του Στέφανου Μίλεση

Ο Henri Cartier Bresson επισκέφθηκε την Ελλάδα συνολικά τρεις φορές στη ζωή του. Το πρώτο του ταξίδι πραγματοποιήθηκε προπολεμικά, το 1937, ενώ τα άλλα δύο ταξίδια του ήταν μεταπολεμικά, το 1953 και το 1961. Για το πρώτο ταξίδι του του 1937 στην Ελλάδα ελάχιστες αναφορές υπάρχουν και οι τοποθεσίες που επισκέφθηκε καταγράφονται μέσα από τις φωτογραφίες του. Στο δεύτερο ταξίδι του τον Νοέμβριο 1953 είχε προετοιμαστεί καλύτερα για τους τόπους που θα επισκεπτόταν και τους ανθρώπους που θα συναντούσε.

Μέσω ενός κοινού γνωστού ήρθε σε επαφή με τον Πειραιώτη Γιάννη Τσαρούχη που εκείνη την εποχή ζούσε στην Αθήνα. Ο Τσαρούχης γίνεται ουσιαστικά ο “ξεναγός” του Henri τον οποίο οδηγεί σε μέρη τέτοια ώστε να γνωρίσει ανθρώπους που εκπροσωπούν το λαϊκό στοιχείο που χαρακτηρίζει την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Ο Τσαρούχης τον οδηγεί στον καραγκιοζοπαίχτη Σωτήρη Σπαθάρη, στο θέατρο της Δώρα Στράτου, για να δει από κοντά ο Henri τους παραδοσιακούς χορούς και φυσικά ανάμεσα σε πολλές περιηγήσεις στις συνοικίες της Αθήνας, δεν παραλείπει να τον οδηγήσει και σε λαϊκές ταβέρνες του για να δει από κοντά ο ξένος φωτογράφος τους Έλληνες να χορεύουν ζεϊμπέκικο.

Τσαρούχης και Henri επισκέπτονται λοιπόν το 1953 τον Πειραιά. Από την επίσκεψη αυτή έμειναν ιστορικές οι δύο φωτογραφίες με τους χορευτές στην ταβέρνα. Άλλοι ισχυρίζονται πως είναι και οι δύο από την ίδια ταβέρνα ενώ άλλοι πως πρόκειται για δύο διαφορετικές ταβέρνες, μια στην Αθήνα και η άλλη στον Πειραιά. Και στις δύο φωτογραφίες υπήρχε παλκοσένικο με μουσικούς με μπουζούκια να παίζουν και τους θαμώνες να ανταποκρίνονται στους ήχους που προσφέρουν οι μουσικοί. Ο Henri ενθουσιάζεται από αυτό τον άγνωστο χορό, που για πρώτη φορά βλέπει κάποιον να χορεύει αυθόρμητα μπροστά του. Από τις πολλές φωτογραφίες που ο Henri Cartier Bresson τραβούσε, όπως συνήθιζε, επέλεξε να κρατήσει δύο. Μια από χορευτή που κατά την ειδική αφιερωματική έκδοση του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή (2024) αφορά ταβέρνα της Αθήνας για αυτό και φέρει η φωτογραφία λεζάντα “Ζεϊμπέκικο σε ταβέρνα της Αθήνας, 1953” και η άλλη από ταβέρνα του Πειραιά. Στο ζεϊμπέκικο της ταβέρνας της Αθήνας η λήψη είναι μακρινή και εστιάζει στη φιγούρα του άγνωστου χορευτή.

Αντίθετα στη φωτογραφία που φέρει λεζάντα “ζεϊμπέκικο σε ταβέρνα του Πειραιά” ο φωτογράφος εστιάζει στο πρόσωπο του χορευτή με το μουστάκι η έκφραση του οποίου οδηγεί τον θεατή να καταλάβει το συναίσθημα που κουβαλάει πάνω του ο χορός. Μάτια προσηλωμένα στο έδαφος, αριστερό χέρι μπροστά να χτυπάει τα δάκτυλα στο ρυθμό, με φόντο ένα μπουζούκι, ένα ακορντεόν και στα δεξιά μια γυναίκα με σταυρό στο στήθος να κρατάει επίσης ρυθμό με παλαμάκια. Ο ζεϊμπέκικος χορός είναι αυτοσχεδιασμού και διαφέρει ανάλογα με την προσωπικότητα του χορευτή. Στο τέλος του, κανείς δεν τον χειροκροτά (αντίθετα με αυτό που συμβαίνει σήμερα), διότι ο άγνωστος που κάθε φορά σηκώνεται να χορέψει δεν το κάνει προς τέρψη των άλλων. Δεν είναι χορός επίδειξης, ούτε διασκέδασης. Είναι χορός εξωτερικής των αισθημάτων της ψυχής, μια μορφή έκφρασης του εσωτερικού κόσμου. Στο τέλος του ζεϊμπέκικου ο χορευτής απλά επιστρέφει στη θέση του χωρίς να περιμένει την επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία του κόσμου. Οι άλλοι του είναι αδιάφοροι…. Ο Γιάννης Τσαρούχης διατηρούσε ειδική σχέση με τον ζεϊμπέκικο χορό. Στο βιβλίο του «Αγαθόν το εξομολογείσθαι» καταγράφει τη γνωριμία του με τον χορό και τους λόγους που το θεωρεί μοναδικό.

Κι έτσι ο Henri αποφασίζει να διατηρήσει για το ίδιο θέμα δύο φωτογραφίες, που σπάνια το συναντούμε όχι μόνο στην δική του συλλογή αλλά όλων των φωτογράφων παγκοσμίως. Αφιερώνει για το ίδιο θέμα δύο φωτογραφίες! Μια από την υποτιθέμενη ταβέρνα της Αθήνας (μακρινή) και μια από ταβέρνα του Πειραιά (κοντινή).

Τσαρούχης και Henri Cartier Bresson από εκείνη την επίσκεψή τους στον Πειραιά το 1953 έφτασαν και στην Φρεαττύδα στην έξοδο της οποίας και ενώ βρίσκονταν στο ύψος της θέσης του Λελούδα, ο Henri τράβηξε εκείνη τη φωτογραφία με τα παιδιά που πωλούσαν ψάρια σε μια τάβλα.

Από την τοποθεσία που βρίσκονται τα παιδιά, δίπλα από το Ναυτικό Νοσοκομείο στο λιμάνι της Ζέας, τότε ο φωτογράφος στέκεται μπροστά από την ταβέρνα Σπετσοπούλα που βρισκόταν ακριβώς από το ναυτικό νοσοκομείο (πρώην ρωσικό).

Η Σπετσοπούλα του Λευτέρη Κυλαδινού επί της ακτής Τρύφωνος Μουτσοπούλου 68, διέθετε ζωντανή μουσική και λειτουργούσε από τις μεσημεριανές ώρες. Επρόκειτο για οικογενειακή ταβέρνα που ουδεμία σχέση είχε με τις ταβέρνες που πίστευαν πως είχε βρεθεί ο επώνυμος φωτογράφος.

Την τρίτη φορά ο Henri επισκέπτεται την Ελλάδα το καλοκαίρι του 1961 με αποστολή να φωτογραφίσει τον διάσημο Σκυριανό αρχαιολόγο Ιωάννη Παπαδημητρίου (ειδικό παλαιότερο αφιέρωμα στον Ιωάννη Παπαδημητρίου που αγωνίστηκε για την αποκάλυψη σημαντικών αρχαιοτήτων στον Πειραιά, των οποίων τη θέση και τη σπουδαιότητα είχε προβλέψει πριν ακόμα ανακαλυφθούν!).

Ο Παπαδημητρίου σε φωτογραφία του Henri Cartier-Bresson κρατά το χέρι της Αθηνάς που βρέθηκε στον Πειραιά

Στο ταξίδι αυτό ο Henri Cartier Bresson αναλαμβάνει έργο προς όφελος του Ε.Ο.Τ. κι έτσι μεταξύ των πολλών προορισμών που επισκέπτεται ξαναβρίσκεται στον Πειραιά για νέες φωτογραφίες. Αυτή τη φορά συναντά τον Γιάννη Τσαρούχη όχι στη γενέθλια πόλη του, αλλά στην Επίδαυρο όπου έχει αναλάβει τα σκηνικά και τα κοστούμια για την όπερα ΜΗΔΕΙΑ με πρωταγωνίστρια τη θρυλική Μαρία Κάλλας.

Σε αυτό το ταξίδι του 1961 απαθανατίζεται και ο ίδιος ο Τσαρούχης να χορεύει ζεϊμπέκικο, το μοναδικό χορό που είναι ικανός να μεταμορφώσει τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι όταν χορεύουν δεν είναι πια τα ίδια πρόσωπα…

Πηγές:

  • Ο Τσαρούχης και η μυσταγωγία του Ζεϊμπέκικου του Χρήστου Ασημακόπουλου
  • Λεύκωμα Henri Cartier-Bresson, ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, 2024
  • Φωτογραφίες από μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ελεύθερο διαδίκτυο
  • Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και Περιοδικού Τύπου

Διαβάστε επίσης:

Ιωάννης Παπαδημητρίου (1904-1963). Ο Σκυριανός Αρχαιολόγος του Πειραιά 

Στον Πειραιά του Τσαρούχη

Ο Ροζ Ναύτης του Γ. Τσαρούχη

Ο Πειραιάς του ποιητή Νίκου Καββαδία 

Author

Ο Στέφανος Μίλεσης είναι συγγραφέας με εξειδίκευση στην επιχειρηματική ιστοριογραφία (MSc στην Διοίκηση Επιχειρήσεων). Από νωρίς καταπιάστηκε όμως και με τη μελέτη της αστικής ηθογραφίας και λαογραφίας, τις αστικές παραδόσεις, την τοπική και ναυτική ιστορία.