του Στέφανου Μίλεση
Στην διασταύρωση των οδών Σμολένσκυ και Κεχαγιά (σημερινή Ελευθερίου Βενιζέλου) στο Νέο Φάληρο λειτουργούσε προπολεμικά μια πανσιόν με την επωνυμία “Των Ξένων” ή αλλιώς “Πανσιόν Ετρανζέ”. Ανήκε στην ιδιοκτησία της Ρωσίδας αριστοκράτισσας Όλγας Βερκόφσκα, η οποία από όταν την είχε αγοράσει, την είχε μετατρέψει σε κέντρο φιλοξενίας Ρώσων Εμιγκρέδων (Λευκών) που από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και μετά άρχισαν να εγκαθίστανται συστηματικά στον Πειραιά και στην ευρύτερη περιφέρειά του. Απόδειξη της παρουσίας Ρώσων στο Νέο Φάληρο δεν αποτελούσε μόνο η παρουσία της πανσιόν των Ξένων αλλά και στην παραλία η ύπαρξη του γνωστού τότε “Μπαρ της Οδησσού”.


Τον Ιούνιο του 1939 η κοινωνία του Νέου Φαλήρου συγκλονίστηκε και η πανσιόν “Των Ξένων” ήρθε στο φως της επικαιρότητας, όταν ένας ψαράς βρήκε μια ακυβέρνητη βάρκα έξω από τις ακτές της Φρεαττύδας, εντός της οποίας ήταν παρατημένα μαύρα γυναικεία σκαρπίνια με μια τσάντα και μια ανδρική ρεπούμπλικα. Ο ψαράς ρυμούλκησε τη βάρκα και ειδοποίησε τη λιμενική αρχή. Από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε βρέθηκε επιστολή που απευθυνόταν στις αρχές δίνοντας την πληροφορία πως το ζεύγος Φιλιππίδη το οποίο διέμενε στην Πανσιόν των Ξένων στο Νέο Φάληρο θα προχωρούσε σε αυτοκτονία. Η επιστολή έγραφε:
“Προς την αξιότιμη αστυνομία, ενταύθα.
Ελπίζουμε πως θα μας συγχωρέσετε για την ολίγη αυτή απασχόληση. Δεν υπάρχει ουδεμία ανάγκη περαιτέρω απασχόλησης εκτός από την παράκληση την οποία σας απευθύνουμε. Επί της διασταυρώσεως των οδών Σμολένσκυ και Κεχαγιά στο Νέο Φάληρο υπάρχει η πανσιόν των Ξένων της Όλγας Βερκόφσκα στην οποία έχουμε τέσσερις βαλίτσες και έναν σάκο με είδη ρουχισμού. Η παράκλησή μας είναι να μην δοθεί τίποτα επ’ ουδενί σε κανέναν, παρά όσα κρίνονται ως χρειαζούμενα να δωρηθούν στον οίκο Τυφλών (Καλλιθέας) τα δε υπόλοιπα να καταστραφούν.
Υ.Γ.: Λυπάμαι πολύ για εκείνους που αναγκάστηκε να λυπήσω. Ο κ. και η κα Φιλιππίδη”.

Η ιδιοκτήτρια της Πανσιόν η αριστοκράτιδα Όλγα Βερκόφσκα όντως επιβεβαίωσε πως στην πανσιόν της διέμενε το εν λόγω ζευγάρι. Από το βιβλίο της πανσιόν προέκυπτε πως το ζευγάρι Φιλιππίδη διέμενε εκεί από τον Ιανουάριο του 1939 έχοντας συμπληρώσει έξι μήνες. Από το ίδιο βιβλίο έγιναν γνωστά και τα λοιπά στοιχεία της ταυτότητάς τους. Ο άνδρας ονομαζόταν Γουλιέλμος Χριστόφορος Φιλιππίδης, ετών 45, συγγραφέας και εργαζόμενος στη διπλανή Ηλεκτρική Εταιρεία Νέου Φαλήρου ενώ η σύζυγός του ονομαζόταν Λίλα Φιλιππίδη, ετών 26.
Το ζεύγος γευμάτιζε πάντα εντός του δωματίου, δεν κατέβαινε στο σαλόνι της πανσιόν και δεν είχε σχέσεις με άλλους ενοίκους. Αυτή η μυστικότητα κίνησε την υποψία στις ανακριτικές αρχές πως μάλλον τα στοιχεία που είχαν δώσει ήταν ψευδή και πως επρόκειτο για εξωσυζυγική σχέση. Η Λίλα δεν επέτρεπε ούτε στην υπηρεσία να εισέλθει εντός του δωματίου για καθαριότητα έχοντας αναλάβει η ίδια αυτή τη φροντίδα. Οι Γερμανοί ένοικοι του διπλανού δωματίου τους δεν γνώριζαν κάτι ενώ και ο ιδιοκτήτης της “Φαληρικής Ταβέρνας” ο Παπαμαρινόπουλος, στην οποία γευμάτιζαν ελάχιστα είχε να πει. Τότε όλοι κατάλαβαν πως ανάμεσά τους το ανδρόγυνο αν και ζούσε επί εξαμήνου κουβαλούσε ένα μυστικό που τους ανάγκαζε στην απομόνωση.


Οι ημέρες περνούσαν με τις έρευνες να διεξάγονται και την περιέργεια των κατοίκων του Νέου Φαλήρου να αυξάνει κατακόρυφα καθώς όλοι επιθυμούσαν να μάθουν περισσότερα για το μυστηριώδες αυτό ζευγάρι, τη ζωή τους, τη σχέση τους και φυσικά την αιτία της αυτοκτονίας τους. Οι εφημερίδες από την πλευρά τους έχοντας αντιληφθεί το ενδιαφέρον του κόσμου δημοσίευαν καθημερινώς τα νέα των ερευνών.
Ο Γουλιέλμος Φιλιππίδης από παιδί είχε μεταναστεύσει στην Αμερική όπου προσπαθούσε να σταδιοδρομήσει ως συγγραφέας με την αμερικανική εκδοχή του ονόματός του που ήταν Ουίλιαμ Φίλιπς. Έγραφε για λογαριασμό αμερικανικών περιοδικών και εφημερίδων προσπαθώντας να συγκεντρώσει χρήματα για να ανοίξει την δική του εφημερίδα. Όμως δεν τα κατάφερε. Αναγκάστηκε να συνεργαστεί στη Νέα Υόρκη με τον Ντάνιελ Λέβι για να συστήσουν εταιρεία κατασκευής και εμπορίας ραδιοφωνικών συσκευών. Φαίνεται σταδιακά πως ο Φιλιππίδης κατακτά την επιτυχία καθώς ανοίγει γραφεία στο Μπρόντγουει με την επωνυμία Ουίλιαμ Φίλιπς . Και ενώ όλα δείχνουν πως ο Φιλιππίδης είχε κατακτήσει τη ζωή που επιθυμούσε, εμπλέκεται σε δικαστικούς αγώνες από της εταιρεία Philips η οποία τον κατηγόρησε πως μετέβαλε επίτηδες το επίθετό του ώστε να μοιάζει με τη γνωστή φίρμα ραδιοφώνων και να παραπλανά το αγοραστικό κοινό. Παρότι ο Φιλιππίδης απέδειξε πως χρησιμοποιούσε το πραγματικό του ονοματεπώνυμο αφού καιρό πριν ως συγγραφέας δημοσίευε στις εφημερίδες και σε περιοδικά με το όνομα Ουίλιαμ Φίλιπς δεν έπεισε τις δικαστικές αρχές. Αναγκάστηκε στην καταβολή μεγάλων αποζημιώσεων κι έτσι επέστρεψε στην Ελλάδα οικονομικά κατεστραμμένος.
Στην Ελλάδα προσπάθησε να αναλάβει ανταποκρίσεις ξένων εφημερίδων ενώ τον ίδιο καιρό γνώρισε την μικρότερή του Λίλα την οποία ερωτεύτηκε. Αποτυγχάνει όμως να αναλάβει ανταποκριτής και προσλαμβάνεται ως πλασιέ στην Ηλεκτρική Εταιρεία Νέου Φαλήρου ενώ τα απογεύματα εργάζεται ξανά ως πλασιέ σε εταιρεία ωρολογίων. Όμως η Ηλεκτρική τον απολύει σε μια μεγάλη μείωση προσωπικού που υπερβαίνει τα εβδομήντα άτομα! Τα χρήματα ως πλασιέ ρολογιών δεν επαρκούν ούτε για ένα δωμάτιο της πανσιόν που κοστίζει 1200 δραχμές τον μήνα.

Όσο περνάει ο καιρός τα χρέη μεγαλώνουν, η οικονομική καταστροφή τους βυθίζει ολοένα και περισσότερο κι έτσι λαμβάνουν την απόφαση να αυτοκτονήσουν. Η έρευνα των βαλιτσών του δωματίου τους έφερε στο φως μερικές φωτογραφίες τους, επιστολές στα αγγλικά με προτάσεις συνεργασίας που έφεραν την υπογραφή Ουίλιαμ Φίλιπς και βεβαιώσεις εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας στον αμερικανικό στρατό. Δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει πως το ζευγάρι ήταν παντρεμένο. Η ιδιοκτήτρια της Πανσιόν όμως η Όλγα δήλωσε πως το ζευγάρι ουδέποτε φάνηκε να αντιμετωπίζει οικονομικό πρόβλημα αφού προπληρωνόταν το δωμάτιο με την τριμηνία ενώ γευμάτιζαν συχνά στο “Φαληρικό Κέντρο”. Και οι ένοικοι του Εντραζέ δήλωσαν με τη σειρά τους πως το ζευγάρι ήταν καλοντυμένο και δεν έδειχνε να υποφέρει οικονομικά. Όλα αυτά ήταν αντιφατικά και κρατούσαν τις υπόνοιες των αρχών σε εγρήγορση πως κάτι άλλο συνέβαινε.
Τότε εμφανίστηκε ως από μηχανής Θεός η αδελφή του Γουλιέλμου, η Δωροθέα Φιλιππίδου που στην αστυνομία έδωσε όλα τα στοιχεία για τον αδελφό της. Ο Φιλιππίδης ανήκε σε μια πλούσια οικογένεια της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του ήταν διευθυντής στην Σμύρνη μεγάλης αγγλικής εταιρείας μονοπωλίου καπνού “Ρεζί” μέχρι το 1922 που τα γεγονότα τον ανάγκασαν να έρθει πρόσφυγας στην Ελλάδα. Όπως πριν συμβεί η καταστροφή, κατά το 1912 ο γιος του προκειμένου να αποφύγει την κατάταξη στον τουρκικό στρατό αναχώρησε για τις ΗΠΑ. Μιλούσε άριστα ο Γουλιέλμος τα αγγλικά γιατί ήταν απόφοιτος του Αμερικανικού Κολλεγίου Κωνσταντινουπόλεως στο οποίο εκτός από αγγλικά είχε μάθει να μιλά γαλλικά, τουρκικά και ελληνικά.

Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος του 1914 βρήκε τον Γουλιέλμο στις ΗΠΑ να υπηρετεί ως ιππέας. Σε μια επιστολή που έστειλε προς τους γονείς του στην Σμύρνη τους πληροφορούσε πως είχε λάβει για σύζυγο κάποια με το όνομα Βάγκα. Έκτοτε διακόπηκε η αποστολή γραμμάτων επί 19 ολόκληρα χρόνια μέχρι που το 1933 ο Φιλιππίδης εμφανίστηκε στην Αθήνα στο σπίτι της αδελφής του δηλαδή της Δωροθέας που τώρα κατέθετε όσα γνώριζε. Ο Φιλιππίδης είχε αποκτήσει με την γυναίκα του Βάγκα τέσσερα παιδιά τα οποία είχε φροντίσει να σπουδάσουν. Από όταν επέστρεψε στην Ελλάδα δεν μιλούσε ούτε για τα παιδιά του μα ούτε για την γυναίκα του Βάγκα.

Προφανώς η Λίλα αποτελούσε έναν εξωσυζυγικό έρωτα αφού με την πρώτη του γυναίκα ουδέποτε είχε λάβει διαζύγιο. Τα υπόλοιπα που εξιστόρησε η Δωροθέα Φιλιππίδου ταίριαζαν απόλυτα με όσα η αστυνομία είχε ανακαλύψει. Δηλαδή πως δεν είχε χρήματα και πως το ζευγάρι αδυνατούσε να αντεπεξέλθει. Όμως προστέθηκε και ένα ακόμα στοιχείο. Όταν ο Φιλιππίδης απολύθηκε από την Ηλεκτρική Εταιρεία άρχισε τις καταχρήσεις σε βάρος του ωρολογοποιείου στο οποίο εργαζόταν. Πωλούσε ρολόγια μη αποδίδοντας τα χρήματα στον ιδιοκτήτη. Τα χρήματα που είχε παρακρατήσει υπερέβαιναν τις 40 χιλιάδες δραχμές. Αρχικά δεν έλεγε κάτι στη σύντροφό του Λίλα δίνοντας την εντύπωση πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Όταν όμως το ποσό έγινε μεγάλο αναγκάστηκε να αποκαλύψει την κατάστασή του. Πέραν των οικονομικών δυσκολιών κινδύνευε και με εγκλεισμό στη φυλακή. Κατόπιν αυτών αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του.