του Στέφανου Μίλεση

Σήμερα στο άκουσμα και μόνο της ονομασίας «Κοπή», όλοι σχεδόν αντιλαμβάνονται ότι γίνεται αναφορά στο τεράστιο εκείνο οικοδομικό τετράγωνο, που βρίσκεται στη Λεωφόρο Αναπαύσεως, που αποτελούσε μια στρατιωτική υπηρεσία, η οποία διέθετε τα κατάλληλα μηχανικά μέσα ραπτικής, που μπορούσαν να παράγουν μεγάλο αριθμό στολών για την ένδυση του στρατού. Η ύπαρξη μιας τέτοιας μονάδας παραγωγής ήταν ικανή να προδώσει τοπωνύμιο σε όλη τη γύρω περιοχή γνωστή ως «Κοπή».

Κι όμως η αρχική «Κοπή» δεν ήταν αυτή, όσο παλιά κι αν είναι η ύπαρξή της. Η περίπτωση της μοιάζει με ένα άλλο τοπωνύμιο στον Πειραιά το γνωστό «Σταυρό». Σήμερα ως «Σταυρός», νοείται το γνωστό μνημείο αφανούς ναύτη στην Πειραϊκή. Προπολεμικά όμως ο κόσμος προσδιόριζε την τοποθεσία «Σταυρός» στο ύψωμα της Πλατείας Σερφιώτη, στην οδό Κρυστάλλη που έστεκε ψηλά ένα ξύλινο κατάρτι που έμοιαζε με σταυρό όπου πάνω του ανεβοκατέβαιναν πράσινες ή κόκκινες σημαίες για να σημάνουν την είσοδο/έξοδο πλοίων από το λιμάνι του Πειραιά. Εκεί τα παλιά χρόνια βρισκόταν ο Σηματογραφικός σταθμός του λιμανιού. 

Για να επιστρέψουμε λοιπόν στο θέμα μας που είναι η «Κοπή», χρόνια πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτή βρισκόταν στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Μιαούλη (σημερινή Εθνικής Αντιστάσεως), Τσαμαδού, Φίλωνος και Ναυάρχου Μπήττυ (σημερινή Καραολή και Δημητρίου). Ήταν το οικοδομικό τετράγωνο, που ακόμα σε παλαιότερες εποχές, φιλοξενούσε τις εγκαταστάσεις της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (Πολεμικόν Σχολείον) έναντι του κτηρίου της σημερινής Δημοτικής Πινακοθήκης. 

Όταν η Σχολή Ευελπίδων έφυγε από τον Πειραιά και μετακόμισε το 1894 στην Αθήνα, έμειναν κενά στο σημείο αρκετά κτήρια. Εκεί συστήθηκε η Γενική Αποθήκη Υλικού Στρατού, ακριβώς στο κέντρο του Πειραιά! Όλη αυτή η ονομασία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι εγκαταστάσεις της «Κοπής». Στεγάστηκε σε παλαιά κτήρια τα οποία είχαν κριθεί ακατάλληλα να στεγάσουν τη Σχολή Ευελπίδων. 

Σε όλη την διάρκεια της εκεί παραμονής της η «Κοπή» λειτουργούσε απασχολώντας δεκάδες εκατοντάδες εργαζόμενους, οι οποίοι καθημερινώς προσέρχονταν και εργάζονταν κάτω από πραγματικά αντίξοες συνθήκες, καθώς μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι εγκαταστάσεις παρέμεναν ίδιες χωρίς καν να ασβεστωθούν. Επρόκειτο για δύο τεράστια πλινθόκτιστα κτήρια του 1837 που όταν έβρεχε ή φυσούσε δυνατά, ξηλώνονταν και έπεφταν από αυτά σοβάδες, πέτρες και κεραμίδια. 

Το ένα από αυτά τα κτήρια, το μεγαλύτερο, είχε μέτωπο προς το παλαιό ταχυδρομείο (σημερινή Δημοτική Πινακοθήκη), ενώ το άλλο από την κάτω πλευρά του οικοπέδου, προς την Λεωφόρο Μιαούλη (σημερινή Εθνικής Αντιστάσεως). Όταν τη δεκαετία του 1920 λειτουργούσε στο σημείο εκείνο η «Κοπή», βρίσκονταν εν ζωή ακόμα γηραιοί Πειραιώτες, διατηρούσαν ζωντανές αναμνήσεις από τη Σχολή Ευελπίδων!

Την ώρα λοιπόν που περνούσαν και στη θέση της έβλεπαν αποθήκες με τόπια υφάσματα, ψαλίδια και ραπτομηχανές, κουνούσαν το κεφάλι συγκρίνοντας το ένδοξο παρελθόν των εγκαταστάσεων όπου φιλοξενούταν κάποτε σπουδαστές όπως ο Παύλος Μελάς, με την πικρή κατάντια των ημερών τους. 

Το Υπουργείο Στρατιωτικών όμως, ήθελε να αξιοποιήσει αυτό το χώρο κι έτσι αποφάσισε να εγκατασταθεί εκεί η «Γενική Αποθήκη Υλικού Στρατού». Για πολλά χρόνια σε αυτή την «Κοπή» στρατιές ολάκερες κοριτσιών, γυναικών και ραφτάδων μεριμνούσαν για την αμφίεση των στρατιωτών μας. Στην «Κοπή» υπήρχαν τμήματα ραφής στολών αξιωματικών, κατασκευή δίκοχων, μέχρι και αρβύλων. 

Σε όλους τους πολέμους μέχρι τη δεκαετία του ’30, οι στρατιώτες μας έφεραν ρούχα κατασκευασμένα στην ουσία στον Πειραιά! Πληθώρα στρατιωτικών αυτοκινήτων σταματούσαν από τα ξημερώματα στη μεγάλη πύλη της «Κοπής» επί της Λεωφόρου Μιαούλη, σχηματίζοντας ουρές, και φόρτωναν επενδύτες, χιτώνια, άρβυλα και άλλα εξαρτήματα στρατιωτικής ενδυμασίας, τα οποία αποστέλλονταν σε όλα τα μήκη και πλάτη της ελληνικής επικράτειας! 

Ως «Κοπή» λειτουργούσε το μικρότερο από τα δύο κτήρια, αυτό δηλαδή που είχε πρόσοψη στη Λεωφόρο Μιαούλη. Το άλλο, το μεγάλο, αν και ήταν κατασκευασμένο από τον Χάνσεν, ήταν σε τραγική κατάσταση, είχε χάσει σχεδόν το σύνολο της στέγης του και είχε καταντήσει ακάλυπτο. Στην οδό Φίλωνος που ήταν η πρόσοψή του, ο κόσμος τα τελευταία χρόνια της ύπαρξής του (αρχές δεκαετίας ’30), περνούσε από το απέναντι πεζοδρόμιο μπροστά από το παλαιό Ταχυδρομείο φοβούμενος μήπως του πέσει κάτι στο κεφάλι. Ο δρόμος όμως ήταν πολυσύχναστος.

Ακριβώς απέναντι από αυτό υπήρχαν το Ταχυδρομείο, το τηλεγραφείο, το Πυροσβεστείο, το Ειρηνοδικείο, το Φρουραρχείο ενώ οι εφημερίδες της εποχής καταγράφουν και την ύπαρξη μιας βιοτεχνίας καπνού. Κάθε φορά ξεκολλούσε ένα παραθυρόφυλλο ή έπεφτε ένα τεράστιο κομμάτι τοίχου και η οδός Φίλωνος έκλεινε μέχρι να καθαριστεί από τα μπάζα.

Το κτήριο της «Κοπής» με πρόσοψη προς την Φίλωνος είχε, μεταξύ άλλων, καταντήσει και αντικείμενο περιέργειας και φωτογράφισης από τους ξένους επισκέπτες. Καθώς τα ξένα πληρώματα των πλοίων του πειραϊκού λιμένα επισκέπτονταν το ταχυδρομείο – τηλεγραφείο για να αποστείλουν ένα τηλεγράφημα ή να ταχυδρομήσουν ένα γράμμα προς την πατρίδα τους, έστεκαν με δέος και περιεργάζονταν το κτήριο του Χάνσεν, το παλιό διοικητήριο της Σχολής Ευελπίδων, καθώς από τη μια προκαλούσε θαυμασμό με το ύψος του, από την άλλη φρίκη με την παλαιότητά του και τον ετοιμόρροπο οργανισμό του. 

Κάποτε έφτασε ένα πολεμικό πλοίο της Αργεντινής, το «Μόντε Σαρμιέντο», στον Πειραιά για να γιορτάσει στη χώρα μας, τους ήρωες της δικής τους ανεξαρτησίας, που ήταν Έλληνες, έθιμο που διατηρείται άλλωστε μέχρι σήμερα. Το πλοίο αυτό λοιπόν, μόλις έδεσε και αποβίβασε τους ναυτικούς δόκιμους που μετέφερε, αυτοί έτρεξαν για να φτάσουν πρώτοι στο τηλεφωνείο και να επικοινωνήσουν με την μακρινή πατρίδα τους. Και ενώ όλοι έτρεχαν προσπερνώντας ο ένας τον άλλον, μόλις έφτασαν έξω από την θύρα του Τηλεφωνείου και είδαν το τεράστιο ετοιμόρροπο κτήριο της «Κοπής» να στέκει στον «αέρα», ξέχασαν και το τρέξιμο και το τηλέφωνο κι άρχισαν να το φωτογραφίζουν σαν ένα παράξενο αξιοθέατο. 

Πολεμικά πλοία της Αργεντινής στο λιμάνι του Πειραιά (1937)

Τον Αύγουστο του 1930 οι εργαζόμενοι στην «Κοπή» υπέβαλλαν υπόμνημα για την ακαταλληλότητα των εγκαταστάσεων και ζήτησαν την ανεύρεση άλλων κτηρίων για να στεγάσουν τις εγκαταστάσεις της «Κοπής». Είχαν ξεσηκωθεί για το ίδιο θέμα και οι Πειραιώτες δημοσιογράφοι με πρωτεργάτη τον Γ. Μπουκουβάλα. Λίγο αργότερα οι φωνές διαμαρτυρίες ακούστηκαν και η «Κοπή» μετακόμισε σε άλλες εγκαταστάσεις, αυτές που σήμερα όλοι γνωρίζουμε επί της Λεωφόρου Αναπαύσεως.

Όσο για τα παλαιά κτήρια το Υπουργείο Στρατιωτικών αποφάσισε την κατεδάφιση του το 1937 επί Ιωάννου Μεταξά. Υπήρχε αρχικά η σκέψη να οικοδομηθεί στο σημείο η δημοτική αγορά της πόλης, καθώς η προηγούμενη είχε συμπληρώσει το όριο ηλικίας της, αλλά η έκταση έμεινε κενή καθώς τα πάντα αναβλήθηκαν από την έλευση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. 

Author

Ο Στέφανος Παν. Μίλεσης είναι Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής και Ραδιοφωνικός Παραγωγός. Από το 2016 είναι Πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.