του Νικόλαου Σαμπαζιώτη

Γύρω στα 1900, ο Δημήτρης και η Ανέζω Σαμπαζιώτη έφυγαν από την Ύδρα με το μοναχοπαίδι τους Βασίλη και ήρθαν στον Πειραιά. Εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα Υδραίικα κοντά στον Άγιο Νικόλαο και ο νεαρός τότε Βασίλης Σαμπαζιώτης έμαθε την τέχνη του υποδηματοποιού. Με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε έναν σημαίνοντα βιοτέχνη με πολλούς μαστόρους και εργάτες στη δούλεψή του.

Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος τον βρίσκει τον Βασίλη Σαμπαζιώτη οικογενειάρχη, νυμφευμένο με την Ελένη Ζαρακοβίτου και με 6 παιδιά, τον Δημήτρη, Αντώνη, Γιώργο, Ματίνα, Κώστα και Άννα. Όλα στην πορεία της οικογένειας Σαμπαζιώτη άλλαξαν με τον μεγάλο βομβαρδισμό του Πειραιά από Άγγλους και Αμερικανούς στις 11 Ιανουαρίου 1944. Οι εκατοντάδες νεκροί και η καταστροφή της πόλης από αυτόν τον βομβαρδισμό δημιουργούν φόβο για άλλον επερχόμενο, μια και το λιμάνι αποτελούσε στόχο. Έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι του Πειραιά βρέθηκαν στην αναζήτηση ασφαλούς προσωρινής διαμονής. Τότε ο Βασίλης Σαμπαζιώτης με την οικογένειά του αποφάσισαν να μετοικήσουν για λίγο καιρό στη Νέα Κοκκινιά (σημερινή Νίκαια) στο σπίτι συγγενούς τους, ο οποίος διατηρούσε και ταβέρνα λίγα τετράγωνα πιο κάτω από τη σημερινή πλατεία Δαβάκη. Η μετακίνηση αυτή έγινε μόνο και μόνο για μεγαλύτερη ασφάλεια, αφού το σπίτι τους, στα Υδραίικα, ήταν πολύ κοντά στο λιμάνι, χωρίς να φαντάζονταν τι επρόκειτο να τους συμβεί σε λίγες ημέρες….

Το πρωί της Τετάρτης 7 Μαρτίου 1944, μετά τη συμμετοχή τους στη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων στο κοντινό εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος και αφού είχαν μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων, όλοι μαζί ξένοιαστοι έπαιρναν το πρωινό τους στην αυλή του σπιτιού, όταν χτύπησαν την πόρτα και εμφανίστηκαν Γερμανοί Στρατιώτες. Με τη δικαιολογία της αναγνώρισης των στοιχείων, συνέλαβαν τους άνδρες που ευρίσκοντο εκείνη τη στιγμή στο σπίτι, δηλαδή τον παππού μου Βασίλη 63 ετών, τον θείο μου Γιώργο 29 ετών ( ο οποίος ήταν και εξαιρετικός ψάλτης) και τον συγγενή που τους φιλοξενούσε, μεγάλης ηλικίας και ανάπηρο (μονόχειρα) από προηγούμενους πολέμους. Η αιτία της σύλληψης παραμένει αδιευκρίνιστη

Ο Βασίλειος Σαμπαζιώτης

Είτε οι Γερμανοί έκαναν έρευνα στην ευρύτερη γειτονιά, είτε αποκλειστικά και μόνο στο σπίτι μας, από κάποια καταγγελία. Εκτελείται πάραυτα ο συγγενής μας και συλλαμβάνονται οι παρόντες άνδρες, δηλαδή, ο παππούς μου Βασίλης Σαμπαζιώτης, και ο γιος του Γιώργος. Από την ημέρα εκείνη άρχισε μια απίστευτη οδύσσεια για τους Βασίλης και Γιώργο Σαμπαζιώτη.

Στην αρχή του μετέφεραν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και από εκεί όλους τους κρατούμενους, καθημερινά με τα πόδια, τους οδηγούσαν στο Πασαλιμάνι και στο Δημοτικό Θέατρο όπου έσκαβαν ολημερίς ορύγματα! Η ταλαιπωρία αυτή κράτησε περίπου δύο μήνες, οπότε και ήρθε η στιγμή να τους μεταφέρουν στη Γερμανία.

Στοιβάζονται από τους Ναζί σε βαγόνια μεταφοράς ζώων μαζί με Εβραίους συμπολίτες μας, ταυτιζόμενοι με τη μοίρα τους, για το ταξίδι χωρίς επιστροφή. Λίγο νωρίτερα, οι Γερμανοί είχαν προτείνει στον παππού μου, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του, να τον αντικαταστήσουν με άλλο κρατούμενο, για να πάρουν την απάντηση: “Όχι, Δεν μπορώ εγώ να ελευθερωθώ και το παιδί μου, ο Γιώργος να παραμείνει αιχμάλωτος και να φύγει για την Γερμανία. Θα πάω κι εγώ μαζί του όπου κι αν πάει το παιδί μου”.

(πηγή φωτογραφίας φράχτη στρατοπέδου από wikimedia commons)

Αυτή η πατρική αγάπη όμως έμελλε να μην έχει ευτυχή συνέχεια, αφού εκείνη τη στιγμή οι κατακτητές χώρισαν πατέρα και γιο στο μακρινό ταξίδι της αιχμαλωσίας.

Τον Βασίλη Σαμπαζιώτη τον οδήγησαν μαζί με άλλους κάπου κοντά στο Βερολίνο, όπως γνωρίζουμε από τα δύο γράμματα που μπόρεσε να στείλει στην οικογένειά του και στα οποία εκφράζει τη μεγάλη του αγωνία για την τύχη του γιου του Γιώργου με τον οποίο πλέον δεν βλέπονταν. Ο τραγικός πατέρας, που οδηγήθηκε οικειοθελώς στην αιχμαλωσία στη Γερμανία μόνο και μόνο για να συνοδεύσει τον γιο του, τώρα ζητάει να μάθει νέα για τη ζωή του παιδιού του από την Ελλάδα! Στα δύο γράμματα που μας έστειλε ο παππούς Βασίλης με την ημερομηνία το ένα 6 Αυγούστου 1944 και γερμανική διεύθυνση: Schutzhaftling, Sampaziotis Vassil, 29.8.81 (No 84.955, BlocK 38) Oranienburg Berlin, ζητά με αγωνία να πληροφορηθεί από εμάς την τύχη του Γιώργου.

Από μαρτυρίες μάθαμε πως η ζωή τους ήταν εξαντλητική. Όλη την ημέρα δούλευαν σε καταναγκαστικά έργα και τη νύχτα τελείως νηστικοί βρίσκονταν σε μια διαρκή πορεία αλλάζοντας συνεχώς θέση στρατοπέδευσης. Η ιδιομορφία αυτής της αιχμαλωσίας οφειλόταν στο ότι ο πόλεμος όδευε προς το τέλος του, με τους Σοβιετικούς στρατιώτες και να τα συμμαχικά στρατεύματα να πλησιάζουν προς το Βερολίνο.

(πηγή φωτογραφίας φράχτη στρατοπέδου από wikimedia commons)

Οι φύλακές τους δεν ήταν δυστυχώς απλοί Γερμανοί στρατιώτες, αλλά τα απαίσια SS που όσο κι φαινόταν πως η Γερμανία οδηγείτο στην ήττα, τόσο αυτοί χειροτέρευαν σε αγριάδα και αυστηρότητα. Τους είχε κυριεύσει ο πανικός και ο φόβος, συνδυάζοντας το τέλος του πολέμου με το δικό τους τέλος που γνώριζαν πως θα έχουν, λόγω της απάνθρωπης διαγωγής που είχαν επιδείξει καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου.

Στις 20 με 21 Απριλίου 1945, 33.000 κρατούμενοι διατάχθηκαν από τους ΕΣ ΕΣ να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο, το οποίο απειλείτο από την προέλαση του Κόκκινου Στρατού. Σχεδίαζαν να τους επιβιβάσουν σε πλοία, τα οποία θα τα βύθιζαν. Η πορεία θανάτου που ακολούθησε στοίχισε τη ζωή στην πλειονότητα των κρατουμένων, εκτός από εκείνους που εκτελούνταν επιτόπου, εάν σταματούσαν λόγω εξάντλησης. Μέσα σε αυτούς και ο παππούς μου, το νούμερο 84.955. Όπως μάθαμε από συγκρατούμενούς του, ζούσε μέχρι το τέλος της αιχμαλωσίας. Τους ήταν χρήσιμος γιατί επισκεύαζε γερμανικές μπότες. Όμως όταν στη συνέχεια ακολούθησαν οι νυχτερινές εξαντλητικές πορείες δεν άντεξε, έπεσε κάτω και άφησε την τελευταία του πνοή στη Γερμανία.

Στις 22 Απριλίου στρατιώτες της μονάδας της 47ης Σοβιετικής στρατιάς, η οποία κατέλαβε το στρατόπεδο, βρήκε 3.000 επιζώντες λιμοκτονούντες, ασθενείς και ημιθανείς. Δυστυχώς η ιατρική βοήθεια που παρασχέθηκε, αν και άμεση, είχε έρθει πολύ αργά. Όσο για τον 23χρονο θείο μου, πέρασε στην αιωνιότητα μαζί με τα εκατομμύρια των Εβραίων. Την τύχη του πληροφορηθήκαμε αφού τελείωσε ο πόλεμος, όταν έφτασαν στην Ελλάδα συγκρατούμενοί του, οι οποίοι με μελανά χρώματα περιέγραψαν την πορεία της αιχμαλωσίας του και το τέλος του στην Γερμανία. Το πιστοποιητικό θανάτου του Γεωργίου Σαμπαζιώτη ήρθε με την αναγνώριση από τα αδέλφια του, του ρολογιού τσέπης που τους παραδόθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό.

Από το στρατόπεδο το Ζάξενχαουζεν – Οράνιενμπουργκ, 35 χιλιόμετρα δυτικά του Βερολίνου, υπολογίζεται πως πέρασαν μέχρι την κατάληψή του από τους Σοβιετικούς, 200 χιλιάδες κρατούμενοι Εβραίοι, αντιστασιακοί, αντιφρονούντες, Σοβιετικοί και Βρετανοί αιχμάλωτοι. Το στρατόπεδο διέθετε κρεματόρια από τον Απρίλιο του 1940.

Έτσι γράφτηκε ο επίλογος για δύο αθώους Έλληνες, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους δίχως λόγο και αιτία στο βωμό της παραφροσύνης του πολέμου. Κλείνοντας τη θλιβερή αυτή οικογενειακή σελίδα, παρόμοια με εκατομμύρια άλλες συνανθρώπων μας, δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε πως κανείς μας δεν είναι προφυλαγμένος από τη βαρβαρότητα.

Στην πρώτη φωτογραφία της ανάρτησης από αριστερά είναι η Ματίνα, η μητέρα Ελένη, ο Δημήτρης (πατέρας του συντάκτη του άρθρου), ο Αντώνης, ο Γιώργος, ο Κώστας και στην αγκαλιά του πατέρα

(Ο Νικόλαος Σαμπαζιώτης είναι υπεύθυνος των εκδόσεων «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ»)

Διαβάστε σχετικά:

Αντώνης Σαμπαζιώτης (1917 – 2016). Ο διανοούμενος κουρέας του Πειραιά | Pireorama

Author

Ο Στέφανος Μίλεσης είναι συγγραφέας με εξειδίκευση στην επιχειρηματική ιστοριογραφία (MSc στην Διοίκηση Επιχειρήσεων). Από νωρίς καταπιάστηκε όμως και με τη μελέτη της αστικής ηθογραφίας και λαογραφίας, τις αστικές παραδόσεις, την τοπική και ναυτική ιστορία.