του Στέφανου Μίλεση
Όταν στις 13 Οκτωβρίου του 1944 αναχώρησαν και οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες από τον Πειραιά, όπως έχω γράψει και στο παρελθόν, άφησαν πίσω τους κατεστραμμένες όλες τις υποδομές του λιμανιού και της πόλης. Ανατινάχτηκαν οι μόνιμες δεξαμενές και τα ναυπηγεία Βασιλειάδου και κάθε άλλο υλικοτεχνικό μέσο που μεταπολεμικά θα συντελούσε στην ανάπτυξη του λαού. Μεταξύ όλων εκείνων που καταστράφηκαν ολοσχερώς ήταν φυσικά και τα μηχανοστάσια των Σιδηροδρόμων (ΣΕΠ και ΣΠΑΠ), ενώ πυρπολήθηκαν όλες οι ατμάμαξες και τα βαγόνια που οι Γερμανοί δεν είχαν προλάβει να ρίξουν στην διώρυγα της Κορίνθου με σκοπό να τη φράξουν. Όμως πάνω στη φυγή τους οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να ανατινάξουν τον σιδηροδρομικό τεχνικό σταθμό της Λεύκας (συνεργεία), με αποτέλεσμα να μείνουν άθικτα τα μοναδικού τύπου βαγόνια που μετασκευάζονταν εκεί που ήταν οι λεγόμενες «κλούβες».
Οι μετασκευές των βαγονιών
Η «κλούβα» (πειραϊκής δυστυχώς μετασκευής) ήταν ένα ανοιχτό σιδηροδρομικό βαγόνι που οι Γερμανοί είχαν σχεδιάσει να μοιάζει με ένα μεγάλο κλουβί σαν εκείνα τα σιδερένια κλουβιά που έχουν στους ζωολογικούς κήπους για τα θηρία. Στην «κλούβα» οι Γερμανοί έβαζαν κρατούμενους και την τοποθετούσαν μπροστά από τη σιδηροδρομική μηχανή, ώστε σε περίπτωση δολιοφθοράς, να σκοτώνονταν πρώτοι οι Έλληνες κρατούμενοι που επέβαιναν σε αυτή. Η επιβίβαση των κρατουμένων στις κλούβες γινόταν κύρια από τον Σταθμό Λαρίσης Αθηνών. Τα μετασκευασμένα βαγόνια που ανατινάζονταν, τα αντικαθιστούσαν με άλλα προερχόμενα από τον τεχνικό σταθμό του Πειραιά.

Η εύρεση τέτοιων μεταποιημένων βαγονιών στο σταθμό της Λεύκας, αποτέλεσε μοναδική απόδειξη της διαστροφικής σκέψης που χαρακτήριζε τους Γερμανούς κατακτητές. Διότι και όσοι επιλέγονταν να είναι επιβάτες αυτών των βαγονιών θεωρούνταν εν δυνάμει μελλοθάνατοι. Κάθε στιγμή που ταξίδευαν με την κλούβα, τη ζούσαν σα να ήταν η τελευταία τους, αφού οι δολιοφθορές στο σιδηροδρομικό δίκτυο με ανατινάξεις αντιστασιακών αποτελούσαν καθημερινό γεγονός.
Τα “κομάντα” της κλούβας
Όμως το μαρτύριο και η θανατική ποινή αυτών των μελλοθανάτων, δεν προερχόταν συνήθως από κάποια αντιστασιακή ενέργεια, αλλά από τις κακουχίες του ίδιου του ταξιδιού. Από την πτέρυγα των μελλοθανάτων των διαφόρων φυλακών (Αβέρωφ ή Χαϊδαρίου) οδηγούσαν τους κρατούμενους στο “σκοπευτήριο” της Καισαριανής για να εκτελεστούν. Κάποιους όμως, καμιά πενηνταριά στον αριθμό, τους κρατούσαν ξεχωριστά. Στη συνέχεια τους ανακοίνωναν τον ρόλο που θα διαδραμάτιζαν ως “κομάντα” (έτσι οι Γερμανοί αποκαλούσαν τους κρατουμένους επιβάτες της κλούβας). Επίσημα τα βαγόνια κλούβες κατά τη Γερμανική επιστημονική ορολογία της παλιανθρωπιάς περιγράφονταν ως “Βαγόνια ασφαλείας Γερμανικών Συρμών”!…
“Θα σας βάλουμε σε ένα βαγόνι μπροστά από την ατμομηχανή για να εξασφαλίσουμε με τη ζωή σας την δική μας ζωή” τους έλεγαν. Όμως δεν τους περιέγραφαν πώς θα ήταν το βαγόνι αυτό! Τους μετέφεραν στο Σταθμό Λαρίσης Αθηνών όπου τους διέταζαν να γυμνωθούν τελείως και να μείνουν μόνο με το κάτω εσώρουχό τους που εκείνη την εποχή ήταν μια σκελέα. Εκεί τους χώριζαν σε έξι “κομάντα” (ομάδες) τρία για τραίνα του κανονικού δικτύου και τρία για τα τραίνα του δικτύου της Πελοποννήσου. Στη συνέχεια κάθε ομάδα επιβιβαζόταν σε μια τέτοια κλούβα μπροστά από τον σιδηροδρομικό συρμό.

Το μαρτύριο του ταξιδιού
Το μαρτύριο είτε ήταν χειμώνας, είτε καλοκαίρι ήταν ανυπόφορο καθώς όπως ήταν γυμνοί, είτε πάγωναν από το κρύο και τις βροχές, είτε καίγονταν από τον ήλιο, μέχρι να πάθουν τρομερά εγκαύματα μένοντας εκτεθειμένοι σε έναν χώρο χωρίς κάλυψη. Να σημειωθεί πως από την μετασκευή του στο τεχνικό σταθμό της Λεύκας, τα βαγόνια κλούβες, ήταν ρηχά. Δηλαδή περιμετρικά είχαν χαμηλώσει το πλαίσιο της καρότσας και το ατσάλινο αγκαθωτό δίχτυ άρχιζε από χαμηλά, για να μην ξαπλώνουν οι κρατούμενοι πίσω από τα ξύλινα πλαίσια για να βρουν κάποια ελάχιστη σκιά ή να αντιμετωπίσουν τον παγωμένο αέρα του χειμώνα που τους χτυπούσε κατά πρόσωπο. Ακόμα και αν όλα πήγαιναν καλά και οι κρατούμενοι άντεχαν στο πρώτο ταξίδι, ακολουθούσε δεύτερο, τρίτο… Κάθε φορά που μια διαδρομή ολοκληρωνόταν τους ξεφόρτωναν σε ένα κελί και την επομένη ημέρα τους φόρτωναν ξανά στην κλούβα. Κάποιοι κρατούμενοι έμειναν ζωντανοί να εκτελούν καθημερινά διαδρομές μέχρι και τέσσερις μήνες! Οι τρεις αμαξοστοιχίες του θανάτου ήταν συνήθως αυτές που εκτελούσαν διαδρομή προς Θεσσαλονίκη με ώρες αναχώρησης η μια στις πέντε το απόγευμα, η δεύτερη στις οκτώ το βράδυ και η τρίτη τα μεσάνυχτα.

Οι τρόποι των Γερμανών για την αποφυγή σαμποτάζ
Όταν οι Έλληνες αντάρτες είδαν πως οι Γερμανοί άρχισαν να εφαρμόζουν αυτό το σύστημα των βαγονιών – κλουβιών, τροποποίησαν την δράση τους. Άφηναν να περάσει το βαγόνι κλούβα και η ατμομηχανή και κατά το δεύτερο ή τρίτο βαγόνι πυροδοτούσαν τα εκρηκτικά σκοτώνοντας τους Γερμανούς που είχαν επιβιβαστεί στο κέντρο του συρμού. Φυσικά η Γερμανική ευφυΐα που τίποτα δεν αφήνει στη τύχη και όλα τα μελετά με επιστημονική απανθρωπιά σκαρφίστηκε το εξής. Τοποθέτησαν καλά στερεωμένα κάτω από πάτωμα του βαγονιού – κλούβας τέσσερα μεγάλα πακέτα δυναμίτιδας που συνδέονταν με ηλεκτρικό καλώδιο με κάποιον Γερμανό που βρισκόταν συνήθως στο κέντρο του συρμού. Το ηλεκτρικό καλώδιο συνέδεε τα πακέτα δυναμίτιδας με μια ηλεκτρική στήλη φανού που ήταν κρεμασμένα στο στήθος του. Αυτός μπορούσε πατώντας απλώς τον διακόπτη του φανού του, να προκαλέσει ανάφλεξη της δυναμίτιδας και φυσικά ανατίναξη της κλούβας με το ανθρωποφορτίο της. Τη νύχτα η κλούβα φωτιζόταν με τον ισχυρό προβολέα της ατμομηχανής ώστε οι αντάρτες να τους βλέπουν από μακριά και να γνωρίζουν πως θα σκοτώσουν ομοεθνείς τους.
Αν τύχαινε οι Έλληνες αντάρτες να χτυπήσουν οποιοδήποτε άλλο βαγόνι και πάλι ο Γερμανός του φανού πάταγε το κουμπί και ανατίναζε τους κρατουμένους του πρώτου βαγονιού! Ακόμα κι σκοτωνόταν ο Γερμανός χειριστής των εκρηκτικών και δεν προλάβαινε να ανατινάξει τους Έλληνες κρατουμένους της κλούβας στον αέρα, τους εκτελούσαν στη συνέχεια οι Γερμανοί επί τόπου ως αντίποινα σε κάθε περίπτωση! Έτσι το να καταδικαστεί κάποιος ως μελλοθάνατος κλούβας, αποτελούσε χειρότερη ποινή από την εκτέλεση στο “σκοπευτήριο” όπου ο θάνατος ήταν άμεσος αντί ενός παρατεταμένου σωματικού και ψυχολογικού μαρτυρίου. Με το σατανικό αυτό τρόπο που είχαν επινοήσει οι Γερμανοί πίστευαν πως θα σταματούσαν τα σαμποτάζ των Ελλήνων αντιστασιακών.

Οι 14 ή 16 ώρες που διαρκούσε η παραμονή κατά την διάρκεια του χειμώνα σε ένα ανοικτό από όλες τις πλευρές βαγόνι, με τους επιβάτες του γυμνούς, ισοδυναμούσε με θάνατο από ανακοπή ή μια απίστευτη δοκιμασία. Σταδιακά η ροή μελλοθανάτων τυποποιήθηκε και η αντικατάσταση έλαβε την πειθαρχία που χαρακτηρίζει κάθε κίνηση των Γερμανών. Το κέντρο της Αθήνας με βάση τις φυλακές Αβέρωφ τροφοδοτούσε 75 κρατουμένους, 50 προέρχονταν από τους μελλοθάνατους του Χαϊδαρίου και 25 από το στρατόπεδο των Θηβών. Αυτοί κάλυπταν τις διαδρομές Αθήνας – Κορίνθου και Αθήνας – Σχηματαρίου – Θηβών. Στην Κόρινθο γινόταν κάτι αντίστοιχο με κρατούμενους προερχόμενους από τα στρατόπεδα Κορίνθου, Πατρών, Τριπόλεως και κάτι αντίστοιχο με κέντρο την Λάρισα στα βόρεια.
Στο σύστημα αυτό υπήρχε και η εξής πρωτοτυπία που καθιστούσε αδύνατη μεταπολεμικά την εύρεση των ελάχιστων κρατουμένων των κλουβιών που είχαν επιζήσει. Συγκεκριμένα οι Γερμανοί τους εμφάνιζαν ως εκτελεσμένους παρόλο που αυτοί ζούσαν και εκτελούσαν διαδρομές με τις κλούβες. Ο αφανισμός τους για τους Γερμανούς θεωρείτο βέβαιος, για αυτό και μεταπολεμικά ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν κρατούμενοι των κλουβιών για να καταθέσουν στα δικαστήρια εγκλημάτων πολέμου.

Τα βαγόνια ως μέσο ενθάρρυνσης του αγώνα
Τα διαρκή ταξίδια με την κλούβα και ο παρατεταμένος κίνδυνος ανατίναξης σύντομα εξοικείωσαν τους κρατούμενους -τουλάχιστον εκείνους που άντεχαν σωματικά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες-. Τότε άρχιζε να συμβαίνει το εξής καταπληκτικό. Οι κρατούμενοι άρχιζαν να τραγουδούν πατριωτικά τραγούδια λευτεριάς κατά την διάρκεια του ταξιδιού, χωρίς κανείς να μπορεί να τους σταματήσει. Τότε τα βαγόνια – κλουβιά αντί να χρησιμεύσουν ως μέσο τρομοκράτησης του πληθυσμού, μετατράπηκαν σε μέσα ενθάρρυνσης και συνέχισης του αγώνα. Καθώς το τραίνο που ήταν φορτωμένο με Γερμανούς στρατιώτες περνούσε από τα διάφορα χωριά και τις πόλεις ή μέσα από τις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, αντηχούσαν τα τραγούδια του αγώνα και ως απάντηση ο κόσμος χειροκροτούσε!
Οι Γερμανοί που στην αρχή δεν είχαν καταλάβει πίστευαν πως τους χειροκροτεί ο κόσμος επειδή τους έβλεπε να περνούν… Στην Κόρινθο ο κόσμος είχε προχωρήσει ακόμα περισσότερο καθώς πετούσε στους “κλουβίτες” φρούτα, τσιγάρα, ψωμί. Στην αρχή οι Γερμανοί έβλεπαν αδιάφοροι αυτή την δοσοληψία. Όταν όμως συνέβη στο σταθμό του Ψαθόπυργου να αποδράσουν 25 “κλουβίτες”, οι Γερμανοί θεώρησαν πως έλαβαν εξωτερική βοήθεια και έκτοτε απαγόρευσαν την προσέγγιση στις κλούβες.
Για παραδειγματισμό οι Γερμανοί και για αντίποινα αυτής της απόδρασης, χωρίς λόγο ανατίναξαν την κλούβα των Πατρών μόλις έφτασε στον Σταθμό της Κορίνθου, χωρίς κανέναν λόγο! Ο Γερμανός πάτησε τον διακόπτη, ύστερα από διαταγή ανωτέρου και τότε άνθρωποι, σίδερα και μαδέρια ανατινάχτηκαν στον αέρα. Χέρια, πόδια, κεφάλια ανάμεσα σε συντρίμμια του βαγονιού εκτινάχθηκαν σε μεγάλη απόσταση. Τρεις μονάχα γλύτωσαν από τους εικοσιπέντε “κλουβίτες”, σακατεμένοι για όλη τους τη ζωή.

Τα παιχνίδια των Γερμανών σκοπών με τους κλουβίτες
Ένα ακόμα “παιχνίδι” που έκαναν οι Γερμανοί σκοποί που φρουρούσαν το σιδηροδρομικό δίκτυο στο μήκος του, για να σπάσουν τη μονοτονία της σκοπιάς τους, ήταν όταν περνούσε η κλούβα να πετροβολούν τους “κλουβίτες”.
Οι “κλουβίτες” είχαν ως μοναδική τους παρηγοριά, την ευκαιρία κατά καιρούς να βλέπουν φευγαλέα τα αγαπημένα τους πρόσωπα, που ανέμεναν σε διασταυρώσεις να περάσει το τραίνο και να τους αναγνωρίσουν για να διαπιστώσουν πως είναι ακόμα ζωντανοί. Άλλες φορές πριν το τραίνο αναχωρήσει οι συγγενείς χρησιμοποιώντας τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους ως ενδιάμεσους, μετέφεραν κάποια επιστολή στον κρατούμενο.
Οι λίγοι “κλουβίτες” που κατάφεραν να μείνουν ζωντανοί μέχρι το τέλος του πολέμου, είδαν τα βαγόνια – κλούβες να εκτελούν τις τελευταίες τους διαδρομές 6 προς 7 Οκτωβρίου του 1944. Στο τέλος της διαδρομής οι Γερμανοί άνοιξαν τις πόρτες και τους άφησαν να φύγουν. Τότε μόνο οι διαγραμμένοι από τους Γερμανούς από τις λίστες των ζωντανών κατάφεραν να επιστρέψουν στα σπίτια τους διαψεύδοντάς τους. Η αναζήτηση κλουβιτών διασωθέντων μαρτύρων μεταπολεμικά στάθηκε σχεδόν αδύνατη, ούτε κατάφερε να καταμετρηθεί ο αριθμός των δολοφονηθέντων δια αυτής της μεθόδου, αφού όπως περιγράψαμε είχαν ήδη διαγραφεί από τους Γερμανούς ως εκτελεσμένοι!…