του Στέφανου Μίλεση
Η οδός Αντωνίου Θεοχάρη αποτελούσε στο παρελθόν το κέντρο ζωής πολλών και διαφορετικών συνοικιών. Αρχίζει από την Πλατεία Πηγάδας και τελειώνει τέσσερα τετράγωνα πριν την ακτή της Πειραϊκής, στην οδό Ευρυμέδοντος.
Η Αντωνίου Θεοχάρη κατά την διαδρομή της διέσχιζε όλη την καρδιά της αλλοτινής ακμάζουσας Υδραίικής συνοικίας, τις γειτονιές του Αγίου Νείλου και κατέληγε στη συνοικία των Καρπάθικων. Ήταν ένας δρόμος τελείως διαφορετικός από ότι είναι σήμερα. Για την περιγραφή της μικροκοινωνίας που κατοικούσε γύρω από την Αντωνίου Θεοχάρη μίλησε ο Καπετάν Στάθης (ετών 91), απόμαχος ναυτικός που έζησε στην Υδραίική συνοικία όλη του την ζωή, καθώς η σύζυγός του ήταν υδραίικής καταγωγής, ενώ ο ίδιος ήταν γεννημένος στον Πειραιά από Σπετσιώτη πατέρα και Ποριώτισσα μάνα.


Η οδός Αντωνίου Θεοχάρη παρότι στενότερη στο πλάτος από την παράλληλη Θεοτόκη, αποτέλεσε το κέντρο ζωής και αναψυχής των κατοίκων κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ενώ την προπολεμική εποχή στις μπακαλοταβέρνες της τολμούσαν να καθίσουν μονάχα “μαγκίτες” και “κουτσαβάκια” τα ονόματα των οποίων στη συνοικία ήταν γνωστά. Η γενιά των παιδιών που γεννήθηκαν λίγο πριν τον πόλεμο ή αμέσως μετά από αυτόν, ήταν η τελευταία γενιά της Υδραίικης συνοικίας του Πειραιά. Τα σπίτια των Υδραίων έφταναν μέχρι ένα ύψος στην Αντωνίου Θεοχάρη, μετά μεσολαβούσε μια “μεικτή” ζώνη με κατοίκους από διάφορες περιοχές (Άγιο Νείλο) και πιο πάνω άρχιζαν τα Καρπάθικα.
Οι Κοκοτρέσιδες και οι Τρελοσπετσιώτες
Οι κάτοικοι των άλλων συνοικιών αποκαλούσαν του Υδραίους Κοκοτρέσιδες γιατί τους είχαν για αγαθούς. Τους Σπετσιώτες τους θεωρούσαν τρελούς για αυτό και τους έλεγαν “τρελοσπετσιώτες”.
“Από λίγο ως πολύ οι Σπετσιώτες είναι τρελοί” έλεγαν για αυτούς όπως και τους “Σπετσιώτες μια φορά τον μήνα δεν τους πιάνει ο νόμος” εννοώντας πως ακόμα και οι πιο σοβαροί τουλάχιστον μια φορά τον μήνα θα δείξουν την τρέλα τους.
Οι 13 κάθετοι οδοί με τις 15 μπακαλοταβέρνες και καφενεία
Οι περισσότερες ταβέρνες και καφενεία ήταν συγκεντρωμένα μεταξύ των οδών Κανάρη και Κλεισόβης, απλώνονταν δηλαδή σε 13 κάθετες οδούς. Ανάμεσά τους υπήρχαν περισσότερες από 15 μπακαλοταβέρνες και καφενεία.
Προς την Πηγάδα δεν είχε πολλά στέκια. Κυριότερο ήταν το κουτούκι του Κουτσούνα που συγκέντρωνε κόσμο. Ήταν υπόγειο, κατέβαινες τέσσερα, πέντε σκαλιά και το είχε ένας Μπαρμπα Λιάς. Αυτός είχε εκπαιδεύσει έναν παπαγάλο ο οποίος διαρκώς επαναλάμβανε “Τσούλα Μπαρμπα Λιά, τσούλα Μπαρμπα Λιά…”.
Κι απέναντι από του Κουτσούνα υπήρχε λουστράδικο. Οι μαχαιροβγάλτες πρώτα περνούσαν από το λουστράδικο του Αρισταγόρα κι ύστερα κατέβαιναν στα σκαλιά για του Κουτσούνα. Στου Αρισταγόρα δούλευε ένα παιδάκι από την Ύδρα και οι μαγκίτες του Κουτσούνα κάθε φορά που το έβλεπαν του φώναζαν “Βούλιαξε…Αρισταγόρα… Βούλιαξε” (εννοώντας το νησί) και τότε το παιδί απαντούσε “της μάνα σου ο κώλος”. Όμως επειδή ήταν μικρό και αγαθό δεν του έδιναν σημασία, δεν το πείραζαν.

Η χωμάτινη Θεοχάρη και τα κατσάβραχα των κάθετων οδών
Εν τω μεταξύ παντού υπήρχε χώμα, η άσφαλτος πάνω από την Πηγάδα ήταν ανύπαρκτη. Η Θεοχάρη ήταν στρωμένη με χώμα ενώ όλες οι κάθετες ήταν πραγματικά κατσάβραχα. Έβγαιναν οι μαγκίτες από το λουστράδικο του Αρισταγόρα και μέχρι να πάνε στου Κουτσούνα τα παπούτσια τους είχαν γίνει ξανά άσπρα.
Μετά του Κουτσούνα και αφήνοντας πίσω την Πηγάδα, περνούσες από τη γωνία της Μπότσαρη όπου υπήρχε το κτίριο της Σειρήνας. Έτσι το λέγαμε τότε γιατί στην κορυφή του υπήρχε μια σειρήνα αεράμυνας. Αυτή ακούγαμε την εποχή του πολέμου όσοι κατοικούσαμε στην Αντωνίου Θεοχάρη. Το κτίριο της Σειρήνας είχε στο ισόγειο έναν φούρνο. Γλύτωσε από τις περιπέτειες του πολέμου και το κατεδάφισαν πριν από λίγους μήνες καθώς κατέρρεε σταδιακά από την εγκατάλειψη. Κανείς δεν ανέφερε πως αυτό το κτίριο εξαιτίας της Σειρήνας του είχε σώσει κόσμο στον πόλεμο. Πόσο αδύνατη είναι η μνήμη των ανθρώπων!
Στη γωνία Φλέσσα και Θεοχάρη συναντούσες το Καφενείο του Μαρή. Σε αυτό πήγαιναν μόνο γερόντια. Ήσυχο στέκι χωρίς φασαρίες. Στη γωνία Κανάρη και Θεοχάρη ήταν ο Χρωματοπωλείο του Χατζηπαπούλια.
Η Αντωνίου Θεοχάρη είχε μεγάλες οικογένειες παλληκαράδων με πιο γνωστή όλων τους Πρεβενάδες. Μέλη τους μαχαιρώνονταν μπροστά από τα σπίτια μας και ενώ εμείς παιδιά ακόμα παίζαμε στους δρόμους που ήταν όχι απλά χωμάτινοι αλλά βραχώδεις και αδιάβατοι. Θυμάμαι μια φορά έξω από το σπίτι μας κάποιος Βασίλης είπε σε έναν από τους Πρεβενάδες, “βρε αδελφέ έχεις πιει πολύ”. Τότε ο Πρεβενάς θίχτηκε καθώς θεώρησε πως ο άλλος τον κορόιδευε πως δεν άντεχε το πιόμα. Πήγε στο χασάπικο του Κώστα λίγο μακρύτερα και αφού πήρε μια μαχαίρα επέστρεψε και καθάρισε αυτόν που του έκανε μια απλή παρατήρηση!
Άλλοι ήταν οι Βαζαίοι που είχαν χτίσει όλα τα σπίτια της περιοχής. Πατέρας με τα τρία παιδιά όλοι οικοδόμοι που δε σήκωναν όμως πολλά. Ο πατέρας τους ο γερο Κολλημένος είχε τεράστιες παλάμες. Τα περισσότερα σπίτια στα Υδραίικα οι Βαζαίοι τα έχτισαν. Σπίτια… μια αυλή στο κέντρο με δωμάτια ολόγυρα… Επειδή δε χωρούσαν οι οικογένειες στα σπίτια χειμώνα, καλοκαίρι την έβγαζαν στην αυλή. Και εμείς τα παιδιά στους δρόμους.

Το “θα” δεν υπήρχε… ήταν άγνωστο
Άλλη οικογένεια που δε σήκωνε πολλά ήταν των Αλιφραγκήδων. Κάθε συνοικία είχε διαφορετικές οικογένειες για σεβασμό. Δεν έμπαινε η μια στην περιοχή της άλλης. “Θα” ανάμεσά τους δεν υπήρχαν… Δηλαδή “θα σε κάνω, θα σε δείξω…” το “θα” ήταν άγνωστο. Αν υπήρχε δημόσια προσβολή κάθονταν αμίλητοι και την ίδια ημέρα φρόντισαν να καθαρίσουν την προσβολή για να μπορούν την επομένη να εμφανιστούν στο καφενείο. Ούτε “ξέρεις ποιος είμαι εγώ…” και τέτοια καραγκιοζιλίκια.
Σε άλλες συνοικίες που δεν είχαν όμως σχέση με την Αντωνίου Θεοχάρη γνωστές φάρες ήταν οι Αυτιάδες, οι Χαλαραίοι, οι Μαυράκηδες κ.α. Όταν περπατούσες σε άλλη συνοικία και για κάποιο λόγο σε ρωτούσαν πού μένεις, δεν έλεγες στα Υδραίικα ή στην Πηγάδα αλλά απαντούσες με την φάρα που ήταν η πιο κοντινή στην περιοχή σου… “στων Βαζαίων”, “στων Αλιφραγκήδων”…
Από την προπολεμική εποχή ένα γνωστό ζαχαροπλαστείο της οδού Θεοχάρη ήταν του Χάπα (γωνία Θεοχάρη και Μαυροκορδάτου) που το λειτουργούσε η Χρυσούλα. Αργότερα όλοι μετανάστευσαν οικογενειακώς για την Αμερική. Δίπλα ακριβώς ήταν η ταβέρνα του Παππά. Ανήκε στις οικογενειακές ταβέρνες που αρχικά λειτούργησε από τον Γιώργο Παππά και στη συνέχεια από τον γιο του Κώστα. Το οίκημα μέχρι σήμερα ανήκει στην οικογένεια.

Στο χασικλίδικο του Πράκκα και στην οικογενειακή ταβέρνα του Γεραπετρίτη
Εκεί όπου σήμερα είναι το νεοκλασικό καλά συντηρημένο (Θεοχάρη και Μαυροκορδάτου γωνία) ήταν προπολεμικά το στέκι του Πράκκα. Δεν ήταν για οικογενειάρχες, σωστό χασικλίδικο. Όλοι όσοι ήθελαν να ανέβουν την Θεοχάρη, άλλαζαν πεζοδρόμιο για να περάσουν από το απέναντι. Όμως η αλλαγή έπρεπε να γίνει από νωρίς. Αν άλλαζες εκείνη τη στιγμή κινδύνευες να πέσεις σε κουβέντες. Οι θαμώνες του Πράκκα ήταν μαχαιροβγάλτες και άνθρωποι επικίνδυνοι. Με κάμες στην κωλότσεπη κυκλοφορούσαν. Γνωστός θαμώνας ήταν ο Κώστας Συριανός που κυκλοφορούσε με το σακάκι περασμένο στο ένα χέρι. Ήταν πραγματικά από την Σύρο και ήταν τόσο περήφανος για την καταγωγή του που τελικά υιοθέτησε το Συριανός ως επίθετο. Θεωρούσε πως οι μάγκες της Σύρου ήταν ανώτεροι από του Πειραιά και φρόντιζε κάθε τόσο να μαλώνει για να δείχνει την ανωτερότητά του… Θυμόταν ακόμα την εποχή που το λιμάνι της Σύρου ήταν μεγαλύτερο από του Πειραιά άρα και οι μάγκες του ήταν καλύτεροι. Κανείς στην περιοχή δεν τον γνώριζε με το πραγματικό του όνομα. Όταν δεν καθόταν στου Πράκκα έκανε κληρώσεις στα πλοία του Σαρωνικού. Κλήρωνε συνήθως ψάρια στους επιβάτες. Το αστείο ήταν πως έξω από τη συνοικία, στα πλοία για παράδειγμα που δεν τον γνώριζαν του μιλούσαν με αυθάδεια. Όμως στη συνοικία κανείς δεν τολμούσε να πει το παραμικρό…

Κάποτε επιτέλους η γειτονιά απαλλάχθηκε από το χασικλίδικο το Πράκκα. Το ανέλαβε ο Γεραπετρίτης (ο παππούς του σημερινού υπουργού) και το έκανε πλέον σοβαρή οικογενειακή ταβέρνα. Στο υπόγειο είχε βάλει βαρέλια με κρασιά. Επί της Αντωνίου Θεοχάρη στο στενό πεζοδρόμιο τοποθετούσε 5, 6 τραπεζάκια και κάθονταν και έπιναν καλό κρασί. Από μεζέδες;… με τα ψέματα. Μέσα στη φτώχια της εποχής όλοι βολεύονταν με τα ψέματα. Καμιά ντομάτα, καμιά ελιά και σπανίως καμιά ρέγκα. Τουλάχιστον η λέρα του Πράκκα είχε εξαφανιστεί και όλοι ήμασταν ευχαριστημένοι γιατί μαζί με αυτόν έφυγε και ο υπόκοσμος που σύχναζε. Του Γεραπετρίτη άρχισαν σιγά-σιγά να συχνάζουν οικογένειες και η περιοχή καθάρισε.
Ο βωμολόχος του στιλβωτηρίου
Δίπλα από του Γεραπετρίτη υπήρχε μια άλλη μπακαλοταβέρνα του Γκλαβά (Θεοχάρη και Κρεββατά γωνία). Δίπλα του ο φούρνος του Μπούγια, η πράσινη παράγκα και το στιλβωτήριο του Οδυσσέα. Σε αυτό εργαζόταν ένας Μήτσος που όλο έβριζε χωρίς λόγο. Περνούσες από έξω του έλεγες καλημέρα και σου απαντούσε “Άη στο Διάολο…”. Ήταν πάντοτε θυμωμένος… Στη γειτονιά τότε κυκλοφορούσε η φήμη πως ήταν άνθρωπος της ασφάλειας για αυτό και δεν φοβόταν κανέναν. Τους έβριζε όλους… μα ελάχιστοι του απαντούσαν.
Δίπλα από το Στιλβωτήριο ήταν το ψιλικατζίδικο της Σκουλενιάς. Τρεις αδελφοί και ένας αδελφός που έκαναν χρυσές δουλειές. Από κοντά και το ξυλουργικό του Ξάνθου.
Μαναβική αγοράζαμε από του Σταμάτη ενώ κουρείο ήταν του Δαρεμά. Ένα άλλο κουρείο που ανταγωνιζόταν τον Δαρεμά ήταν του Μέξη πάνω από το οποίο ζούσε ένας ιερέας. Καλός άνθρωπος είχε φρίξει με όσα συνέβαιναν γύρω του μα προσπαθούσε να δείχνει ψύχραιμος.
Μεγάλο και σοβαρό στέκι της εποχής ήταν ο Καρπάθικον Κέντρον. Εκεί όπως και η πινακίδα του περιέγραφε, σύχναζαν όλοι οι Καρπάθιοι και κανόνιζαν τις μεταξύ τους δουλειές. Αγοραπωλησίες, εύρεση εργασίας, διακανονισμοί Δωδεκανησίων, όλα γίνονταν μέσα σε αυτό. Δεν ήταν απλό καφενείο. Καλοί άνθρωποι και νοικοκύρηδες οι Καρπάθιοι.
Πιο πάνω ήταν η μπακαλοταβέρνα Μύκονος του Πολυκανδριώτη και στην ίδια πλευρά του δρόμου στην επόμενη γωνία του Παπαμιχαήλ το Καφενείο και λίγο πιο πάνω του Κουκά. Απέναντι περίπου από του Παπαμιχαήλ ήταν η μπακαλοταβέρνα του Γιάγκου. Ο δρόμος ήταν πραγματικά γεμάτος μπακαλοταβέρνες αλλά δεν είχαν κουζίνα όπως την εννοούμε σήμερα, ούτε τραπέζια πολλά για κόσμο. Όλες τους είχαν από δύο, τρία τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο. Τα τραπέζια όλων των μπακαλοταβερνών της Αντωνίου Θεοχάρη ίσως να είχαν λιγότερα τραπέζια από μια μόνο σημερινή ταβέρνα!…

Κύριο κριτήριο για τον κόσμο ήταν μόνο το καλό κρασί! Όλοι είχαν αναγνωρίσει δύο, τρία άτομα στον δρόμο ως αυθεντίες στο κρασί και κρέμονταν από τα χείλη τους. Για φαγητό κανείς δεν ρωτούσε γιατί όλοι γνώριζαν πως μόνο ελιές και ντομάτες έβγαιναν. Μια τέτοια αυθεντία του κρασιού ήταν ο πατέρας μου ο Γιώργος, εργάτης στον ΟΛΠ. Τον φώναζαν να δοκιμάσει το κρασί από το γιοματάρι. Ίσα που έβρεχε τα χείλη του και αφού περίμενε λίγο να το γευτεί έλεγε τη γνώμη του. Αν ήταν καλή, την επομένη ημέρα ο κόσμος πήγαινε να πιεί από το συγκεκριμένο βαρέλι. Όμως υπήρχε αθωότητα, κανείς δεν σκέφτηκε να δώσει χρήματα στα άτομα αυτά για να πουν πως το κρασί τους ήταν καλό. Ήταν θέμα τιμής και γοήτρου το καλό κρασί τόσο για εκείνον που το πωλούσε όσο και για εκείνον που το δοκίμαζε για πρώτη φορά και έλεγε τη γνώμη του. Αν ο πατέρας μου έλεγε πως το κρασί ήθελε ψήσιμο ακόμα, έκλειναν ξανά το βαρέλι και το άφηναν για αργότερα….



Σοβαρές μπακαλοταβέρνες ήταν επίσης του Φούντα (Μαυρομιχάλη και Α. Θεοχάρη) και του Μαρίνου (Φλέσσα και Α. Θεοχάρη). Εκεί κυνήγησε ο πατέρας μου έναν υποψήφιο βουλευτή. Μπήκε στου Μαρίνου να μιλήσει. Καθώς όλοι τον θυμόντουσαν από την προηγούμενη φορά που έταζε διορισμούς στον ΟΛΠ για τα παιδιά των θαμώνων της ταβέρνας. Στο τέλος τίποτα δεν έκανε…Κανενός το παιδί δεν έμεινε στο λιμάνι να δουλέψει. Άλλα έφυγαν για Αμερική και Αυστραλία και άλλα έγιναν ναυτικοί. Στο λιμάνι κύρια έμπαιναν οι Μανιάτες. Δεν υπήρχε θέση για τους Υδραίους ή τους Καρπάθιους. Όταν τόλμησε να ξαναεμφανιστεί στου Μαρίνου ο γέρος τον πήρε στο κατόπι γιατί ανάμεσα στους υποψηφίους για το λιμάνι ήμουν και εγώ που στο τέλος μπάρκαρα στα καράβια καπετάνιος. Ο γέρος δεν υπολόγισε ούτε την δική του θέση στον ΟΛΠ και κυνήγησε τον υποψήφιο βουλευτή και ήταν τυχερός γιατί αν τον έπιανε στα χέρια του ο πατέρας μου ο Γιώργης ακόμα ξύλο θα έτρωγε.

Στο καφενείο του Παπαμιχαήλ το λέγαμε το καφενείο του Μπαρμπα Γιάννη. Ο Δημήτρης που έγινε ηθοποιός είχε τρία αδέλφια και ωραίες αδελφές. Από τα αδέλφια του θυμάμαι τους Νίκο και Κώστα. Τον συνάντησα τον Δημήτρη όταν πήγα γυμνάσιο στο κεντρικό στου Βρυώνη στο Δεύτερο. Επειδή οι οικογένειες είχαν τότε πολλά παιδιά το κτίριο του Δευτέρου δεν επαρκούσε και είχε πολλά παραρτήματα. Ο Δημήτρης από τύχη είχε βρεθεί στο Κεντρικό στην Αφεντούλη. Έπαιζε στις σχολικές παραστάσεις του Δευτέρου. Τον βλέπαμε όλοι να σερβίρει στο καφενείο του πατέρα του.

Η φτώχεια ήταν αδιανόητη και απερίγραπτη και τα λόγια ήταν μετρημένα. Ακόμα και τα παιδιά έπρεπε να σκεφτούμε πριν μιλήσουμε. Μια φορά θυμάμαι έναν φίλο του πατέρα μου, τον Τρύφωνα που ήταν τελωνειακός καθόταν στην μπακαλοταβέρνα του Γκλαβά. Επειδή ήταν ανήμερα του Αγίου Νικολάου μπήκε κάποιος μέσα και φώναξε “να χαιρόμαστε τους Νικολάκηδες”. Έτσι όμως τότε αποκαλούσαν τους άνδρες που δεν ήταν και πολύ άνδρες…. Το “τι λες ρε Νικολάκη” ήταν γνωστή έκφραση της εποχής. Καθώς οι περισσότεροι της συνοικίας ήταν Υδραίοι τιμούσαν τον Άγιο Νικόλαο σαν τον ίδιο τους τον πατέρα. Προσβλήθηκαν όταν άκουσαν κάποιον να αποκαλεί τον Άγιο Νικόλαο, Νικολάκη….
“Κάτι είπες… που δεν έπρεπε” του είπε ο Τελωνειακός.
“Ναι είπα για τους Νικολάκηδες”….
“Τι είπες ρε άθλιε… Τον Άγιο θα τον πεις εσύ Νικολάκη;” έφαγε τόσο ξύλο που δεν ξαναπάτησε στο καφενείο. Τους Άγιους τους σέβονταν και τους τιμούσαν στη γειτονιά ό,τι κι αν πρέσβευε ο καθένας.

Οι κυρίες της Τρούμπας
Από την Αντωνίου Θεοχάρη και πάνω προς το ύψωμα έμεναν και κάποιες κυρίες του λιμανιού. Δεν έδιναν δικαίωμα στη γειτονιά αλλά όλοι γνώριζαν ποιες ήταν. Υπήρχε κάποια Κανελλού που είχε κόρες την Ρ. και την Φ. Όλα κορίτσια της Τρούμπας. Απέναντι από τον Άγιο Νικόλα κάτω στο λιμάνι, υπήρχε ο ωραιότερο ουζερί της περιοχής που ήταν γνωστό ως στου Τσακούρη (Φίλωνος και Αγίου Νικολάου). Πάνω από το ουζερί υπήρχαν δωμάτια ξενοδοχείου για ναυτικούς. Εκεί εργάζονταν οι κόρες της Κανελλού αυτές που έμεναν πάνω από την οδό Θεοχάρη. Άλλες γυναίκες του λιμανιού που έμεναν στην περιοχή μας ήταν η Β. και η Φ., μάνα και κόρη!
Υπήρχε ακόμα η Μαίρη που κάποτε αποφάσισε να νοικοκυρευτεί και να φύγει από την Τρούμπα. Βρήκε κάποιον που φαινόταν ήρεμος άνθρωπος και τακτοποιημένος. Μόλις όμως τον παντρεύτηκε πήγε στην αστυνομία να τον καταγγείλει γιατί αυτός της ζητούσε πράγματα που ούτε στην Τρούμπα δεν της είχαν ζητήσει ποτέ να κάνει… Απίστευτο αλλά μια γυναίκα της Τρούμπας χώρισε τον νοικοκύρη άνδρα της, γιατί έφριξε από αυτά που άκουσε! Η Μαίρη αργότερα πήγε στην Αμερική και νοικοκυρεύτηκε και έκανε σοβαρή οικογένεια.

- Γαλατάδικο Κανάρη
- Φαρμακείο Φώσκολου
- Φούρνος “Σειρήνα”
- Χατζηπαχάλης
- Λουστράδικο Αρισταγόρα
- Καφενείο Μαρή
- Κουτούκι Κουτσούνα Μπαρμπαλιά
- Μπακαλοταβέρνα Μαρίνου
- Υδραυλικός Αντώνης
- Τσαγκαράδικο Παγώνη
- Ψιλικατζίδικο Στέφανου
- Ξυλεμπορικό Ξάνθου
- Ταβέρνα Παππά
- Ζαχαροπλαστείο Χάππα
- Γαλατάδικο Παπαδόπουλου
- Καφωδείο Πράκκα (μετέπειτα Γεραπετρίτη)
- Μπακαλοταβέρνα Γκλαβά
- Φούρνος Μπουγιά Χρ.
- Στιλβωτήριο Οδυσσέα (νυν Γεωργίτση)
- Ψιλικατζίδικο Σκουλενιάς
- Μανάβικο Σταμάτη
- Πράσινη παράγκα
- Ζαχαροπλαστείο Διακαντώνη
- Καφενείο Δαρεμά
- Μπακαλοταβέρνα Φούντα
- Μάντρα Μαγκλάρηα
- Καρπάθικον Κέντρον (Καφενείο)
- Ταβέρνα Πολυκανδριώτη
- Φούρνος Έξαρχου (Ακολουθούν εκτός σχεδίου καφενείο Παπαμιχαήλ, Ταβέρνα Γιάγκου κο.κ.)
Δεν ξέρουν τι τους γίνεται
Πολλές φορές μου ζητούν να περιγράψω την Αντωνίου Θεοχάρη εκείνης της εποχής. Το αποφεύγω γιατί μέχρι σήμερα ζουν οι απόγονοί τους που δεν έχουν ιδέα για το τι συνέβαινε τότε και θίγονται. Θέλουν να πιστεύουν πως κρατάνε από μεγάλο σόι. Τους βλέπω να πλένουν τα αυτοκίνητά τους σήμερα ή να μένουν σε λουξ διαμερίσματα και δεν μπορούν ούτε να φανταστούν πώς ήταν η περιοχή μερικά χρόνια πριν και το βασικότερο πώς ήταν οι πρόγονοί τους. Όσοι έχουμε την τύχη να ζούμε ακόμα σε προχωρημένη ηλικία γνωρίζουμε από πού κρατάει ο καθένας και ποια ήταν η οικογένειά του. Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί από τη φήμη του. Για αυτό και όταν περνάνε από μπροστά μου δεν λένε τίποτα. Παραέξω όμως πουλάνε φούμαρα, ο καθένας ό,τι νομίζει λέει αφού δεν υπάρχει κάποιος να του τραβήξει το αφτί. Άλλος εμφανίζεται ως παιδί αντιστασιακού κι άλλος για παιδί ήρωα του πολέμου.

Εμείς από παιδιά μαθαίναμε να ακούμε και να μη μιλάμε. Αυτά που κατά καιρούς γράφουν κάποιοι πως το ο Πειραιάς ήταν χωρισμένος στους από εδώ και στους από εκεί με σύνορο την Σωκράτους (Βασιλέως Κωνσταντίνου) και πως εμείς από αυτή την πλευρά ήμασταν οι ήσυχοι ενώ οι άλλοι μετά το λιμάνι ήταν οι άγριοι είναι τρίχες κατσαρές. Αυτός που τα γράφει δεν θα ζούσε ούτε μια ώρα στην Θεοχάρη την προπολεμική ή στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Με το “σας” και με το “σεις” σε όλους μιλάγαμε. Η διαπαιδαγώγηση γινόταν με αυτά που έβλεπες και άκουγες στον δρόμο. Ήταν διαπαιδαγώγηση μιας ευκαιρίας. Αν έκανες λάθος δεν είχε δεύτερη ευκαιρία να διορθωθείς… Και στις σπουδές και στα επαγγελματικά συνέβαινε το ίδιο.
Πήγαινα γυμνάσιο στο νυκτερινό του Πειραϊκού Συνδέσμου. Ήμουν καλός μαθητής για αυτό και ήμουν απουσιολόγος. Είχε προκηρυχθεί τη χρονικά εκείνη στον Πειραϊκό Σύνδεσμο μια υποτροφία για τον πρώτο μαθητή της τάξης. Όποιος τελείωνε με την υψηλότερη βαθμολογία θα εξασφάλιζε από τον Σύνδεσμο τα χρήματα για να συνεχίσει ανώτατες σπουδές. Ήθελα να πάω στη Νομική και είχα όλα τα προσόντα. Στην τελευταία τάξη έγινε κάτι και ο Καθηγητής Θρησκευτικών χτύπησε με τη σάλπιγγα έναν μαθητή. Έγινε θέμα και ο διευθυντής ζήτησε από τον απουσιολόγο, δηλαδή από εμένα, αναφορά για το τι συνέβη. Είπα την αλήθεια, ό,τι είδα και στο τέλος της χρονιάς τα δεκαοκτάρια πολλών μαθημάτων έγιναν ξαφνικά δωδεκάρια. Έχασα την υποτροφία που φαινόταν σίγουρη και πήγα να δουλέψω στις επισκευές ραπτομηχανών Σίγκερ μέχρι να δω τι δρόμο θα ακολουθούσα. Δεύτερη ευκαιρία δεν υπήρχε σε κανένα στάδιο της ζωής των ανθρώπων τότε…. Μετά μπαρκάρισα με φορτηγά πλοία. Επειδή ήμουν απόφοιτος εξαταξίου γυμνασίου μπορούσα να σταδιοδρομήσω καπετάνιος με εξετάσεις στον κάθε βαθμό. Αυτό τον δρόμο ακολούθησα…

Ο κόσμος χανόταν με το παραμικρό. Άνθρωποι εξαφανίζονταν μια μέρα χωρίς κανείς να τους αναζητήσει. Η αδελφή μου σκοτώθηκε στον ιταλικό βομβαρδισμό της Πηγάδας στις 5 Νοεμβρίου του ’40. Της γυναίκας μου η οικογένεια από την Ύδρα είχε έξι κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Τα τρία αγόρια πέθαναν στην κατοχή από την πείνα. Ο ένας καθώς δεν άντεχε για να κατευνάσει την πείνα του βρήκε μπροστά του νέφτι και τον ήπιε. Ο αδελφός του πέθανε κι αυτός από πετρέλαιο για να σταματήσει την πείνα που επίσης τον βασάνιζε. Ο τρίτος έφυγε από υπερβολικές λαχανίδες που έφαγε. Έμενε ο τέταρτος που γλίτωσε από τον πόλεμο και όλοι νομίζαμε πως το κακό είχε περάσει. Μια μέρα όμως που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Πηγάδα χτύπησε στο κεφάλι σοβαρά. Δεν έδωσε σημασία μπήκε στο 17 (το τραμ) νομίζοντας πως ήταν εντάξει και μέχρι την επόμενη στάση έπεσε κάτω νεκρός. Έμειναν τα έξι κορίτσια… Δεν ήταν η μοίρα της δικής μου οικογένειας ή της οικογένειας της γυναίκας μου. Όλες οι οικογένειες που γνώριζα εδώ γύρω από την Αντωνίου Θεοχάρη τέτοια μοίρα είχαν. Όσα παιδιά γλίτωσαν από τον πόλεμο έγιναν μετανάστες για την Αυστραλία. Οι υπόλοιποι ναυτικοί, μηχανικοί και καπεταναίοι. Τα κορίτσια πήγαιναν στην Επαγγελματική σχολή του Δήμου για να μάθουν να γίνουν υποτίθεται νοικοκυρές αλλά τελικά έφευγαν κι αυτές για υπηρέτριες στην Αυστραλία.


Ποτέ δεν περίμενα πως σε τόσα λίγα χρόνια ο κόσμος θα ξεχνούσε τι είχε τραβήξει, πού είχε μεγαλώσει και πώς οι περισσότεροι είχαν επιζήσει περισσότερο από τύχη. Η γενιά που ακολούθησε την δική μας αποστασιοποιήθηκε από το παρελθόν της και αυτό ήταν δικό μας λάθος. Ο κόσμος αγνοεί για αυτό και κάποιοι εκμεταλλεύονται την άγνοιά του.
Διαβάστε επίσης:
Στον Άγιο Νείλο του Μπαγιαντέρα (Δημήτρης Γκόγκος 1903-1985)
Άγιος Νείλος Πειραιώς (ο Μυροβλήτης)