Η θύμηση του Πορφύρα είναι γεμάτη από καλοκαιριάτικο φως, είναι γεμάτη από γαλάζια θάλασσα και χαρούμενες ακρογιαλιές, από άσπρα καΐκια και γλάρους, είναι γεμάτη από το μπάρσαμο του ρετσινιού που δεν έρχεται από τα δάση παρά ανεβαίνει σπιθιρίζοντας μέσα από τα σκοτεινά υπόγεια ή τις δροσερές ξυλαποθήκες, είναι προ πάντων γεμάτη από κείνο το ανάλαφρο χαριτωμένο πνεύμα που θέλει σε όλα το μέτρο και την αρμονία και που ο Οράτιος το ονόμασε “spiritum Graiae tenuem Camenae”, ήγουν: λεπτό πνεύμα της ελληνικής Μούσας. 

Ο Πορφύρας ήταν ο πιο αγαπημένος σύντροφος σ΄όλες τις παρέες του κρασιού – παρέες είτε από ανθρώπους των γραμμάτων είτε από ανθρώπους του λαού. Η παρουσία του άνοιγε τις καρδιές κ’  έφερνε έναν αέρα πολιτισμού κ’ εμπιστοσύνης. Με τη γαλήνη του και τη βαθειά του γνώση του πρωτόκολλου της ταβέρνας ήταν το φρένο στις υπερβασίες των άλλων. “Η ταβέρνα είναι λεπτό πράγμα”, έλεγε συχνά. Και κατόρθωσε να μορφώσει ολάκερη γενιά ανθρώπους, που ξέρανε να φερθούνε στην ταβέρνα.

Τα καλοκαίρια ανέβαινε σχεδόν κάθε απόγευμα στην Αθήνα. Γιατί το καλοκαίρι τ’ αθηνιώτικα κρασιά είναι καλύτερα απ’ τα πειραιώτικα. Μα από τ’ Αη – Δημητριού και πέρα τον χάναμε. Ανοίγανε τα καινούργια κρασιά στον Περαία. Κ’  έβρισκε στο Πασά – λιμάνι κει στην Φρεατύδα ό,τι του χρειαζότανε: το καλό κρασί και την καλή παρέα από ναυτικούς και ψαράδες. Τότες ξαναγινότανε ο κυρ Δημητράκης Σύψωμος. Γιατί κάπου εκεί έκρυβε και το φιλολογικό του ψευδώνυμο, και πως ήτανε ποιητής. Αν το μάθαιναν οι απλοϊκοί άνθρωποι ή θα κρατούσανε κάποια απόσταση απεναντί του ή θα παύανε να τον … εχτιμούνε. Και τότες, αντίο ευχαρίστηση του πιοτού!

Απ΄ αυτούς τους γερόλυκους της θάλασσας, τους ψημένους στην άρμη του αφρού και στους βοριάδες, μάθαινε διάφορα ανέκδοτα, που κατόπι τα στυλιζάριζε και τ’ αποπνευματοποιούσε, όταν τα διηγότανε και σε μας μ΄ ένα ράθυμο και πονηρό ύφος ποντικομαμής. Έτσι το χειμώνα, όπως είπα, τόνε χάναμε. Και όχι λίγες φορές, νοσταλγώντας τη συντροφιά του, παίρναμε το τραίνο και κατεβαίναμε στον Περαία να τον πετύχουμε στου Τρίχα την ταβέρνα καθισμένο σ’  ένα σιδερένιο τραπέζι, δίπλα στη σειρά των βαρελιών μέσα στο μισόφωτο, σαν ήσκιο “αλλουνού κόσμου”. 

Τον πρωτογνώρισα στα 1911 στα “Ηνωμένα Βουστάσια”. Μου τόνε σύστησε ο Ρώμος Φιλύρας – η πιο πηγαία, η πιο εκρηχτική φλέβα του νεοελληνικού λυρισμού. Κάθησε στο τραπέζι μας, ήπιε καφέ και ζήτημα αν μας είπε τρεις λέξεις. Ύστερα, στην επιστράτευση του 1912 – 13 τον είχα “συνάδελφο” στον 13ο λόχο Εμπέδου Τάγματος στο Ζάππειο.

Εκεί βρέθηκε να υπηρετεί κι ο Σκίπης κι ο Μπόγρης και πολλοί δικηγόροι, δάσκαλοι, δικαστικοί και μάγκες Αθηναίοι, όλοι μουστακαλήδες αγύμναστοι των κλάσεων 1900 – 1902. Στον ίδιο λόχο υπηρετούσανε κ’  ένα σωρό τσομπαναρέοι και περιβολάρηδες Αξιώτες, όλοι τους αγαθοί άνθρωποι κι “ανεπίδεκτοι μαθήσεως”, γιατί ολάκερους μήνας δεν μπορούσανε να μάθουν πιο είναι το δεξί και πιο το ζερβί τους πόδι.

Ο Λάμπρος Πορφύρας την εποχή που υπηρετούσε
στον 13ο λόχο Εμπέδου Τάγματος

Ο Πορφύρας ήταν από τους πιο πειθαρχικούς στρατιώτες. Όχι τόσο από υψηλή συνείδηση του καθήκοντος, όσο από βαριεστημάρα και αυτοεγκατάληψη. Μικρόσωμος, αμίλητος με την καμπουρίτσα του, με το γυρισμένο του κεφάλι κάτου, με τα μισόκλειστα μάτια του κι ανόρεχτος ήτανε πάντα ο τελευταίος του πρώτου ζυγού, όπως ήτανε πάντα πρώτος ο ατελείωτος Μυλωνάς.

Μέσα στην τσέπη του κουβαλούσε τα “Εις εαυτόν” του Μάρκου Αυρηλίου, για να ασκείται στη στωϊκήν απάθεια, που τόσο του χρειαζότανε σ’  αυτήν την περίσταση. Σ’  όλο του το είναι διάβαζε τον αφορισμό του φιλόσοφου αυτοκράτορα: “πόλις και πατρίς ως μεν Αντωνίνω μοι η Ρώμη, ως δε ανθρώπω ο κόσμος” συμπληρωμένο έτσι: “ως δε ποιητή το … άπειρον”. Κι αληθινά δε φαινότανε να ζει στο λόχο, μα στο άπειρο. Στο άπειρο τ΄ουρανού και του πελάγου.

Ποτές δεν το έσκαγε από τα γυμνάσια ή τη θεωρία, όπως οι άλλοι Αθηναίοι μάγκες. Όταν όμως μας πηγαίνανε πέρα από το Παγκράτι (τόπος έρημος σχεδόν εκείνη την εποχή) και μας διέταζαν οι υπαξιωματικοί “εφ’  όπλου λόγχη”, για να καταλάβουμε “εξ εφόδου από διακοσίων μέτρων” με φωνές κι αλαλητά το λόφο της Αγίας Ανάληψης, αι τότες ο άθλος ξεπερνούσε τα όρια της σωματικής και της ηθικής τους αντοχής. Πλάγιαζε μπρούμητα σε κανένα χαντάκι, άναβε το τσιγάρο του και περίμενε… στωικά να γυρίσουν οι άλλοι θριαμβευτές για να μοιραστεί μαζί τους τη δόξα!

Με τη σατνακρούτα του πάντα της ώρας, με τον παναμά του και το μπαστουνάκι του “ένα ψιλό καλαμάκι από κείνα που λυγούνε, σαν του Σαρλώ) και με το αργό και κουνιστό του περπάτημα παρουσιαζότανε το απομεσήμερο στο καφενείο, που ήταν στην αυλή του θερινού θεάτρου της Κυβέλης, αντίκρα στο παλιό Χρηματιστήριο. Εκεί είχε πάντα ήσκιο και δροσιά κι αεράκι. Άμα βράδιαζε, τραβούσε για το βιβλιοπωλείο του Βασιλείου στην οδό Σταδίου.

Εκεί μαζευόντανε με το σούρουπο οι λόγιοι στα 1920 και πέρα:αλλά, με τη δύση του ηλίουθα πηγαίνω στου Βασιλείου.

όπως λέγει κι ο Καρυωτάκης.

Ο Πορφύρας στο Πασαλιμάνι
Ο Πορφύρας στα βραχάκια της Φρεαττύδας

Κι από κεί ξεκινούσανε είτε για το υπόγειο του Νίκου Σιδέρη στην Αγορά, είτε για το υπόγειο του κυρ Χρίστου στην οδό Μεταξά, είτε για κάποια άλλη ταβέρνα στο τέρμα της οδού Ευριπίδου, Πορφύρας, Βουτυράς, Παπαγιάννης, Σπαταλάς, Γιοφύλης, Πάνος Ταγκόπουλος, Γ. Σταυρόπουλος, Γ. Δογάνης, Θεοδόσης Σπεράντζας κτλ. Η παρέα αυτή βάσταξε χρόνια. Γιατί ποτές απάνου στο κρασί δε μιλούσανε για φιλολογία. Ούτε έπαινος, ούτε επίκριση, ούτε απαγγελία. Έτσι δεν υπήρχε έδαφος για παρεξήγηση ή για πλήξη. Το πολύ – πολύ κουτσομπολεύανε τους… απόντες. Χαλάλι τους. Και τραγουδούσανε. Ο Βουτυράς ήταν ο μαέστρος (“ένας πετεινός μεγάλος και τρανός”, “τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια” κτλ.).

Ο Πορφύρας ήταν τύπος “κλειστός”. Ούτε τραγουδούσε, ούτε μιλούσε πολύ. Κάπου – κάπου έκανε κανένα νόστιμο σχόλιο ή διηγότανε κανένα από κείνα τ΄ ανέκδοτα, που ως τα σήμερα τα θυμάται η παρέα του και γελά. Δεν είχε κανέναν οχτρό και δε μισούσε κανέναν. Όταν κάποτες του είπα, πώς τον σκυλοβρίζει ο Αποστολάκης, χαμογέλασε λίγο σουφρώνοντας τα ρουθούνια και ξέχασε αμέσως και για πάντα και τις βρισιές και τον άνθρωπο. 

Μια Κυριακή κάποια λογία κυρία έκανε γι’ αυτόν διάλεξη στην αίθουσα του Χρηματιστηρίου του Πειραιά. Τον προσκάλεσε κι αυτόν. Ο Πορφύρας πέρασε μια δυό φορές απ΄ έξω και δεν τολμούσε να μπει. Ντρεπότανε. Σα νά ξερε τι θα πάθαινε. Επί τέλους το πήρε απόφαση. Τον βάλανε να καθήσει στη μέση της πρώτης σειράς στην πιο περίφαντη θέση. Αντικρυστά στο βήμα. Η κυρία απάνου κι αυτός από κάτου δέχτηκε κατακέφαλα όλο το λούσιμο της “αντικειμενικής” κριτικής. Βρήκε όλα του τα ποιήματα μέτρια και τόνε ρεζίλεψε μπροστά σ’  όλο τον κόσμο, πως δε στάθηκε άξιος να πάρει το δίπλωμά του. Μέσα στην αίθουσα κυκλοφορούσανε και μερικοί χρηματιστές, που δεν τον ξέρανε. Ο ένας με τον άλλον τον μάθανε. Στεκόντανε αντίκρα του τόνε δείχνανε με το δάχτυλο και λέγανε: “αυτός είναι”! Δεν άνοιγε η γη να τον καταπιεί;

Στο τέλος η κυρία έκανε και μια παραχώρηση. Αναγνώρισε πως αν δεν είναι καλός ποιητής, είναι όμως ευγενέστατος άνθρωπος. “Τότες κ’  εγώ”, έλεγε ο Πορφύρας, “σηκώθηκα κ’  έφυγα απότομα για να δείξω, πως δεν είμαι ούτε ευγενέστατος άνθρωπος”! Κι όταν μετά καιρό το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη του ζήτησε βιογραφικές πληροφορίες ο Πορφύρας σημείωσε στο χαρτί: “Δεν πήρα το δίπλωμά μου”. Για να μη λένε, πως το κρύβει!

Κάποτες η παρέα διαλύθηκε. Γιατί ο Βουτυράς, που ήτανε το θεμέλιό της, την παράτησε άσπλαχνα. Δεν πήγαινε πια στις ταβέρνες. Οι κακές γλώσσες λέγανε, πως είχε… πλουτίσει και δεν καταδεχότανε πια το κρασί. Έπινε μπύρα! Μα κι ο Πορφύρας το είχε κόψει, δηλαδή του το κόψαν οι γιατροί. Είχε πάθει το σηκώτι του από το πιοτό. Ένα δυό χρόνια δεν ξαναφάνηκε στην Αθήνα. Έν’  απόγευμα τόνε συνάντησα τυχαία έξω από του Ζαχαράτου. Τι αποκαρδιωτικό θέαμα!

Το πρόσωπό του ήτανε πρησμένο και χάλκινο. Τα μάτια του γουρλωμένα και κόκκινα. Προσπάθησε να γελάσει κ’  έκανε μια τραγική γκριμάτσα. Τόνε φοβήθηκα. “Δε θα βγάλει το χρόνο” (καλοκαίρι του 1933). Ο σιωπηλός και “σκιώδης” αυτός άνθρωπος, ο ποιητής των “Σκιών”, έφυγε για το βασίλειο των Σκιών και της Σιωπής. Ο ποιητής που δεν είχε καμιά πόζα, που δε θορύβησε ποτές για τον εαυτό του, που δε ζήτησε να φανεί απαρατήρητος, μας άφησε φεύγοντας ένα μεγάλο θησαυρό: την τρυφερότητα, τη μουσική και την αλήθεια των στίχων του. Κι όσο περνάει ο καιρός, τόσο αγαπούμε περισσότερο τους στίχους του, δηλ. αυτόν ολάκερο. 

Η σκιά του ποιητή των “Σκιών” Λάμπρου Πορφύρα

Πηγή: Άνθρωποι του Κώστα Βάρναλη, Εκδόσεις Κέδρος, 1958.Σχέδιο Λάμπρου Πορφύρα από Ευθ. Παπαδημητρίου

Author

Ο Στέφανος Παν. Μίλεσης είναι Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής και Ραδιοφωνικός Παραγωγός. Από το 2016 είναι Πρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.