εργασίες εκβάθυνσης. Μηχανικοί βυθοκόροι εκβάθυνσης ανέσυραν από τον βυθό ευρήματα μπροστά στο Λιμήν Αλών (Ζέας τον αποκαλούσαν τότε) και στην Ακτή Βασιλειάδη.

Το 1923 ανέσυραν κορμό ανάγλυφο της Αθηνάς και διάφορα αποσπάσματα μαρμάρινων κιόνων που όμως καθώς δεν παρουσίαζαν ιστορικό ενδιαφέρον τα άφησαν δίπλα από το αρχαίο θέατρο Ζέας. Όμως 20 χρόνια αργότερα, το 1948, σε άλλη εκβάθυνση βρέθηκε το κεφάλι της Θεάς Αθηνάς και τότε ο αρχαιολόγος Σταυρόπουλος κατά την μεταπολεμική τοποθέτηση των εκθεμάτων στο Μουσείο θυμήθηκε τον ακέφαλο κορμό του προαυλίου χώρου και το ταίριαξε!…
Το 1923 επίσης βρέθηκαν χωμένα στην ιλύ του λιμένος ένα μαρμάρινο άγαλμα εφήβου που ως προς την τεχνοτροπία του παραπέμπει στον Πραξιτέλη και άλλα επιτύμβια ανάγλυφα. Επίσης βρέθηκαν αμφορείς επίσης επιτύμβιας σημασίας. Τοποθετούνταν δηλαδή πάνω στους τάφους ανύπανδρων ανδρών και γυναικών για να δείξουν πως ο νεκρός δεν είχε την ευτυχία στην επίγεια ζωή του να λουστεί με το νερό της γαμήλιας λουτροφορίας. Διότι ήταν έθιμο τους νιόπαντρους άνδρες και γυναίκες να τους λούζουν με νερό που μετέφεραν με πομπή στην οικία όπου θα έμεναν μεταφέροντάς το με ειδικό λουτροφορικό αμφορέα. Στη συνέχεια έλουζαν τους νεόνυμφους ψάλλοντας συνοδεία αυλών. Στην Αθήνα είναι γνωστό πως οι λουτροφόροι αμφορείς μετέφεραν νερό από την πηγή της Καλλιρρόης στον Ιλισσό ποταμό. Όσοι λοιπόν άνδρες και γυναίκες πέθαιναν πριν προλάβουν να παντρευτούν οι συγγενείς απόθεταν τους λουτροφόρους αμφορείς επί των τάφων τους.
Επιτύμβια σπουδαία γλυπτά που το πρώτο αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά φιλοξένησε ήταν το ανάγλυφο των Σαλαμινομάχων Χαιρεδήμου και Λυκαίου, το επιτύμβιο του Σοφιστού Καλλία που χαιρετά δια χειραψίας τον μαθητή του Ιππόμαχο, τη νεκρική στήλη της Νικησούς που κρατά ένα πτηνό έτοιμο να πετάξει, το επιτύμβιο μιας ωραίας κόρης που κοιτάει τον εαυτό της σε καθρέπτη. Ένα ανάγλυφο Σαλαμινομάχων ιστορεί δύο ένδοξους πολεμιστές που έλαβαν μέρος στη θρυλική ναυμαχία να περπατούν με τις ασπίδες τους και το δόρυ στους ώμους. Το έργο αυτό κατά τους αρχαιολόγους θυμίζει ως προς την τεχνοτροπία τον Πολύκλειτο κι έτσι το ανάγουν στον 5ο αιώνα π.Χ.


Εκθέματα του 390 και του 380 π.Χ. βρέθηκαν στη Σαλαμίνα το 1931 ενώ στην ίδια εποχή είναι το αναθηματικό του αθλητή Αγήνορα του Απολλοδώρου Μεγαρέως ο οποίος καθαρίζει το λάδι της παλέστρας από το γυμνό του κορμί με την στλεγγίδα. Μέχρι το 1948 ως σπουδαιότερο έκθεμα του Πειραϊκού Μουσείου θεωρείτο ένα άγαλμα εφήβου για το οποίο Έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι συμφώνησαν πως επρόκειτο για έργο της νιότης ή πρωτόλειο του μεγάλου δημιουργού του Πραξιτέλη.


Στην δεύτερη αίθουσα του πρώτου Πειραϊκού Μουσείου εκθέτονταν έργα που ανακαλύφθηκαν σε διάφορες ανασκαφές σε Πειραιά και Σαλαμίνα, ενώ στην τρίτη αίθουσα προτομές και αγάλματα ρωμαϊκής περιόδου. Τέλος στην τέταρτη αίθουσα εκθέτονταν μοναδικά αντίγραφα παραστάσεων της ασπίδας της προμάχου Αθηνάς. Ανασυρμένα κι αυτά από το βυθό του πειραϊκού λιμανιού παρουσιάζουν σκηνές από την ασπίδα του περίφημου χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς που είχε φιλοτεχνήσει ο γλύπτης Φειδίας και βρισκόταν στα προπύλαια του Παρθενώνα. Ανάμεσα στις σκηνές ξεχωρίζει αυτή όπου οπλίτης αρπάζει Αμαζόνα με το ένα χέρι ενώ με το άλλο την πληγώνει στο πλευρό.
Καθώς στο πρώτο αρχαιολογικό μουσείο δεν υπήρχε επαρκής χώρος για όλα τα εκθέματα κάποια βρίσκονταν έξω από αυτό στον προαύλιο χώρο του που συνορεύει με το αρχαίο θέατρο της Ζέας. Τεμάχια επιτυμβίων, στήλες, αγάλματα, κιονόκρανα και πολλά άλλα εκθέματα.

Η εκδίωξη του γυμναστηρίου από το αρχαίο θέατρο Ζέας
Την δεκαετία του 1950 συνέβη ένα περιστατικό μάλλον ατυχές. Ένας αθλητής του Πειραϊκού Συνδέσμου έριξε τη σφαίρα του στον προαύλιο χώρο καταστρέφοντας μια γραπτή στήλη κάνοντας τον έφορο αρχαιοτήτων Παπαδημητρίου να ζητήσει την απομάκρυνση του γυμναστηρίου από το χώρο. Η αντίθεση Παπαδημητρίου με τον Πειραϊκό Σύνδεσμο έλαβε διαστάσεις μεγάλης διαμάχης που δίχασε την πόλη.

Τελικώς ο Πειραϊκός Σύνδεσμος αποχώρησε κάτω από το βάρος και τις πιέσεις που δέχθηκε, εγκαταλείποντας τις αθλητικές υποδομές τις οποίες είχε διαμορφώσει για δεύτερη φορά εκ του μηδενός, καθώς οι Γερμανοί στην κατοχή είχαν μετατρέψει τον χώρο σε όρχο οχημάτων και του είχαν αρπάξει φεύγοντας μέχρι και τα αθλητικά όργανα. Ο Σύνδεσμος υπέστη τότε πολλαπλή ζημία καθώς όλα τα αθλητικά τμήματά του έμειναν άστεγα, αθλητές κύρους σταμάτησαν να προπονούνται, οι ομάδες μπάσκετ και βόλεϊ ουσιαστικά διαλύθηκαν και κάθε αθλητική δραστηριότητα στον Πειραιά είχε παγώσει. Οικονομικά επίσης ο Σύνδεσμος είχε ξοδέψει αμύθητα ποσά τον μισό αιώνα που κατείχε τον χώρο, για αποδυτήρια, τρεχούμενα νερά, θυρωρεία, περιφράξεις, σκάμματα, ζυγούς και όργανα προθέρμανσης. Ξέχωρα, όπως ήδη αναφέραμε, το κτήριο του αρχαιολογικού μουσείου που είχε οικοδομήσει. Όλα έγιναν “σκόνη” στο όνομα της αξιοποίησης του αρχαιολογικού θεάτρου.

Η αναπάντεχη εμφάνιση της Δώρας Στράτου
Και αντί αξιοποίησης εμφανίστηκε η Δόρα Στράτου, η οποία τοποθέτησε σιδερόφρακτη κατασκευή, όχι δίπλα, αλλά πάνω στο αρχαίο θέατρο! Φυσικά οι Πειραιώτες ξεσηκώθηκαν, με πρώτους στην αντίδραση τους ιθύνοντες του Πειραϊκού Συνδέσμου. Στο πλευρό τους σταδιακά βρέθηκε και ο απλός κόσμος, διότι την αδικία κανείς δεν επιθυμούσε. Κάλεσαν την Δόρα Στράτου να εγκαταλείψει το χώρο, καθώς δεν εκπλήρωνε το σκοπό που οι κάτοικοι ανέμεναν, ενώ η σιδηροκατασκευή της αποτελούσε “αμετάκλιτη” καταδίκη της πολιτιστικής “ανάστασης” που όλοι επιθυμούσαν.

Η εύρεση των χάλκινων αγαλμάτων και η οικοδόμηση νέου Μουσείου
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 θα βρεθεί ο μεγαλύτερος αρχαιολογικός θησαυρός στον Πειραιά στη συμβολή των οδών Φίλωνος και Βασ. Γεωργίου Α’ με χάλκινα αγάλματα τα οποία μεταφέρθηκαν στο αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών ελλείψει κατάλληλου οικήματος στον Πειραιά. Έτσι ξεκίνησε μια νέα εκστρατεία στον Πειραιά που οδήγησε τελικά στην ανέγερση στα μέσα της δεκαετίας του ’60 του Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά που υπάρχει μέχρι και σήμερα.

