του Στέφανου Μίλεση

Η ζωή του Κωνσταντίνου Αράπη ακολούθησε την κλασική πορεία ενός Πειραιώτη εκείνα τα χρόνια όπου η ναυτοσύνη, η αγάπη για την πατρίδα, η μέριμνα για την οικογένεια και η πρόοδος της εργασίας αποτελούσαν απαραίτητες προϋποθέσεις εκπλήρωσης έντιμου και ηθικού βίου.

Πειραιώτης ψαριανής καταγωγής

Με νησιωτική οικογενειακή καταγωγή (από τα Ψαρά), γεννημένος ο ίδιος στον Πειραιά, μεγάλωσε δίπλα στην θάλασσα και ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα όπως πολλοί άλλοι Πειραιώτες σε παλαιότερες περιόδους συνήθιζαν να κάνουν επιλέγοντας ναυτικά επαγγέλματα στο πολεμικό ή στο εμπορικό ναυτικό. Ακόμα κι εκείνοι όμως που δεν ανέβαιναν στα πλοία, με αυτά ασχολούνταν μέσω παραπλήσιων επαγγελμάτων στο λιμάνι, σε δεξαμενές, ναυπηγεία και μηχανουργεία ή σε ναυτικά πρακτορεία και γραφεία.

Γεννημένος στην Φρεαττύδα το 1912 ήδη από τα μαθητικά του χρόνια μυήθηκε στο θαλασσινό στοιχείο και στις ναυτικές παραδόσεις της ψαριανής οικογένειάς του. Η Φρεαττύδα τότε ήταν ένας γραφικός όρμος γύρω από τον οποίο είχαν συγκεντρωθεί σπουδαίες οικογένειες με κοντινή ή μακρινή καταγωγή από διάφορα νησιά οι περισσότερες. Ο Λάμπρος Πορφύρας από την Χίο, ο Πέτρος Αποστολίδης (Παύλος Νιρβάνας) από Σκόπελο, η οικογένεια Καμπέρου από την Ύδρα…

Ο όρμος της Φρεαττύδας που υπήρξε εστία γέννησης λογοτεχνών αλλά και ηρώων όπως του πλωτάρχη Μιχάλη Χατζηκωνσταντή και αναρίθμητων αξιωματικών και πληρωμάτων σε πολεμικό και εμπορικό ναυτικό.

Οι πρώτες του εικόνες ήταν γεμάτες από ιστορίες ναυμάχων, παράτολμα ναυτικά κατορθώματα και οικογενειακές ιστορίες που φρόντιζε να του εξιστορεί η μητέρα του καθώς ήταν κι αυτή απόγονος ψαριανών καραβοκύρηδων με δράση στον αγώνα του 1821. Ο πατέρας της και ο παππούς της καπετάνιοι του Αγώνα εκπροσωπούσαν τα Ψαρά ζώντας όμως στην Σύρο, στην Ψαριανή συνοικία (Ψαριανά Ερμούπολης) μετά την καταστροφή του νησιού τους από τους Τούρκους τον Ιούνιο του 1824. Μπορεί φυσικά στον Πειραιά η συνοικία των ψαριανών να μην είχε ιδιαίτερη ονομασία όπως στην Σύρο, ωστόσο ο αριθμός των Ψαριανών της πόλης δεν ήταν μικρός.

Το πρώτο του θαλασσινό ταξίδι

Ο πατέρας του απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα καθώς ήταν Αξιωματικός Μηχανικός του Πολεμικού Ναυτικού. Αλλά και ο μεγαλύτερος αδελφός του επίσης κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό στον οικονομικό κλάδο. Άλλος δρόμος συνεπώς για τον Κωνσταντίνο Αράπη δεν μπορούσε να υπάρξει παρά μονάχα ο δρόμος της θάλασσας. Αυτός είχε χαραχθεί από νωρίς από την ιστορία της οικογένειας και την παράδοση.

Ο Κωνσταντίνος Αράπης τελείωσε το δημοτικό σχολείο σε ένα δημόσιο κοντά την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Τα καλοκαίρια τα περνούσε μαζί με την οικογένειά του στα Ψαρά.

Γράφει ο ίδιος για το τελευταίο του καλοκαίρι το 1922 πως “…ακολούθησε η Μικρασιατική καταστροφή και θυμάμαι καλά τα καΐκια που έφταναν στο νησί με ταλαιπωρημένους πρόσφυγες και μερικούς στρατιώτες. Πλοίο δεν υπήρχε για την επιστροφή και ο θείος μου, που ανησυχούσε να μη χάσω το σχολείο μου, αποφάσισε να με στείλει στον Πειραιά με καΐκι, συνοδεία με δύο γνωστές του γυναίκες. Με το ίδιο μέσο έφυγαν και μερικές άλλες οικογένειες…. Αυτό το ταξίδι, που νομίζω κράτησε έξι ή επτά ημέρες, ήταν η πρώτη μου θαλασσινή περιπέτεια και μου έμεινε αξέχαστη. Συναντήσαμε τρομερή φουρτούνα κι εγώ, ξεμοναχιασμένος από τις δύο γυναίκες που δεν ήξερα που βρίσκονται, είχα ζαρώσει σε μια γωνιά στην κουβέρτα πίσω από κάτι σχοινιά, μούσκεμα από τα κύματα που έσκαγαν παντού και μέσα στο σκοτάδι άκουγα τις φωνές των ανδρών που στηριγμένοι στην πλώρη ή σκαρφαλωμένοι στα ξάρτια προσπαθούσαν να διακρίνουν το φανάρι του Κάβο Ντόρο….”. Αυτό το μικρό θαλασσινό κατόρθωμα δεν ήταν το τέλος της ναυτικής του πορείας αλλά η αφετηρία του.

Σχολείο στον Άγιο Βασίλειο

Με την επιστροφή του στον Πειραιά βρήκε το σχολείο του Αγίου Βασιλείου επιταγμένο για τη στέγαση προσφύγων, όπως συνέβη με όλα τα δημοτικά κτήρια στον Πειραιά. Έτσι τα μαθήματα μεταφέρθηκαν μέσα στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, όπου τα απογεύματα, τρεις φορές την εβδομάδα ο χώρος είχε δεσμευτεί για μαθήματα. Τις άλλες ημέρες την εκκλησία τη χρησιμοποιούσαν άλλα σχολεία. Ακόμα όμως κι έτσι, τα μαθήματα διακόπτονταν για να γίνουν κηδείες. Τότε οι μαθητές έπαιρναν μαζί τους τον κινητό μαυροπίνακα και κατέβαιναν στα βράχια της Πειραϊκής για να συνεχίσουν το μάθημα εφόσον ο καιρός το επέτρεπε.

Το Δεύτερο Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς στη συνοικία Βρυώνη με την μάνδρα εξωτερικά

Το 1923 ο Κωνσταντίνος Αράπης μπήκε γυμνάσιο στο Δεύτερο Αρρένων Πειραιώς στου Βρυώνη έχοντας γυμνασιάρχη τον Κεφαλλονίτη Άριστο Καλλιγά. Στο Γυμνάσιο ανάρπαστο στην εποχή του ήταν ο περιοδικό ΜΠΟΥΚΕΤΟ που με την ενθάρρυνση του καθηγητή των νεοελληνικών έστελναν διηγήματα και ποιήματα προς δημοσίευση. Συμμαθητές του την ίδια περίοδο ήταν πολλοί που έγιναν αργότερα γνωστοί δημοσιογράφοι και λογοτέχνες όπως ο Βασίλης Μοσκόβης που διέπρεψε ως φιλόλογος, συγγραφέας και ποιητής. Ο Μοσκόβης ήταν κι αυτός νησιώτης του Πειραιά, με καταγωγή από την Σύμη. Έμενε στον Άγιο Βασίλειο και σχεδόν καθημερινά πήγαινε στην Δημοτική Βιβλιοθήκη με τα πόδια για να διαβάσει.

Καθηγητής, λογοτέχνης και λαογράφος Βασίλης Μοσκόβης και ένα από τα μυθιστορήματά του με τίτλο “Περαίας”

Το ποίημα που έστειλε ο νεαρός Φρεαττυδιώτης μαθητής δημοσιεύθηκε χωρίς καμία παρατήρηση “Δεν είμαι ‘γω κανένας μεγάλος ποιητής / μόν’ είμαι ένας άσημος μικρός τραγουδιστής. / Για τούτο μη ζητήσετε μεγάλα κατορθώματα, / μόν’ τούτο δημοσιεύετε χωρίς πολλά καμώματα”.

Στο μεταξύ ο πατέρας του όλα τα χρόνια που ήταν μαθητής στο Δεύτερο Γυμνάσιο τον έπαιρνε τα Σαββατοκύριακα για μια ημερήσια επίσκεψη στα πολεμικά πλοία που υπηρετούσε, όταν τύχαινε να βρίσκονται στο λιμάνι του Πειραιά. Έγραψε ο Κ. Αράπης σχετικά: “…όλοι οι συγγενείς μου ήταν ναυτικοί, στο πολεμικό ή στο εμπορικό ναυτικό. Είναι φυσικό λοιπόν ότι ζώντας σε τέτοιο περιβάλλον, από νωρίς είχα πάρει την απόφαση να γίνω αξιωματικός του Ναυτικού”.

Η κατάταξή του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων

Το 1928 εισήλθε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων Μηχανικών από την οποία αποφοίτησε το 1932. Από το 1933 έως το 1938 υπηρέτησε μηχανικός σε τορπιλοβόλα, αντιτορπιλικά, το εύδρομο ΕΛΛΗ και το καταδρομικό ΑΒΕΡΩΦ ενώ αμέσως μετά εστάλη στο Κολέγιο του Βρετανικού Ναυτικού Γκρήνουιτς για να λάβει την ειδικότητα του Ναυπηγού.

Το εκπαιδευτικό ιστιοφόρο των Ναυτικών Δοκίμων σε φωτογραφία του Κ. Αράπη την εποχή που ακόμη ήταν Δόκιμο στην ΣΝΔ

Τον Ιούλιο του 1941 μετά την κατάληψη της Ελλάδας διέκοψε τις σπουδές του στην Αγγλία από όπου με συμμαχική νηοπομπή έπλευσε τον γύρο της Αφρικής φτάνοντας στην Αίγυπτο όπου βρισκόταν και ο ελληνικός στόλος. Τοποθετήθηκε ως Α’ Μηχανικός στο Α/Τ ΠΑΝΘΗΡ και στη συνέχεια στο ΑΔΡΙΑΣ που είχε ήδη σημειώσει σημαντική δράση. Επιβιβάστηκε σε αυτό στην Σικελία ενώ ακόμη συνεχίζονταν οι επιχειρήσεις για την ολική κατάληψη της νήσου. Ακολούθησαν επιχειρήσεις στη Μεσόγειο με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και την παράδοση του ιταλικού στόλου στους Συμμάχους και τον σκληρό αγώνα που ακολούθησε στα Δωδεκάνησα όπου ο ΑΔΡΙΑΣ έλαβε μέρος μαζί με άλλα ελληνικά και αγγλικά πολεμικά.

Η είσοδος του ΑΔΡΙΑ στην Αλεξάνδρεια (6 Δεκεμβρίου 1943) (Έργο Αντώνιου Κανά)

Η περιπέτειά του με το ΑΔΡΙΑΣ

Κατά το διάστημα εκείνων των επιχειρήσεων ο Κωνσταντίνος Αράπης κρατούσε σημειώσεις σε ένα τετράδιο για όσα συνέβαιναν καθημερινά. Σε μια επιχείρηση κοντά στην Λέρο το αδελφό πλοίο του ΑΔΡΙΑΣ το HURWORTH βυθίστηκε ενώ ο ΑΔΡΙΑΣ ανατινάχθηκε χάνοντας το ένα τρίτο του μήκους του!… Αναγκάστηκε να προσαράξει σε μια αραιοκατοικημένη ακτή της “ουδέτερης” Τουρκίας, στην ακτή Γκιουμουσλούκ. Εκεί αφού θάφτηκαν οι νεκροί του πλοίου εργάστηκαν επί σαράντα ημέρες για να κάνουν το πλοίο ικανό να πλεύσει στην ανοικτή θάλασσα και να επιστρέψει πίσω στην Αλεξάνδρεια.

Ο ΑΔΡΙΑΣ όλη εκείνη την μακρά περίοδο επισκευών είχε μείνει απομονωμένος αφού η Λέρος που είχε στοιχίσει ακριβά στους Συμμάχους σε άνδρες και πλοία, καταλήφθηκε και πάλι από τους Γερμανούς. Κι όμως κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες κι ενώ τα πάντα φαίνονταν χαμένα κατάφερε να ολοκληρώσει μια σύγχρονη ναυτική οδύσσεια διανύοντας χωρίς πλώρη εφτακόσια τριάντα μίλια. Επρόκειτο για έναν ακόμα ναυτικό άθλο από εκείνους που μόνο οι Έλληνες γνωρίζουν να επαναλαμβάνουν διαχρονικά στην ιστορική τους διαδρομή. Το λιμάνι της Αλεξάνδρειας που αποτελούσε τον προορισμό που θανάσιμα λαβωμένου ΑΔΡΙΑ ήταν γεμάτο από δεκάδες πολεμικά πλοία κάθε τύπου και εθνικότητας πολωνικά, ολλανδικά, γαλλικά, ελληνικά και φυσικά αγγλικά αλλά και γαλλικά καταδρομικά με τα πληρώματά τους παρατεταγμένα να ζητωκραυγάζουν την ώρα που το χτυπημένο ελληνικό πλοίο έμπαινε καμαρωτό στο εσωτερικό του λιμανιού.

Οι σημειώσεις του Αράπη στο πρόχειρο τετράδιό του στάθηκαν πολύτιμες όταν αργότερα θα συγγράψει με μοναδικό τρόπο το βιβλίο του με τίτλο “ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ” (Εκδόσεις LIBRO, 1992). Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί μια αξιόπιστη μαρτυρία, ένα πραγματικό ντοκουμέντο για τις επόμενες γενιές που θα διατηρήσει άσβεστη τη ναυτική παράδοση, αφού ο συγγραφέας του καταγράφει τα γεγονότα όπως τα έζησε ο ίδιος.

Το τετράδιο του Αράπη πριν ακόμα γίνει βιβλίο είχε δημοσιευθεί αμέσως μετά τον πόλεμο ολόκληρο, στα τεύχη 181 έως 190 στο περιοδικό ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΣ, με τον τίτλο που υπήρχε σε αυτό “Η περιπέτεια του ΑΔΡΙΑ όπως την έζησα”. Σε εκείνη την δημοσίευση στο περιοδικό υπήρχε καταγεγραμμένη η ελπίδα του Αράπη πως το πλοίο θα επισκευαζόταν και θα επέστρεφε στον Στόλο, αφού όταν ο συγγραφέας κατέγραφε την προσδοκία του βρισκόταν εντός του χτυπημένου πλοίου. Όταν όμως μεταπολεμικά δημοσιεύθηκαν οι καταγραφές στο περιοδικό ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΣ το πλοίο είχε διαλυθεί στην Αγγλία.

Να σημειωθεί πως τα οστά των νεκρών του ΑΔΡΙΑ αρχικά εναποτέθηκαν στο Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου της Ναυτικής Βάσης του Σκαραμαγκά κι αργότερα ενταφιάστηκαν μαζί με τους πεσόντες άλλων πλοίων στο μνημείο που ανεγέρθηκε ειδικά για αυτό το σκοπό εκεί.

Είχα την τιμή κατά την παρουσίαση του βιβλίου “1900” στη Λέσχη Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων να βρεθώ μαζί με τον Γεώργιο Τασσά, τελευταίο επιζώντα του πληρώματος του ΑΔΡΙΑ.

Η συμπεριφορά των Τούρκων

Κλείνοντας αξίζει να καταγραφεί η στάση των Τούρκων που αποτελεί μια απάντηση στην δική τους αναφορά περί “Γαλάζιας πατρίδας”. Τη στιγμή που το αποδεκατισμένο πλήρωμα του ΑΔΡΙΑ αγωνιζόταν να επισκευάσει το λαβωμένο από την νάρκη πλοίο ένας Τούρκος χωρικός που έβλεπε από μακριά είπε στους άνδρες του πληρώματος που τον πλησίασαν “Κατάρα του Αλλάχ στους Έλληνες και σε όλους του γουρουνοφάγους” φτύνοντας στο χώμα. Όσο για τις επίσημες τουρκικές αρχές διέταξαν το ΑΔΡΙΑΣ να απομακρυνθεί από τις ακτές τους εντός 48 ωρών, ενώ όταν πέρασε η προθεσμία θέλησαν να κατάσχουν το πλοίο αλλά το πλήρωμά του έκανε γνωστή την πρόθεσή του να αντισταθεί με όσα όπλα απέμειναν στο σκάφος. Οι Τούρκοι τότε μάνιασαν αλλά ήταν οπλισμένοι με τυφέκια Μάουζερ και δεν μπορούσαν να τα βάλουν με τα κανόνια του ΑΔΡΙΑ. Όταν το πλοίο τελικά απέπλευσε από τις τουρκικές ακτές οι χωρικοί του Γκιουμουσλούκ έσπασαν τον Σταυρό και την πλάκα του τάφου…

Ο Κωνσταντίνος Αράπης όταν αποστρατεύθηκε τον Ιούνιο του 1956 από το Πολεμικό Ναυτικό εργάστηκε στην εμπορική ναυτιλία.

Author

Ο Στέφανος Παν. Μίλεσης είναι Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής και Ραδιοφωνικός Παραγωγός. Από το 2016 είναι Πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.